Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
abilities
/əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία;
USER: ικανότητες, ικανοτήτων, ικανότητές, τις ικανότητες, δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
absurd
/əbˈsɜːd/ = ADJECTIVE: παράλογος, άτοπος;
USER: παράλογος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα
GT
GD
C
H
L
M
O
academy
/əˈkæd.ə.mi/ = NOUN: ακαδημία;
USER: ακαδημία, Ακαδημίας, Academy, σχολή, σχολής
GT
GD
C
H
L
M
O
accelerate
/əkˈsel.ə.reɪt/ = VERB: επιταχύνω;
USER: επιταχύνουν, επιτάχυνση, επιταχύνει, την επιτάχυνση της, την επιτάχυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
access
/ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο;
USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση
GT
GD
C
H
L
M
O
accolades
/ˈæk.ə.leɪd/ = NOUN: χειροτονία ιππότου;
USER: επευφημίες, βραβεία, επαίνους, διακρίσεις, accolades
GT
GD
C
H
L
M
O
achieving
/əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω;
USER: επίτευξη, την επίτευξη, επίτευξης, επιτυγχάνοντας, επίτευξη των
GT
GD
C
H
L
M
O
acrylic
/əˈkrɪl.ɪk/ = NOUN: ακρυλικό;
ADJECTIVE: ακρυλικός;
USER: ακρυλικό, ακρυλικός,
GT
GD
C
H
L
M
O
act
/ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο;
VERB: ενεργώ, δρω;
USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
active
/ˈæk.tɪv/ = ADJECTIVE: ενεργός, δραστήριος, ενεργητικός, δρων;
USER: ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργή, ενεργού, ενεργού
GT
GD
C
H
L
M
O
actuated
/ˈæk.tʃu.eɪt/ = ADJECTIVE: εν κινήσει, κινητοποιημένος;
USER: εν κινήσει, κινητοποίησης, κινητοποιηθείσα, ενεργοποιημένη του, Ενεργοποιείται,
GT
GD
C
H
L
M
O
actuation
/ˈæk.tʃu.eɪt/ = NOUN: ώθηση, κίνηση;
USER: ώθηση, κίνηση, ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση,
GT
GD
C
H
L
M
O
actuator
= USER: ενεργοποιητή, ενεργοποιητής, ενεργοποίησης, ενεργοποιητού, του ενεργοποιητή
GT
GD
C
H
L
M
O
actuators
= USER: ενεργοποιητές, ενεργοποιητών, κινητήρες, ενεργοποίησης, μηχανισμούς κίνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
adapting
/əˈdæpt/ = NOUN: προσαρμογή;
ADJECTIVE: προσαρμοστικός;
USER: προσαρμογή, την προσαρμογή, προσαρμογής, για την προσαρμογή, προσαρμογή των
GT
GD
C
H
L
M
O
addressing
/əˈdres/ = VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ;
USER: αντιμετώπιση, αντιμετώπιση των, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζοντας, αντιμετώπιση της
GT
GD
C
H
L
M
O
adjunct
/ˈædʒ.ʌŋkt/ = NOUN: επιπρόσθετο, παρεπόμενο, συνακόλουθο;
USER: παρεπόμενο, επιπρόσθετο, συμπλήρωμα, συμπληρωματική, συμπληρωματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
administrative
/ədˈminiˌstrātiv,-strətiv/ = ADJECTIVE: διοικητικός, διαχειριστικός;
USER: διοικητικός, διοικητικές, διοικητικών, διοικητική, διοικητικής
GT
GD
C
H
L
M
O
admissions
/ədˈmɪʃ.ən/ = NOUN: είσοδος, εισδοχή, αποδοχή, παραδοχή;
USER: ομολογίες, εισαγωγών, εισαγωγές, των εισαγωγών, αποδοχών
GT
GD
C
H
L
M
O
advance
/ədˈvɑːns/ = NOUN: προκαταβολή, πρόοδος, προέλαση, προπόρευση;
VERB: προχωρώ, προάγω, προοδεύω, προκαταβάλλω;
ADJECTIVE: προκαταβολικός;
USER: προκαταβολή, πρόοδος, προωθήσει, εκ των προτέρων, προχωρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
advanced
/ədˈvɑːnst/ = ADJECTIVE: προχωρημένος, ανώτερος;
USER: προηγμένες, προηγμένων, προχωρημένο, advanced, προηγμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
advancement
/ədˈvɑːns.mənt/ = NOUN: προαγωγή, προβιβασμός;
USER: προαγωγή, πρόοδο, εξέλιξη, προώθηση, πρόοδος
GT
GD
C
H
L
M
O
adventure
/ədˈven.tʃər/ = NOUN: περιπέτεια;
VERB: ριψοκινδυνεύω;
USER: περιπέτεια, περιπέτειας, την περιπέτεια, adventure
GT
GD
C
H
L
M
O
advertisements
/ˈadvərˌtīzmənt,ədˈvərtiz-/ = NOUN: διαφήμιση, αγγελία, δημοσίευση, ρεκλάμα;
USER: διαφημίσεις, διαφημίσεων, αγγελίες, διαφήμιση, οι διαφημίσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
advice
/ədˈvaɪs/ = NOUN: συμβουλή, πληροφορία;
USER: συμβουλή, συμβουλές, προτάσεις, συμβουλών, παρέχει προτάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
advised
/ˌɪl.ədˈvaɪzd/ = VERB: συμβουλεύω, προειδοποιώ, πληροφορώ, ειδοποιώ, παραίνω;
USER: συνιστάται, συμβούλευσε, ενημέρωσε, συμβουλεύονται, ενημερωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
advising
/ədˈvaɪz/ = VERB: συμβουλεύω, προειδοποιώ, πληροφορώ, ειδοποιώ, παραίνω;
USER: συμβουλεύει, παροχή συμβουλών, την παροχή συμβουλών, συμβουλεύοντας, συμβουλεύουν
GT
GD
C
H
L
M
O
advisor
/ədˈvaɪ.zər/ = NOUN: σύμβουλος;
USER: σύμβουλος, σύμβουλο, Advisor, συμβούλου, Επιβλέπων
GT
GD
C
H
L
M
O
advisory
/ədˈvaɪ.zər.i/ = ADJECTIVE: συμβουλευτικός;
USER: συμβουλευτικός, συμβουλευτική, συμβουλευτικής, συμβουλευτικών, συμβουλευτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
aesthetic
/esˈθet.ɪk/ = ADJECTIVE: αισθητικός, καλαίσθητος;
USER: αισθητικός, αισθητική, αισθητικής, αισθητικές, αισθητικό
GT
GD
C
H
L
M
O
aesthetics
/esˈθet.ɪks/ = NOUN: αισθητική, καλαισθησία;
USER: αισθητική, αισθητικής, την αισθητική, αισθητική του, καλαισθησία
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
again
/əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου;
USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
against
/əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία;
USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια
GT
GD
C
H
L
M
O
agents
/ˈeɪ.dʒənt/ = NOUN: μέσο, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, πράκτωρας;
USER: παράγοντες, πράκτορες, παραγόντων, μέσα, πρακτόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
agile
/ˈædʒ.aɪl/ = ADJECTIVE: ευκίνητος, εύστροφος;
USER: ευκίνητος, εύστροφος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευκίνητη
GT
GD
C
H
L
M
O
agreements
/əˈɡriː.mənt/ = NOUN: συμφωνία, σύμβαση, συμφωνητικό;
USER: συμφωνίες, συμφωνιών, συμβάσεις, συμφωνίες που, συμβάσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
ai
/ˌeɪˈaɪ/ = ABBREVIATION: Όλα συμπεριλαμβάνονται;
USER: ai, ΑΙ, Α Ι, Ι, ΓΠ
GT
GD
C
H
L
M
O
air
/eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς;
ADJECTIVE: αεροπορικός;
VERB: αερίζω;
USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
aires
= USER: aires, Άιρες
GT
GD
C
H
L
M
O
al
/-əl/ = USER: al, αλ, αϊ
GT
GD
C
H
L
M
O
aleph
GT
GD
C
H
L
M
O
algebra
/ˈæl.dʒə.brə/ = NOUN: άλγεβρα;
USER: άλγεβρα, άλγεβρας, αλγεβρικά, την άλγεβρα, algebra
GT
GD
C
H
L
M
O
algorithms
/ˈalgəˌriT͟Həm/ = NOUN: αλγόριθμος;
USER: αλγόριθμοι, αλγορίθμων, αλγορίθμους, αλγόριθμους, αλγόριθμων
GT
GD
C
H
L
M
O
alia
/ˌɪn.tər ˈeɪ.li.ə/ = USER: άλλων, ιδίως
GT
GD
C
H
L
M
O
alice
/ˈæl.ɪs.bænd/ = NOUN: Αλίκη;
USER: Αλίκη, alice, Άλις, Αλίκης, Άλς
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
alumni
/əˈlʌm.nəs/ = NOUN: τελειόφοιτος;
USER: αποφοίτους, αποφοίτων, απόφοιτοι, Alumni, τους αποφοίτους
GT
GD
C
H
L
M
O
alumnus
/əˈlʌm.nəs/ = NOUN: τελειόφοιτος;
USER: τελειόφοιτος, απόφοιτος, απόφοιτος κολλεγίου, απόφοιτο, απόφοιτος του
GT
GD
C
H
L
M
O
am
/æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.
GT
GD
C
H
L
M
O
american
/əˈmer.ɪ.kən/ = NOUN: Αμερικανός;
ADJECTIVE: αμερικάνικος;
USER: Αμερικανός, Αμερικανική, american, αμερικάνικες, αμερικάνικο
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
ancient
/ˈeɪn.ʃənt/ = ADJECTIVE: αρχαίος, παλαιός;
USER: αρχαίος, αρχαία, αρχαίας, αρχαίο, αρχαίων
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
android
/ˈæn.drɔɪd/ = USER: android, το Android, ανδροειδών, αρρενωπό, ανδροειδές
GT
GD
C
H
L
M
O
androids
/ˈæn.drɔɪd/ = USER: ανδροειδή, androids, ανδροειδών, τα ανδροειδή, androids τις
GT
GD
C
H
L
M
O
angeles
/ˈeɪn.dʒəl/ = USER: Angeles, Άντζελες, Αντζελες, ομάδα angeles,
GT
GD
C
H
L
M
O
animation
/ˌæn.ɪˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: εμψύχωση, αναζωογόνηση, ζωηρότητα;
USER: εμψύχωση, animation, κινούμενα σχέδια, κινουμένων σχεδίων, κίνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
annual
/ˈæn.ju.əl/ = ADJECTIVE: ετήσιος;
USER: ετήσιος, ετήσια, ετήσιο, ετήσιες, ετήσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
anthrax
/ˈæn.θræks/ = NOUN: άνθρακας;
USER: άνθρακας, άνθρακα, άνθραξ, βακτηριακού άνθρακα, με άνθρακα
GT
GD
C
H
L
M
O
apache
= NOUN: απάχης;
USER: απάχης, Apache, Απάτσι, του Apache
GT
GD
C
H
L
M
O
appeal
/əˈpiːl/ = NOUN: έκκληση, έφεση, επίκληση;
VERB: απικαλούμαι, κάνω ένσταση;
USER: έφεση, έκκληση, προσφυγής, προσφύγει, απευθύνω έκκληση
GT
GD
C
H
L
M
O
appearance
/əˈpɪə.rəns/ = NOUN: εμφάνιση, παρουσία, παρουσιαστικό;
USER: εμφάνιση, εμφάνισή, εμφάνισης, όψη, την εμφάνιση
GT
GD
C
H
L
M
O
appeared
/əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι;
USER: εμφανίστηκε, εμφανίστηκαν, φαίνεται, φάνηκε, φαινόταν
GT
GD
C
H
L
M
O
appearing
/əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι;
USER: εμφανίζεται, εμφανίζονται, εμφάνιση, που εμφανίζεται, που εμφανίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
applicability
= USER: εφαρμογής, εφαρμοσιμότητα, εφαρμογή, δυνατότητα εφαρμογής, δυνατότητας εφαρμογής
GT
GD
C
H
L
M
O
application
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
applications
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
april
/ˈeɪ.prəl/ = NOUN: Απρίλιος;
USER: Απρίλιος, Απρ., Απρίλης, Απρίλιο, Απρ
GT
GD
C
H
L
M
O
aps
= USER: APS, ΕΣΠ, διαδικασίας ΕΣΠ, της διαδικασίας ΕΣΠ, ετήσια στρατηγική πολιτικής,
GT
GD
C
H
L
M
O
arbitrary
/ˈɑː.bɪ.trər.i/ = ADJECTIVE: αυθαίρετος;
USER: αυθαίρετος, αυθαίρετη, αυθαίρετες, αυθαίρετων, αυθαίρετο
GT
GD
C
H
L
M
O
arc
/ɑːk/ = NOUN: τόξο;
USER: τόξο, τόξου, Arc, Αψίδα, Αψίδα του
GT
GD
C
H
L
M
O
architecture
/ˈɑː.kɪ.tek.tʃər/ = NOUN: αρχιτεκτονική;
USER: αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικής, την αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονική του
GT
GD
C
H
L
M
O
architectures
= NOUN: αρχιτεκτονική;
USER: αρχιτεκτονικές, αρχιτεκτονικών, αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικής, αρχιτεκτονικές που
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
area
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
areas
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
arm
/ɑːm/ = NOUN: μπράτσο, βραχιόνας;
VERB: οπλίζω;
USER: μπράτσο, βραχίονα, χέρι, βραχίονας, σκέλος, σκέλος
GT
GD
C
H
L
M
O
armful
/ˈɑːm.fʊl/ = NOUN: αγκαλιά;
USER: αγκαλιά, ανάμεσα στις πιο δυναμικές, την αγκαλιά
GT
GD
C
H
L
M
O
around
/əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω;
USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
arousal
/əˈraʊzl/ = NOUN: εξέγερση;
USER: διέγερση, διέγερσης, διεγέρσεως, εγρήγορσης, τη διέγερση,
GT
GD
C
H
L
M
O
array
/əˈreɪ/ = NOUN: παράταξη, στολή;
VERB: αραδιάζω, παρατάσσω, στολίζω;
USER: παράταξη, σειρά, πίνακα, συστοιχία, ποικιλία
GT
GD
C
H
L
M
O
art
/ɑːt/ = NOUN: τέχνη;
USER: τέχνη, τέχνης, Art, άρθ, τεχνική
GT
GD
C
H
L
M
O
articles
/ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα;
USER: άρθρα, Τα άρθρα, είδη, αντικείμενα, άρθρων
GT
GD
C
H
L
M
O
artificial
/ˌɑː.tɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: τεχνητός;
USER: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητές
GT
GD
C
H
L
M
O
artist
/ˈɑː.tɪst/ = NOUN: καλλιτέχνης;
USER: καλλιτέχνης, καλλιτέχνη, καλλιτέχνες, artist, καλλιτεχνών
GT
GD
C
H
L
M
O
artistic
/ɑːˈtɪs.tɪk/ = ADJECTIVE: καλλιτεχνικός;
USER: καλλιτεχνικός, καλλιτεχνική, καλλιτεχνικής, καλλιτεχνικό, καλλιτεχνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
artists
/ˈɑː.tɪst/ = NOUN: καλλιτέχνης;
USER: καλλιτέχνες, καλλιτεχνών, τους καλλιτέχνες, καλλιτέχνες που
GT
GD
C
H
L
M
O
arts
/ɑːt/ = NOUN: τέχνη;
USER: τέχνες, τεχνών, Arts, τέχνης
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
asd
= USER: asd, ΔΑΦ
GT
GD
C
H
L
M
O
ashram
/ˈæʃ.rəm/ = USER: άσραμ, Ashram, Ασράμ, του άσραμ
GT
GD
C
H
L
M
O
asperger
/ˈæs.pɜːdʒəzˌsɪn.drəʊm/ = USER: Asperger, Άσπεργκερ, Ασπέργκερ
GT
GD
C
H
L
M
O
aspirations
/ˌæs.pɪˈreɪ.ʃən/ = NOUN: φιλοδοξία, ιδανικό;
USER: φιλοδοξίες, προσδοκίες, επιδιώξεις, τις φιλοδοξίες, βλέψεις
GT
GD
C
H
L
M
O
assembly
/əˈsem.bli/ = NOUN: συνέλευση, συνδεσμολογία;
USER: συνέλευση, Συνέλευσης, συγκρότημα, συναρμολόγηση, συναρμολόγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
assistant
/əˈsɪs.tənt/ = NOUN: βοηθός;
ADJECTIVE: βοηθητικός;
USER: βοηθός, βοηθό, βοηθού, επίκουρος
GT
GD
C
H
L
M
O
assistive
/əˈsɪstɪv/ = USER: βοηθητικές, υποβοηθητικών, υποστηρικτικές, υποβοηθητικές, υποβοήθησης,
GT
GD
C
H
L
M
O
associate
/əˈsəʊ.si.eɪt/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι;
NOUN: σύντροφος;
USER: συνδέουν, συνδέσει, συσχετίσει, συνδέσουν, συσχετίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
association
/əˌsəʊ.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, σύνδεσμος, συνεταιρισμός, εταιρία, όμιλος;
USER: σχέση, σύνδεσμος, Σύνδεσης, ένωση, Association, Association
GT
GD
C
H
L
M
O
astronaut
/ˈæs.trə.nɔːt/ = NOUN: αστροναύτης;
USER: αστροναύτης, αστροναύτη, αστροναυτών, αστροναύτης του, αστροναύτες
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
atc
/ˌæt.əˈvɪs.tɪk/ = USER: ATC, ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας, ΕΕΚ, ΣΚΕ, ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας που,
GT
GD
C
H
L
M
O
athens
= NOUN: Αθήνα;
USER: Αθήνα, athens, Αθηνών, Αθήνας, διαμονής athens
GT
GD
C
H
L
M
O
atlantic
/ətˈlantik,at-/ = ADJECTIVE: ατλαντικός;
NOUN: Ατλαντικός Ωκεανός;
USER: atlantic, Ατλαντικού, ατλαντικός, Ατλάντικ, Ατλαντικό
GT
GD
C
H
L
M
O
atop
/əˈtɒp/ = ADVERB: κορυφή, εις το άνω μέρος;
USER: κορυφή, στην κορυφή, επάνω, επάνω σε, κορυφή του
GT
GD
C
H
L
M
O
atp
/ˌeɪ.tiːˈpiː/ = USER: ΑΤΡ, atp, ΑΠΑ
GT
GD
C
H
L
M
O
attempts
/əˈtempt/ = NOUN: απόπειρα;
VERB: επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω;
USER: προσπάθειες, απόπειρες, τις προσπάθειες, προσπαθειών, επιχειρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
attendees
/ə.tenˈdiː/ = USER: συμμετέχοντες, παρευρισκόμενους, παρευρισκόμενοι, συμμετεχόντων, οι συμμετέχοντες
GT
GD
C
H
L
M
O
attention
/əˈten.ʃən/ = NOUN: σημασία, περίθαλψη;
USER: προσοχή, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη
GT
GD
C
H
L
M
O
audience
/ˈɔː.di.əns/ = NOUN: ακροατήριο, ακρόασις;
USER: ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό
GT
GD
C
H
L
M
O
audio
/ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
auditorium
/ˌôdiˈtôrēəm/ = NOUN: αίθουσα, αίθουσα ακροατών;
USER: αίθουσα, Auditorium, αμφιθέατρο, αίθουσα συνεδριάσεων, κοίλο
GT
GD
C
H
L
M
O
augmented
/ˌôɡˈmentəd/ = VERB: αυξάνω;
USER: επαυξημένης, επαυξημένη, πολυπληθέστερων, επαυξημένου, ενισχυένη
GT
GD
C
H
L
M
O
august
/ɔːˈɡʌst/ = ADJECTIVE: σεβάσμιος;
USER: Αύγουστος, Αυγ., Αύγ., Αύγουστο, Αυγ
GT
GD
C
H
L
M
O
author
/ˈɔː.θər/ = NOUN: συγγραφέας, πρωτουργός;
USER: συγγραφέας, Συντάκτης, συγγραφέα, Συντάχθηκε, Συντάχθηκε από
GT
GD
C
H
L
M
O
authored
/ˈôTHər/ = USER: Συγγραφέα, Authored,
GT
GD
C
H
L
M
O
autism
/ˈôˌtizəm/ = USER: αυτισμό, αυτισμού, αυτισμός, ο αυτισμός, τον αυτισμό,
GT
GD
C
H
L
M
O
automated
/ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποιημένη, αυτοματοποιημένο, αυτοματοποιημένες, αυτοματοποιημένα, αυτόματη
GT
GD
C
H
L
M
O
automatically
/ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως;
USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα
GT
GD
C
H
L
M
O
autonomous
/ɔːˈtɒn.ə.məs/ = ADJECTIVE: αυτονόμος;
USER: αυτόνομες, αυτόνομων, αυτόνομο, αυτόνομη, αυτόνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
avatars
/ˈæv.ə.tɑːr/ = USER: avatars, είδωλα, άβαταρ, αβατάρ, τα avatars
GT
GD
C
H
L
M
O
avid
/ˈæv.ɪd/ = ADJECTIVE: άπληστος;
USER: άπληστος, μανιώδεις, άπληστο, φανατικός, τους μανιώδεις
GT
GD
C
H
L
M
O
awakening
/əˈweɪ.kən.ɪŋ/ = NOUN: αφύπνιση;
USER: αφύπνιση, ξύπνημα, αφύπνισης, αφύπνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
award
/əˈwɔːd/ = NOUN: βραβείο, επιδίκαση;
VERB: απονέμω, επιδικάζω;
USER: βραβείο, ανάθεσης, ανάθεση, σύναψης, Συναφθείσα
GT
GD
C
H
L
M
O
awarded
/əˈwɔːd/ = VERB: απονέμω, επιδικάζω;
USER: απονεμηθεί, απονέμεται, χορηγούνται, απονεμήθηκε, ανατεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
awardee
GT
GD
C
H
L
M
O
awards
/əˈwɔːd/ = NOUN: βραβείο, επιδίκαση;
VERB: απονέμω, επιδικάζω;
USER: Βραβεία, τα βραβεία, Διακρίσεις, βραβείων, Choice Τα
GT
GD
C
H
L
M
O
b
= NOUN: σι;
USER: σι, β,
GT
GD
C
H
L
M
O
baby
/ˈbeɪ.bi/ = NOUN: μωρό, βρέφος, νήπιο;
USER: μωρό, βρέφος, μωρού, το μωρό, μωρών
GT
GD
C
H
L
M
O
back
/bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν;
NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος;
VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ;
USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
bad
/bæd/ = ADJECTIVE: κακός;
USER: κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα
GT
GD
C
H
L
M
O
balloons
/bəˈluːn/ = NOUN: μπαλόνι, αερόστατο;
USER: μπαλόνια, αερόστατα, Balloons, μπαλονιών, τα μπαλόνια
GT
GD
C
H
L
M
O
band
/bænd/ = NOUN: ζώνη, μπάντα, ταινία, ορχήστρα, δεσμός, όμιλος;
VERB: συνενώ, συγκεντρώνω;
USER: μπάντα, ζώνη, ταινία, συγκρότημα, ζώνης
GT
GD
C
H
L
M
O
bar
/bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο;
VERB: κωλύω, αποθαρρύνω;
USER: μπαρ, ράβδος, μπάρα, Bar, γραμμή
GT
GD
C
H
L
M
O
baroque
/bəˈrɒk/ = NOUN: μπαρόκ;
ADJECTIVE: μπαρόκ τεχνοτροπίας;
USER: μπαρόκ, Baroque
GT
GD
C
H
L
M
O
barrel
/ˈbær.əl/ = NOUN: βαρέλι, κύλινδρος, βυτίο, υδροθάλαμος, σωλήνας όπλου, κύλινδρος αντλίας, σφόνδυλος κιόνα;
USER: βαρέλι, κυλίνδρου, βαρελιού, κάννη, κύλινδρο
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
basic
/ˈbeɪ.sɪk/ = ADJECTIVE: βασικός, θεμελιώδης;
USER: βασικός, βασικές, βασικού, βασική, βασικών
GT
GD
C
H
L
M
O
basis
/ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή;
USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση
GT
GD
C
H
L
M
O
bath
/bɑːθ/ = NOUN: λούτρο, λούσιμο;
USER: λουτρό, μπάνιο, μπανιέρα, bath, μπάνιου
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
beach
/biːtʃ/ = NOUN: παραλία, αμμουδιά, ακρογιαλιά;
USER: παραλία, Beach, παραλίας, θάλασσα, στην παραλία
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
begins
/bɪˈɡɪn/ = VERB: αρχίζω;
USER: αρχίζει, ξεκινά, ξεκινάει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
behavior
/bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική;
USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των
GT
GD
C
H
L
M
O
beings
/ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση;
USER: όντα, όντων, πλάσματα, τα όντα, ανθρώπων
GT
GD
C
H
L
M
O
belt
/belt/ = NOUN: ζώνη, ιμάντας, ταινία, λουρί;
VERB: ζώνω, περιζώνω, δέρνω με λουρίδα;
USER: ζώνη, ιμάντας, ταινία, ιμάντα, ζώνης
GT
GD
C
H
L
M
O
beneficial
/ˌben.ɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: ευεργετικός;
USER: ευεργετικός, ευεργετική, επωφελής, ευεργετικές, ευεργετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
bergs
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
beta
/ˈbiː.tə/ = NOUN: βήτα;
USER: βήτα, β, beta, βητα
GT
GD
C
H
L
M
O
biennial
/baɪˈen.i.əl/ = ADJECTIVE: διετής;
USER: διετής, διετή, ανά διετία, διετούς, διετείς
GT
GD
C
H
L
M
O
big
/bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός;
USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
bill
/bɪl/ = NOUN: νομοσχέδιο, λογαριασμός, τιμολόγιο, χαρτονόμισμα, γραμμάτιο, πρόγραμμα, ράμφος πτηνού, επίσημο έγγραφο, μεσαιωνικό δόρυ με λόγχη και πελέκι;
VERB: τοιχοκολλώ διαφημιστικές αφίσες, στέλνω λογαριασμό;
USER: νομοσχέδιο, λογαριασμός, λογαριασμό, λογαριασμού, νομοσχεδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
bio
/baɪ.əʊ-/ = USER: βιο, bio, Βιογραφικό, βιολογικά, βιολογικών
GT
GD
C
H
L
M
O
biologically
/ˌbaɪ.əˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = USER: βιολογικά, βιολογικώς, βιολογική, βιολογικής
GT
GD
C
H
L
M
O
biomedical
/ˌbīōˈmedikəl/ = USER: βιοϊατρική, βιοϊατρικής, βιοϊατρικές, βιοϊατρικών, βιοϊατρικό
GT
GD
C
H
L
M
O
blender
/ˈblen.dər/ = NOUN: μίξερ, αναδευτήρας;
USER: μίξερ, μπλέντερ, αναμικτήρα, αναμείκτη, blender
GT
GD
C
H
L
M
O
board
/bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου;
VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω;
USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους
GT
GD
C
H
L
M
O
bodies
/ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα;
USER: φορείς, οργανισμούς, φορέων, όργανα, σώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
body
/ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα;
USER: σώμα, σώματος, το σώμα, οργανισμό, οργανισμός, οργανισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
bond
/bɒnd/ = NOUN: δεσμός, ομολογία, εγγυητής;
VERB: θέτω υπό εγγύηση, υποθηκεύω;
USER: δεσμός, ομολογία, ομολόγων, δεσμό, δεσμού
GT
GD
C
H
L
M
O
book
/bʊk/ = NOUN: βιβλίο;
VERB: εγγράφω;
USER: βιβλίο, Κάντε κράτηση, βιβλίου, το βιβλίο, κλείσετε, κλείσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
books
/bʊk/ = NOUN: βιβλίο;
VERB: εγγράφω;
USER: βιβλία, τα βιβλία, βιβλίων, books, βιβλία που, βιβλία που
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
boy
/bɔɪ/ = NOUN: αγόρι, παιδί;
USER: αγόρι, παιδί, αγοριού, αγόρι που, boy
GT
GD
C
H
L
M
O
boys
/bɔɪ/ = NOUN: αγόρι, παιδί;
USER: αγόρια, τα αγόρια, boys, αγοριών, παιδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
brain
/breɪn/ = NOUN: εγκέφαλος, μυαλό;
USER: εγκέφαλος, μυαλό, εγκεφάλου, εγκέφαλο, του εγκεφάλου
GT
GD
C
H
L
M
O
branch
/brɑːntʃ/ = NOUN: υποκατάστημα, διακλάδωση, κλάδος;
VERB: διακλαδώ, διακλαδούμαι;
USER: υποκατάστημα, κλάδος, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
GT
GD
C
H
L
M
O
breaks
/breɪk/ = NOUN: διακοπή, θραύση, διάσπαση;
VERB: σπάζω, παραβιάζω, δαμάζω, ρηγνύω, θραύω;
USER: διαλείμματα, διακοπές, τα διαλείμματα, διαλειμμάτων, διαμερίσματα
GT
GD
C
H
L
M
O
bridge
/brɪdʒ/ = NOUN: γέφυρα, γεφύρωμα;
VERB: γεφυρώνω;
USER: γέφυρα, Bridge, γέφυρας, γέφυρα του, γεφύρι
GT
GD
C
H
L
M
O
bringing
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρνοντας, άσκηση, φέρει, να φέρει, φέρνει
GT
GD
C
H
L
M
O
brings
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρνει, φέρνει την, προσφέρει, φέρει, επιφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
broadcasting
/ˈbrɔːd.kɑːst/ = ADJECTIVE: ραδιοφωνικός;
USER: μετάδοση, ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης, ραδιοτηλεοπτικών, μετάδοσης, ραδιοτηλεόρασης
GT
GD
C
H
L
M
O
bronze
/brɒnz/ = NOUN: μπρούντζος;
VERB: επικαλύπτω με μπρούντζο;
USER: μπρούντζος, χάλκινο, χάλκινα, μπρούντζο, χαλκού
GT
GD
C
H
L
M
O
brookings
= USER: Brookings, Μπρούκινγκς
GT
GD
C
H
L
M
O
brown
/braʊn/ = ADJECTIVE: καστανός, φαιός, καφές, μελαμψός;
NOUN: καστανόχρους;
USER: καφέ, καστανό, brown, καστανά, καφετιά
GT
GD
C
H
L
M
O
buenos
= USER: buenos, Μπουένος, προορισμό Μπουένος, το Μπουένος
GT
GD
C
H
L
M
O
build
/bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω;
USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
building
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
built
/ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το;
USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
bulletin
/ˈbʊl.ə.tɪn/ = NOUN: δελτίο;
USER: δελτίο, ΔΕΛΤΙΟ, ανακοινώσεων, Bulletin, ενημερωτικό δελτίο
GT
GD
C
H
L
M
O
busan
= USER: Busan, Μπουσάν, του Busan, στη Busan,
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
c
/ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: ντο, γ,
GT
GD
C
H
L
M
O
cabala
= USER: cabala, καμπάλα, την καμπάλα,
GT
GD
C
H
L
M
O
calc
= USER: calc, υπολ, υπολογ, αλάτων, υπολογισθέν
GT
GD
C
H
L
M
O
calculus
/ˈkæl.kjʊ.ləs/ = NOUN: λογισμός, λιθίαση, διαφορικός λογισμός;
USER: λογισμός, λογισμού, λογισμό, πέτρας, του λογισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
called
/kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
caltech
= USER: Caltech, του Caltech, Κάλτεκ, το Caltech
GT
GD
C
H
L
M
O
camera
/ˈkæm.rə/ = NOUN: κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή;
USER: κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή, κάμερας, φωτογραφικής μηχανής
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
cancelled
/ˈkæn.səl/ = ADJECTIVE: ακυρώθηκε;
USER: ακυρώθηκε, ακυρώσεις, ακυρωθεί, Για ακυρώσεις, ακυρώνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
capabilities
/ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα;
USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
capable
/ˈkeɪ.pə.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, άξιος, επιδεκτικός;
USER: ικανός, ικανή, ικανό, θέση να, σε θέση να
GT
GD
C
H
L
M
O
care
/keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα;
VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
career
/kəˈrɪər/ = NOUN: καριέρα, σταδιοδρομία, επάγγελμα, τρέξιμο, στάδιο;
USER: καριέρα, σταδιοδρομία, σταδιοδρομίας, καριέρας, την καριέρα, την καριέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
carpenter
/ˈkɑː.pɪn.tər/ = NOUN: ξυλουργός, μαραγκός;
USER: ξυλουργός, μαραγκός, Carpenter, ξυλουργού, ξυλουργό
GT
GD
C
H
L
M
O
cartoon
/kɑːˈtuːn/ = NOUN: γελοιογραφία, κινούμενα σχέδια, σκίτσο;
VERB: γελοιογραφώ;
USER: γελοιογραφία, κινούμενα σχέδια, σκίτσο, κινουμένων σχεδίων, καρτούν
GT
GD
C
H
L
M
O
case
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
cashflow
/ˈkæʃ ˌfləʊ/ = USER: ταμειακές ροές, ταμειακών ροών, Cashflow, ταμειακή ροή, η ταμειακή ροή,
GT
GD
C
H
L
M
O
casino
/kəˈsiː.nəʊ/ = NOUN: καζίνο, λέσχη, κοντσίνα;
USER: καζίνο, λέσχη, Casino, χαρτοπαικτική λέσχη, χαρτοπαικτικών λεσχών
GT
GD
C
H
L
M
O
casinos
/kəˈsiː.nəʊ/ = NOUN: καζίνο, λέσχη, κοντσίνα;
USER: καζίνο, χαρτοπαικτικές λέσχες, καζίνα, καζίνων, λέσχες
GT
GD
C
H
L
M
O
casting
/kast/ = NOUN: χύσιμο, αντίτυπο;
USER: χύσιμο, χύτευση, χύτευσης, χυτεύσεως, casting
GT
GD
C
H
L
M
O
catalogues
/ˈkæt.əl.ɒɡ/ = NOUN: κατάλογος;
USER: καταλόγους, κατάλογοι, καταλόγων, τους καταλόγους
GT
GD
C
H
L
M
O
cause
/kɔːz/ = NOUN: αιτία, αίτιο, λόγος, αφορμή, υπόθεση, πρόξενος, σκοπός;
VERB: προκαλώ, γίνομαι αιτία, προξενώ;
USER: αιτία, προκαλέσει, να προκαλέσει, προκαλέσουν, προκαλούν
GT
GD
C
H
L
M
O
cave
/keɪv/ = NOUN: σπήλαιο, σπηλιά;
VERB: βυθίζομαι, κοιλαίνω, υποκύπτω;
USER: σπήλαιο, σπηλιά, σπηλαίου, σπηλιάς, σπηλαίων
GT
GD
C
H
L
M
O
center
/ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο;
VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω;
USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο
GT
GD
C
H
L
M
O
centers
/ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο;
USER: κέντρα, κέντρων, τα κέντρα, κέντρο
GT
GD
C
H
L
M
O
centre
/ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο, κέντρο, κέντρο;
VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω;
USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο
GT
GD
C
H
L
M
O
centro
= USER: Centro, Σέντρο, Το Centro, ομάδα centro,
GT
GD
C
H
L
M
O
century
/ˈsen.tʃər.i/ = NOUN: αιώνας, εκατονταετία, εκατονταετηρίδα;
USER: αιώνας, αιώνα, αι, αιώνα και, αιώνα και
GT
GD
C
H
L
M
O
ceo
/ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων
GT
GD
C
H
L
M
O
ces
/ˈsɜː.vɪks/ = USER: ces, CES που, ΟΚΕ, ΚΟΧ, έκθεση CES,
GT
GD
C
H
L
M
O
chair
/tʃeər/ = NOUN: καρέκλα, έδρα;
VERB: προεδρεύω;
USER: καρέκλα, προεδρία, πρόεδρος, προέδρου, προεδρία του, προεδρία του
GT
GD
C
H
L
M
O
challenge
/ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού;
VERB: προκαλώ;
USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
chamber
/ˈtʃeɪm.bər/ = NOUN: θάλαμος, επιμελητήριο, δωμάτιο, δώμα, κοιτώνας;
USER: θάλαμος, επιμελητήριο, τμήμα, θάλαμο, θαλάμου
GT
GD
C
H
L
M
O
chancellors
/ˈCHans(ə)lər/ = NOUN: καγκελάριος, πρύτανης, πρωτοσύγκελος, αρχιγραμματέας;
USER: πρυτάνεις, Chancellors, καγκελλάριοι, Καγκελάριοι, καγκελάριους
GT
GD
C
H
L
M
O
chapter
/ˈtʃæp.tər/ = NOUN: κεφάλαιο, τμήμα, κεφάλαιο βιβλίου;
USER: κεφάλαιο, κεφαλαίου, γλώσσα Κεφάλαιο, το κεφάλαιο, κεφάλαιο αυτό
GT
GD
C
H
L
M
O
chapters
/ˈtʃæp.tər/ = NOUN: κεφάλαιο, τμήμα, κεφάλαιο βιβλίου;
USER: κεφάλαια, κεφαλαίων, τα κεφάλαια, κεφάλαια που
GT
GD
C
H
L
M
O
character
/ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος;
USER: χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
characters
/ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος;
USER: χαρακτήρες, χαρακτήρων, τους χαρακτήρες, χαρακτήρες που
GT
GD
C
H
L
M
O
chase
/tʃeɪs/ = NOUN: καταδίωξη, κυνηγητό, κυνήγι, γλυφή;
VERB: κυνηγώ, καταδιώκω, διώκω, τρέχω από πίσω, λαξεύω, σκαλίζω;
USER: κυνηγητό, καταδίωξη, κυνήγι, Chase, κυνηγήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
chief
/tʃiːf/ = NOUN: αρχηγός, σεφ, πρωτεύων;
ADJECTIVE: κύριος, προϊστάμενος, πρώτιστος;
USER: αρχηγός, προϊστάμενος, κύριος, επικεφαλής, διευθύνων
GT
GD
C
H
L
M
O
childhood
/ˈtʃaɪld.hʊd/ = NOUN: παιδική ηλικία;
USER: παιδική ηλικία, παιδικής ηλικίας, παιδική, την παιδική ηλικία, παιδικής
GT
GD
C
H
L
M
O
children
/ˈtʃɪl.drən/ = NOUN: παιδιά;
USER: παιδιά, παιδιών, τα παιδιά, των παιδιών, των παιδιών
GT
GD
C
H
L
M
O
chinese
/ˈtʃaɪ.nə/ = NOUN: κινέζικα, Κινέζος;
ADJECTIVE: κινέζικος, σινικός;
USER: κινέζικα, Κινέζος, κινέζικο, κινεζική, chinese
GT
GD
C
H
L
M
O
christian
/ˈkrɪs.tʃən/ = NOUN: Χριστιανός;
ADJECTIVE: χριστιανικός;
USER: Χριστιανός, Christian, χριστιανική, χριστιανικό, χριστιανικής
GT
GD
C
H
L
M
O
cinematic
/sɪ.nəˈmæt.ɪk/ = ADJECTIVE: κινηματικός;
USER: κινηματογραφική, cinematic, κινηματογραφικό, κινηματογραφικά, κινηματογραφικής
GT
GD
C
H
L
M
O
city
/ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ;
USER: πόλη, πόλης, της πόλης, Σίτι, Πόλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
class
/klɑːs/ = NOUN: κατηγορία, τάξη, κλάση, θέση;
VERB: ταξινομώ, κατατάσσω;
USER: κατηγορία, τάξη, κλάση, κατηγορίας, τάξης, τάξης
GT
GD
C
H
L
M
O
classes
/klas/ = NOUN: κατηγορία, τάξη, κλάση, θέση;
VERB: ταξινομώ, κατατάσσω;
USER: κατηγορίες, τάξεις, μαθήματα, κλάσεις, τάξεων, τάξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
classical
/ˈklæs.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κλασσικός;
USER: κλασσικός, κλασικής, κλασική, κλασικό, κλασσική
GT
GD
C
H
L
M
O
clay
/kleɪ/ = NOUN: πηλός, άργιλος, λάσπη;
ADJECTIVE: άργιλος, πήλινος;
USER: πηλός, άργιλος, πηλό, άργιλο, αργίλου, αργίλου
GT
GD
C
H
L
M
O
clients
/ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, πελατών, τους πελάτες, στους πελάτες, οι πελάτες
GT
GD
C
H
L
M
O
climax
/ˈklaɪ.mæks/ = NOUN: αποκορύφωμα, κορύφωση, οργασμός, κορυφή, ανώτατο σημείο, ύψιστος βαθμός, βαθμιαία αποκορύφωση;
VERB: κορυφούμαι, κορυφώ;
USER: κορύφωση, αποκορύφωμα, αποκορύφωμά, κορυφώνονται, στο αποκορύφωμά
GT
GD
C
H
L
M
O
clinical
/ˈklɪn.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κλινικός;
USER: κλινικός, κλινικές, κλινική, κλινικών, κλινικά
GT
GD
C
H
L
M
O
clinician
GT
GD
C
H
L
M
O
club
/klʌb/ = NOUN: λέσχη, κλαμπ, σύλλογος, όμιλος, ρόπαλο, σπαθί, μπαστούνι γκολφ;
VERB: χτυπώ με ρόπαλο;
USER: λέσχη, κλαμπ, σύλλογος, ομάδα, club
GT
GD
C
H
L
M
O
cm
= USER: cm, εκ., εκατοστά, εκατοστό, εκ
GT
GD
C
H
L
M
O
cnr
= USER: CNR, της CNR, η CNR, το CNR,
GT
GD
C
H
L
M
O
coauthor
/kəʊˈɔː.θər/ = USER: coauthor, συγγραφέας, συνσυγγραφέας, συγγράψει
GT
GD
C
H
L
M
O
code
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
VERB: κρυπτογραφώ;
USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
coded
/kəʊd.ɪd/ = VERB: κρυπτογραφώ;
USER: κωδικοποιούνται, κωδικοποιημένες, κωδικοποιημένα, κωδικοποιηθεί, κωδικοποιείται
GT
GD
C
H
L
M
O
cog
/kɒɡ/ = NOUN: οδούς τροχού, δόντι τροχού;
USER: δόντι τροχού, Cog, οδοντωτό, γρανάζι, οδοντωτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
cognition
/kɒɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: γνώση, νόηση, γνώσις;
USER: νόηση, γνώση, γνωστική λειτουργία, γνωστική, γνωστικής λειτουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
cognitive
/ˈkɒɡ.nɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: αντίληπτφς;
USER: γνωστική, γνωστικές, γνωστικών, γνωστικής, γνωστικό
GT
GD
C
H
L
M
O
cognitively
= USER: γνωστικά, νοητικά, διανοητικά, με γνωστικά, των διανοητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
cognizance
/ˈkɒɡ.nɪ.zəns/ = NOUN: γνώση, αρμοδιότητα, δικαιοδοσία, ενημερότης, ενημερότητα;
USER: γνώση, επιληφθεί, εκδικάσει, γνώσεως, λάβει γνώση
GT
GD
C
H
L
M
O
collaborate
/kəˈlæb.ə.reɪt/ = VERB: συνεργάζομαι, συνεργώ;
USER: συνεργάζομαι, συνεργάζονται, συνεργαστούν, συνεργάζεται, συνεργαστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
collaborated
/kəˈlæb.ə.reɪt/ = VERB: συνεργάζομαι, συνεργώ;
USER: συνεργάστηκε, συνεργάστηκαν, συνεργαστεί, συνεργάζεται, συνεργασθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
collaborates
/kəˈlabəˌrāt/ = VERB: συνεργώ, συνεργάζομαι;
USER: συνεργάζεται, οι συνεργάτες, συνεργάτες της,
GT
GD
C
H
L
M
O
collaborating
/kəˈlæb.ə.reɪt/ = VERB: συνεργάζομαι, συνεργώ;
USER: συνεργασία, συνεργαζόμενα, συνεργαζόμενων, συνεργαζόμενες, συνεργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
collaboration
/kəˌlæb.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, σύμπραξη;
USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, σύμπραξη
GT
GD
C
H
L
M
O
collaborative
/kəˈlabərətiv/ = USER: συνεργατική, συνεργατικά, συνεργατικής, συνεργασίας, συλλογική
GT
GD
C
H
L
M
O
college
/ˈkɒl.ɪdʒ/ = NOUN: κολλέγιο, σώμα, σύλλογος, λυκείο;
USER: κολέγιο, κολλέγιο, College, κολλεγίων, κολεγίου
GT
GD
C
H
L
M
O
com
/ˌdɒtˈkɒm/ = USER: com, gr Το, ΚΟΑ
GT
GD
C
H
L
M
O
come
/kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω;
ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός;
USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν
GT
GD
C
H
L
M
O
comedy
/ˈkɒm.ə.di/ = NOUN: κωμωδία;
USER: κωμωδία, Comedy, κωμωδίας, κωμωδία του, κωμική
GT
GD
C
H
L
M
O
comes
/kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
coming
/ˈkʌm.ɪŋ/ = NOUN: ερχομός, έλευση;
ADJECTIVE: ερχόμενος;
USER: έλευση, έρχονται, προέρχονται, έρχεται, που προέρχονται
GT
GD
C
H
L
M
O
commerce
/ˈkɒm.ɜːs/ = NOUN: εμπόριο;
USER: εμπόριο, Εμπορίου, Commerce, εμπορικά, το εμπόριο
GT
GD
C
H
L
M
O
commitment
/kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση;
USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή
GT
GD
C
H
L
M
O
committee
/kəˈmɪt.i/ = NOUN: επιτροπή;
USER: επιτροπή, επιτροπής, της επιτροπής, ΕΟΚΕ, ΟΚΕ
GT
GD
C
H
L
M
O
common
/ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος;
NOUN: βοσκότοπος;
USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
communities
/kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα;
USER: κοινότητες, κοινοτήτων, των κοινοτήτων, τις κοινότητες, κοινωνίες
GT
GD
C
H
L
M
O
community
/kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα;
USER: κοινότητα, Κοινότητας, κοινότητάς, της κοινότητάς, κοινότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
compassion
/kəmˈpæʃ.ən/ = NOUN: συμπόνια, ευσπλαχνία;
USER: συμπόνια, ευσπλαχνία, συμπόνιας, τη συμπόνια, συμπάθεια
GT
GD
C
H
L
M
O
compel
/kəmˈpel/ = VERB: υποχρεώνω, αναγκάζω, βιάζω, εξωθώ, καταναγκάζω;
USER: υποχρεώσει, υποχρεώνουν, αναγκάσει, υποχρεώσουν, εξαναγκάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
competition
/ˌkɒm.pəˈtɪʃ.ən/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνισμός, αγώνας, άμιλλα, αγώνισμα, συνάντηση;
USER: ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, τον ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
competitions
/ˌkɒm.pəˈtɪʃ.ən/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνισμός, αγώνας, άμιλλα, αγώνισμα, συνάντηση;
USER: διαγωνισμών, διαγωνισμοί, διαγωνισμούς, διοργανώσεις, αγώνες
GT
GD
C
H
L
M
O
competitors
/kəmˈpet.ɪ.tər/ = NOUN: ανταγωνιστής, αντίπαλος, συναγωνιζόμενος;
USER: ανταγωνιστές, ανταγωνιστών, ανταγωνιστές της, οι ανταγωνιστές, τους ανταγωνιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
complete
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός;
VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω;
USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
completing
/kəmˈpliːt/ = VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω;
USER: ολοκλήρωση, την ολοκλήρωση, συμπλήρωση, ολοκληρώνοντας, συμπληρώνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
complex
/ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ;
ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος;
USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες
GT
GD
C
H
L
M
O
complexes
/ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ;
USER: σύμπλοκα, συμπλέγματα, συγκροτήματα, συγκροτημάτων, συμπλοκών
GT
GD
C
H
L
M
O
composer
/kəmˈpəʊ.zər/ = NOUN: συνθέτης, μουσικοσυνθέτης, μελοποιός;
USER: συνθέτης, συνθέτη, Composer, Σύνθεση, μουσικοσυνθέτης
GT
GD
C
H
L
M
O
composite
/ˈkɒm.pə.zɪt/ = ADJECTIVE: σύνθετος, μικτός;
USER: σύνθετος, σύνθετο, σύνθετα, σύνθετου, σύνθετη
GT
GD
C
H
L
M
O
composition
/ART) / = NOUN: σύνθεση, σύσταση, συγκρότηση, στοιχειοθεσία, έκθεση;
USER: σύνθεση, σύσταση, σύνθεσης, συνθέσεως, σύνθεση που
GT
GD
C
H
L
M
O
computational
/kɒm.pjʊˈteɪ.ʃən.əl/ = USER: υπολογιστική, υπολογιστικές, υπολογιστικών, υπολογιστικά, Υπολογιστικής
GT
GD
C
H
L
M
O
computer
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
concept
/ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα;
USER: έννοια, ιδέα, έννοιας, αντίληψη, έννοια της
GT
GD
C
H
L
M
O
conceptual
/kənˈsep.tju.əl/ = NOUN: σχετικός με την σύλληψη ή αντίληψη;
USER: εννοιολογική, εννοιολογικής, εννοιολογικό, εννοιολογικές, εννοιολογικά
GT
GD
C
H
L
M
O
concrete
/ˈkɒŋ.kriːt/ = NOUN: σκυρόδεμα, τσιμέντο, μπετό;
ADJECTIVE: συγκεκριμένος, συμπαγής;
VERB: συμπηγνύω;
USER: σκυρόδεμα, τσιμέντο, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
conducting
/kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω;
USER: διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διενέργεια, τη διενέργεια
GT
GD
C
H
L
M
O
conf
/ˈkəʊ.ni/ = USER: conf, Συνδ, Διασκ, συνδιάσκεψης,
GT
GD
C
H
L
M
O
conference
/ˈkɒn.fər.əns/ = NOUN: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, σύσκεψη;
USER: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, συνέδριο, συνέντευξη, διάσκεψης
GT
GD
C
H
L
M
O
conferences
/ˈkɒn.fər.əns/ = NOUN: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, σύσκεψη;
USER: συνέδρια, διασκέψεις, συνεδρίων, διασκέψεων, συνεντεύξεις
GT
GD
C
H
L
M
O
congressional
/kəŋˈɡreʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: βουλευτικός, του κογκρέσσου;
USER: βουλευτικός, Κογκρέσου, του Κογκρέσου, Κογκρέσο, το Κογκρέσο
GT
GD
C
H
L
M
O
conscious
/ˈkɒn.ʃəs/ = ADJECTIVE: συνειδητός, ενσυνείδητος, γνωρίζων, συναισθανόμενος, όποιος έχει επίγνωση, συνειδώς;
USER: συνειδητός, συνειδητή, συνείδηση, συνειδητό, επίγνωση
GT
GD
C
H
L
M
O
consortium
/kənˈsɔː.ti.əm/ = NOUN: κονσόρτσιουμ, ομάδα τράπεζων για οικονομική ενίσχυση έθνους;
USER: κονσόρτσιουμ, κοινοπραξία, κοινοπραξίας, consortium, όμιλο
GT
GD
C
H
L
M
O
constituent
/kənˈstiCHo͞oənt/ = NOUN: ψηφοφόρος, συστατικό μέρος, εκλογέας, εκλογεύς;
ADJECTIVE: συστατικός, συντακτικός, συνταγματικός;
USER: συστατικό, στοιχείου, συστατικού, συστατικά, συστατικών
GT
GD
C
H
L
M
O
constructed
/kənˈstrʌkt/ = VERB: κατασκευάζω, φτιάχνω, κτίζω, οικοδομώ, χτίζω;
USER: κατασκευαστεί, κατασκευασμένο, κατασκευασμένη, κατασκευάστηκε, κατασκευασμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
construction
/kənˈstrʌk.ʃən/ = NOUN: κατασκευή, δομή, οικοδομή, ερμηνεία, κτίριο, κατασκεύασμα, έννοια, κτίση, σύνταξη γραμματική;
USER: κατασκευή, κατασκευής, την κατασκευή, κατασκευών, κατασκευές
GT
GD
C
H
L
M
O
consulate
/ˈkɒn.sjʊ.lət/ = NOUN: προξενείο;
USER: προξενείο, Προξενείου, το προξενείο, προξενείο της, προξενική
GT
GD
C
H
L
M
O
consumer
/kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής;
USER: καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
contends
/kənˈtend/ = VERB: υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, αγωνίζομαι, αντιμάχομαι, διαφιλονικώ, μάχομαι, πολεμώ;
USER: υποστηρίζει, ισχυρίζεται, φρονεί, ζητεί από, ζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
continues
/kənˈtɪn.juː/ = USER: συνεχίζεται, συνεχίζει, εξακολουθεί, συνεχίσει, συνεχιστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
contract
/ˈkɒn.trækt/ = NOUN: σύμβαση, συμβόλαιο, συμφωνητικό;
VERB: αναλαμβάνω, συστέλλομαι, συνάπτω, συστέλλω, ζαρώνω, στενεύω, συμβάλλομαι, συναιρούμαι, παίρνω, κολλώ, κάνω συμβόλαι;
USER: σύμβαση, συμβόλαιο, σύμβασης, συμβάσεως, της σύμβασης
GT
GD
C
H
L
M
O
contracted
/kənˈtrækt/ = ADJECTIVE: συνεσταλμένος;
USER: συμβάσεις, σύμβαση, συνήψε, συνάψει, συναφθεί, συναφθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
contracting
/kənˈtrækt/ = ADJECTIVE: συμβαλλόμενος;
USER: αναθέτουσες, αναθέτουσα, οι αναθέτουσες, αναθέτουσας, συμβαλλόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
contracts
/ˈkɒn.trækt/ = NOUN: σύμβαση, συμβόλαιο, συμφωνητικό;
USER: συμβάσεις, συμβάσεων, συμβόλαια, τις συμβάσεις, οι συμβάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
contributions
/ˌkɒn.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεργασία, άρθρο;
USER: συνεισφορές, εισφορές, εισφορών, συνεισφορών, των εισφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
control
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
converging
/kənˈvɜːdʒ/ = VERB: συγκλίνω, συγκεντρούμαι;
USER: συγκλίνουσες, συγκλίνουν, συγκλίνει, συγκλίνουσα, συγκλίνοντα
GT
GD
C
H
L
M
O
conversation
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
conversational
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: ομιλητικός, καθομιλούμενος, ομιλούμενος;
USER: ομιλητικός, συνομιλητικό, συνομιλίας, συνομιλητική, συνδιάλεξης
GT
GD
C
H
L
M
O
conversations
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλίες, συζητήσεις, συνομιλιών, τις συνομιλίες, συζητήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
converse
/ˈkɒn.vɜːs/ = NOUN: αντίστροφο, αντίθετο, ομιλία, αντίστροφος;
VERB: συνομιλώ, συνδιαλέγομαι;
ADJECTIVE: αντίστροφος;
USER: αντίστροφο, συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, αντίθετο, συνομιλούν
GT
GD
C
H
L
M
O
coolest
/kuːl/ = USER: πιο cool, πιο δροσερό
GT
GD
C
H
L
M
O
cooperative
/kəʊˈɒp.ər.ə.tɪv/ = NOUN: συνεργατική;
ADJECTIVE: συνεργάσιμος, συνεργατικός, συνεργαζόμενος;
USER: συνεργατική, συνεργασίας, συνεταιριστικές, συνεταιρισμού, συνεταιριστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
corporation
/ˌkɔː.pərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εταιρεία, σωματείο, νομικό πρόσωπο, συντεχνία, μετοχική εταιρεία, δημοτικό συμβούλιο, σωματείο νομικώς ανεγνωρισμένο, ανώνυμος εταιρεία;
USER: εταιρεία, Corporation, εταιριών, εταιρειών, των εταιριών
GT
GD
C
H
L
M
O
cosmological
/ˌkɒz.məˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κοσμολογικός;
USER: κοσμολογικός, κοσμολογική, κοσμολογικές, κοσμολογικής, κοσμολογικό
GT
GD
C
H
L
M
O
costumes
/ˈkɒs.tjuːm/ = NOUN: ενδυμασία, στολή, μαγιό, ταγέρ;
USER: κοστούμια, φορεσιές, ενδυμασίες, στολές, τα κοστούμια
GT
GD
C
H
L
M
O
counter
/ˈkaʊn.tər/ = NOUN: γκισέ, μετρητής, απαριθμητής, πάγκος, τράπεζα καταστήματος, μάρκα χαρτοπαιξία;
USER: αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίσει, καταπολέμηση, αντιμετωπίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
course
/kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό;
VERB: τρέχω, κυνηγώ;
USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
courses
/kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό;
USER: μαθήματα, μαθημάτων, τα μαθήματα, γήπεδα, προγράμματα
GT
GD
C
H
L
M
O
coursework
/ˈkɔːs.wɜːk/ = USER: μαθημάτων, μαθήματα, παρακολούθηση μαθημάτων, παρακολούθησης μαθημάτων, coursework
GT
GD
C
H
L
M
O
cover
/ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη;
VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ;
USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
crate
/kreɪt/ = NOUN: σακαράκα, κοφίνι, κάλαθος, σκελετός για πακετάρισμα, κιβώτιο για πακετάρισμα;
VERB: πακετάρω;
USER: σακαράκα, κλουβί, κιβώτιο, καφάσι, καφασιού
GT
GD
C
H
L
M
O
crc
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
created
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε
GT
GD
C
H
L
M
O
creating
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
creative
/kriˈeɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: δημιουργικός;
NOUN: δημιουργός;
USER: δημιουργικός, δημιουργική, δημιουργικό, δημιουργικές, δημιουργικών
GT
GD
C
H
L
M
O
creativity
/kriˈeɪ.tɪv/ = USER: δημιουργικότητα, δημιουργικότητας, τη δημιουργικότητα, η δημιουργικότητα, δημιουργικότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
creatures
/ˈkriː.tʃər/ = NOUN: πλάσμα, δημιούργημα, ζώο, ο;
USER: πλάσματα, τα πλάσματα, πλασμάτων, πλάσματα του, πλάσματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
crew
/kruː/ = NOUN: πλήρωμα, όμιλος;
USER: πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, πληρωμάτων, το πλήρωμα
GT
GD
C
H
L
M
O
critic
/ˈkrɪt.ɪk/ = NOUN: κριτήριο;
USER: κριτικός, επικριτής, κριτικό, κριτικού, ο κριτικός
GT
GD
C
H
L
M
O
crocodiles
/krɒk/ = USER: κροκόδειλοι, κροκόδειλους, οι κροκόδειλοι, κροκοδείλους, κροκοδείλων,
GT
GD
C
H
L
M
O
cross
/krɒs/ = NOUN: σταυρός, διασταύρωση;
ADJECTIVE: διαγώνιος, διασταυρωμένος, δύστροπος, ενάντιος, σκυθρωπός, σταυρωτός;
VERB: διασχίζω, περνώ, σταυρώνω, διασταυρώνω, εμποδίζω, περνώ απέναντι;
USER: σταυρός, διασταύρωση, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
cs
/ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: cs, ΑΧ, θμ,
GT
GD
C
H
L
M
O
cto
= USER: cto, ΚΟΤ,
GT
GD
C
H
L
M
O
culminating
/ˈkəlməˌnāt/ = VERB: αποκορυφώνομαι, μεσουρανώ;
USER: αποκορύφωμα, με αποκορύφωμα, πιστοποιείται, που πιστοποιείται, καταλήγοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
culmination
/ˈkʌl.mɪ.neɪt/ = NOUN: αποκορύφωμα, μεσουράνημα;
USER: αποκορύφωμα, κορύφωση, κατάληξη, επιστέγασμα, αποκορύφωση
GT
GD
C
H
L
M
O
currently
/ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή;
USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος
GT
GD
C
H
L
M
O
curricula
/kəˈrikyələm/ = NOUN: διδακτέα ύλη, πρόγραμμα μαθημάτων, σειρά μαθημάτων, σειρά σπουδών;
USER: προγράμματα σπουδών, προγραμμάτων σπουδών, τα προγράμματα σπουδών, σπουδών, προγράμματα"
GT
GD
C
H
L
M
O
curriculum
/kəˈrɪk.jʊ.ləm/ = NOUN: διδακτέα ύλη, πρόγραμμα μαθημάτων, σειρά μαθημάτων, σειρά σπουδών;
USER: διδακτέα ύλη, πρόγραμμα μαθημάτων, πρόγραμμα σπουδών, προγράμματος σπουδών, σπουδών
GT
GD
C
H
L
M
O
custom
/ˈkʌs.təm/ = NOUN: έθιμο, συνήθεια, έθος;
USER: έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
cuts
/kʌt/ = NOUN: τομή, κόψιμο, ελάττωση, μερίδιο, χαρακιά;
VERB: κόβω, τέμνω, χαράσσω, κόπτω;
USER: περικοπές, τεμάχια, μειώσεις, περικοπών, κοψίματα
GT
GD
C
H
L
M
O
d
/əd/ = NOUN: ρε;
USER: δ, d, Α, ϋ, ά
GT
GD
C
H
L
M
O
dam
/dæm/ = NOUN: φράγμα, δεξαμενή, υδροφράκτης, μητέρα ζώου, μητέρα τετραπόδου ζώου, υδρόφραγμα, υδροφράχτης;
VERB: φράσσω, φράσσω ύδατα, κατασκευάζω φράγμα;
USER: φράγμα, φράγματος, του φράγματος, φραγμάτων, μητέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
dance
/dɑːns/ = NOUN: χορός;
VERB: χορεύω, χοροπηδώ;
USER: χορεύουν, χορό, χορεύει, χορός, χορέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
dark
/dɑːk/ = NOUN: σκοτάδι, σκότος;
ADJECTIVE: σκοτεινός, σκούρος, μελαχροινός, μαυριδερός, μελαψός;
USER: σκοτάδι, σκοτεινός, σκούρο, σκοτεινό, σκοτεινή
GT
GD
C
H
L
M
O
dartmouth
= USER: Ντάρτμουθ, Dartmouth, Χάλιφαξ, προορισμό Ντάρτμουθ
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
dated
/ˈdeɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: χρονολογημένος, παλιός, παλαιός;
USER: με ημερομηνία, ημερομηνία, της, ημερομηνίας, χρονολογείται
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
daze
/deɪz/ = NOUN: σάστισμα;
VERB: ζαλίζω, καταπλήσσω, αποσβολώνω;
USER: σάστισμα, ζαλίζω, ζάλη, παραζάλη, daze
GT
GD
C
H
L
M
O
de
GT
GD
C
H
L
M
O
dealt
/delt/ = VERB: μοιράζω, καταφέρω, μεταχειρίζομαι;
USER: αντιμετωπίζεται, αντιμετωπίζονται, εξετάζονται, αντιμετωπιστεί, ασχολήθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
dean
/diːn/ = NOUN: κοσμήτορας, πρύτανης, αρχιμανδρίτης, διευθυντής;
USER: πρύτανης, κοσμήτορας, Dean, κοσμήτορα, πρύτανη
GT
GD
C
H
L
M
O
decades
/ˈdek.eɪd/ = NOUN: δεκαετία, δεκάδα;
USER: δεκαετίες, εδώ και δεκαετίες, δεκαετιών, και δεκαετίες
GT
GD
C
H
L
M
O
december
/dɪˈsem.bər/ = NOUN: Δεκέμβριος;
USER: Δεκέμβριος, Δεκ., Δεκέμβρης, Δεκέμβριο, Δεκ
GT
GD
C
H
L
M
O
decision
/dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση;
USER: απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, αποφάσεων, απόφασή
GT
GD
C
H
L
M
O
dedicated
/ˈded.ɪ.keɪ.tɪd/ = VERB: αφιερώνω, εγκαινιάζω;
USER: αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερωμένος, αφιερώνεται, αφιερωμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
deep
/diːp/ = ADJECTIVE: βαθύς;
USER: βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
GT
GD
C
H
L
M
O
delight
/dɪˈlaɪt/ = NOUN: απόλαυση, χαρά, τέρψη, μεγάλη ευχαρίστηση, ηδονή;
VERB: χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ηδονίζομαι;
USER: απόλαυση, χαρά, τέρψη, ευχαριστήσει, ενθουσιάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
deliver
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
NOUN: διανομέας, λυτρότητα;
USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
delivered
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
USER: διατυπώθηκε, παραδίδονται, παραδοθεί, παραδίδεται, παραδόθηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstrated
/ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη;
USER: κατέδειξε, αποδεικνύεται, αποδειχθεί, έδειξε, απέδειξε
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstration
/ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο;
USER: επίδειξη, διαδήλωση, επίδειξης, της επίδειξης, την επίδειξη
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstrations
/ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο;
USER: διαδηλώσεις, επιδείξεις, διαδηλώσεων, τις διαδηλώσεις, επιδείξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
demos
/ˈdem.əʊ/ = NOUN: διαδήλωση;
USER: demos, επιδείξεις, δήμος, δήμο, δήμου
GT
GD
C
H
L
M
O
denver
/dɪˌnʌn.siˈeɪ.ʃən/ = USER: Ντένβερ, Denver, τοποθεσία Ντένβερ
GT
GD
C
H
L
M
O
department
/dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος;
USER: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, Τμήματος, Department
GT
GD
C
H
L
M
O
deploy
/dɪˈplɔɪ/ = VERB: παρατάσσω, αναπτύσσω;
USER: ανάπτυξη, αναπτύξετε, την ανάπτυξη, αναπτύξει, αναπτύσσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
deployed
/dɪˈplɔɪ/ = VERB: παρατάσσω, αναπτύσσω;
USER: αναπτυχθεί, αναπτύσσονται, έχουν αναπτυχθεί, αναπτύσσεται, αναπτυχθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
dept
= USER: dept, Τμήμα, Τμήματος, Τμ"
GT
GD
C
H
L
M
O
described
/dɪˈskraɪb/ = VERB: περιγράφω, χαρακτηρίζω;
USER: περιγράφεται, περιγράφονται, περιγράφηκε, περιγραφεί, που περιγράφονται, που περιγράφονται
GT
GD
C
H
L
M
O
design
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
GT
GD
C
H
L
M
O
designated
/ˈdezigˌnāt/ = VERB: ορίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, διορίζω;
USER: ορισθεί, οριστεί, έχει οριστεί, ορίζεται, ορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
designation
/ˌdez.ɪɡˈneɪ.ʃən/ = NOUN: ονομασία, προσδιορισμός, περιγραφή, διορισμός;
USER: ονομασία, προσδιορισμός, περιγραφή, διορισμός, ονομασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
designed
/dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω;
USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
designer
/dɪˈzaɪ.nər/ = NOUN: σχεδιαστής;
USER: σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, ντιζάιν
GT
GD
C
H
L
M
O
designing
/dɪˈzaɪ.nɪŋ/ = NOUN: σχέδιο, σχεδίασμα;
ADJECTIVE: υστερόβουλος, πανούργος, δολόπλοκος, ραδιούργος;
USER: σχεδιασμό, το σχεδιασμό, σχεδίαση, τον σχεδιασμό, σχεδιάζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
designs
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
USER: σχέδια, τα σχέδια, σχεδίων, σχεδιάζει, σχέδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
desire
/dɪˈzaɪər/ = VERB: επιθυμία, επιθυμώ, ποθώ, λιμπίζομαι, λαχταρώ;
NOUN: πόθος, λαχτάρα;
USER: επιθυμία, την επιθυμία, επιθυμίας, βούληση, η επιθυμία
GT
GD
C
H
L
M
O
develop
/dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω;
USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει
GT
GD
C
H
L
M
O
developed
/dɪˈvel.əpt/ = ADJECTIVE: αναπτηγμένος;
USER: αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, ανεπτυγμένες, αναπτυγμένες, αναπτυγμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
developing
/dɪˈvel.ə.pɪŋ/ = ADJECTIVE: υπανάπτυκτος;
USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτυσσόμενων, αναπτυσσόμενες, ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
development
/dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση;
USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
device
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
devices
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
devolves
/dɪˈvɒlv/ = VERB: μεταβιβάζω, εναπόκειμαι;
USER: περιέρχεται, μεταβιβάζει, αποκεντρώνει, βαρύνει, μεταβιβάζει την
GT
GD
C
H
L
M
O
diagnosis
/ˌdīəgˈnōsis/ = NOUN: διάγνωση;
USER: διάγνωση, διάγνωσης, τη διάγνωση
GT
GD
C
H
L
M
O
dialogue
/ˈdaɪ.ə.lɒɡ/ = NOUN: διάλογος;
USER: διάλογος, διαλόγου, διάλογο, του διαλόγου, ο διάλογος
GT
GD
C
H
L
M
O
dick
/dɪk/ = NOUN: ψωλή, τσουτσούνι, μυστικός αστυφύλακας, φαλλός;
USER: ψωλή, Dick, πουλί, πούτσο, τον πούτσο
GT
GD
C
H
L
M
O
did
/dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα
GT
GD
C
H
L
M
O
diffusion
/dɪˈfjuːz/ = NOUN: διάχυση, διάδοση;
USER: διάχυση, διάδοση, διάχυσης, διάδοσης, διαχύσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
digital
/ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός;
USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών
GT
GD
C
H
L
M
O
dimensions
/ˌdaɪˈmen.ʃən/ = NOUN: διάσταση, μέγεθος;
USER: διαστάσεις, διαστάσεων, τις διαστάσεις, οι διαστάσεις, διάσταση
GT
GD
C
H
L
M
O
direct
/daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: απευθείας, άμεσος, ευθύς, ειλικρινής;
VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω;
USER: κατευθύνουν, κατευθύνει, άμεση, διευθύνουν, απευθείας
GT
GD
C
H
L
M
O
directed
/diˈrekt,dī-/ = VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω;
USER: κατευθύνεται, σκηνοθεσία, κατευθύνονται, κατευθυνόμενη, απευθύνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
director
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
disciplinary
/ˌdɪs.əˈplɪn.ər.i/ = ADJECTIVE: πειθαρχικός;
USER: πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικών, πειθαρχικής
GT
GD
C
H
L
M
O
disciplines
/ˈdɪs.ə.plɪn/ = NOUN: πειθαρχία, γυμνάζω;
USER: κλάδους, κλάδων, επιστήμες, ειδικότητες, επιστημονικούς κλάδους
GT
GD
C
H
L
M
O
disco
/ˈdɪs.kəʊ/ = NOUN: ντίσκο;
USER: ντίσκο, disco, ντισκοτέκ
GT
GD
C
H
L
M
O
discover
/dɪˈskʌv.ər/ = VERB: ανακαλύπτω;
USER: ανακαλύψετε, ανακαλύπτουν, ανακαλύψουν, ανακαλύψει, ανακαλύψτε
GT
GD
C
H
L
M
O
discussing
/dɪˈskʌs/ = VERB: συζητώ;
USER: συζητώντας, συζήτηση, συζητάμε, συζητούν, συζητά
GT
GD
C
H
L
M
O
discussion
/dɪˈskʌʃ.ən/ = NOUN: συζήτηση;
USER: συζήτηση, συζήτησης, συζητήσεις, συζητήσεων, τη συζήτηση
GT
GD
C
H
L
M
O
disease
/dɪˈziːz/ = NOUN: ασθένεια, νόσος, νόσημα, αρρώστια;
USER: νόσος, ασθένεια, νόσημα, νόσου, νόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
disintegrate
/dɪˈsɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: αποκλήρωση;
USER: αποσυντίθενται, αποσυντεθεί, διαλυθεί, διασπώνται, αποσυντίθεται
GT
GD
C
H
L
M
O
disintegrating
/disˈin(t)əˌɡrāt/ = USER: αποσύνθεσης, διάσπασης, αποσάθρωσης, αποσαθρώσεως, αποσυνθέσεως,
GT
GD
C
H
L
M
O
disorders
/dɪˈsɔː.dər/ = VERB: απαγκιστρώνω, αποδεσμεύω;
USER: απεμπλακεί, αποσύμπλεξη, απεμπλέκεται, απενεργοποιημένη, απεμπλοκή
GT
GD
C
H
L
M
O
disorientation
= NOUN: αποπροσανατολισμός;
USER: αποπροσανατολισμός, αποπροσανατολισμό, αποπροσανατολισμού, τον αποπροσανατολισμό, απώλεια προσανατολισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
disparate
/ˈdɪs.pər.ət/ = ADJECTIVE: ανόμοιος;
USER: ανόμοια, ανόμοιων, ανόμοιες, διαφορετικών, διαφορετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
display
/dɪˈspleɪ/ = NOUN: επίδειξη, έκθεση;
VERB: εκθέτω, επιδεικνύω, παρουσιάζω, δείχνω;
USER: επίδειξη, εμφανίσετε, εμφανιστεί, εμφάνιση, εμφανίσει, εμφανίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
displayed
/dɪˈspleɪ/ = ADJECTIVE: εκτεθειμένος;
USER: εμφανίζεται, εμφανίζονται, που εμφανίζεται, εμφανιστεί, αναγράφονται
GT
GD
C
H
L
M
O
disrupt
/dɪsˈrʌpt/ = VERB: διασπώ, αναστατώνω, διαρρηγνύω;
USER: διαταράσσουν, διαταράξουν, διαταράξει, να διαταράξει, διακόψει
GT
GD
C
H
L
M
O
dissertation
/ˌdɪs.əˈteɪ.ʃən/ = NOUN: διατριβή;
USER: διατριβή, διατριβής, διπλωματική εργασία, διπλωματικής εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
distant
/ˈdɪs.tənt/ = ADJECTIVE: μακρινός, απομακρυσμένος, μακρυνός;
USER: μακρινός, απομακρυσμένος, Distant, μακρινό, μακρινή
GT
GD
C
H
L
M
O
distinguished
/dɪˈstɪŋ.ɡwɪʃt/ = ADJECTIVE: διακεκριμένος, διαπρεπής, αριστούχος;
USER: διακεκριμένος, διαπρεπής, διακεκριμένους, διακεκριμένων, διακεκριμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
distribution
/ˌdɪs.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: διανομή;
USER: διανομή, διανομής, κατανομή, κατανομής, τη διανομή
GT
GD
C
H
L
M
O
diverse
/daɪˈvɜːs/ = ADJECTIVE: ποικίλος, διάφορος;
USER: ποικίλες, διαφορετικές, ποικίλα, διαφορετικά, ποικίλο
GT
GD
C
H
L
M
O
division
/dɪˈvɪʒ.ən/ = NOUN: διαίρεση, τμήμα, μεραρχία, διχασμός, μοίρασια, συνομοταξία, μεταρχία;
USER: διαίρεση, τμήμα, Division, κατανομή, διαίρεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
dock
/dɒk/ = NOUN: προκυμαία, λιμάνι, εδώλιο δικαστήριου;
VERB: πλευρίζω;
USER: προκυμαία, λιμάνι, αποβάθρα, δεξαμενής, dock
GT
GD
C
H
L
M
O
doctoral
/ˈdɒk.tər.ət/ = ADJECTIVE: διδακτορικός;
USER: διδακτορικός, διδακτορικού, διδακτορική, διδακτορικών, διδακτορικό
GT
GD
C
H
L
M
O
dog
/dɒɡ/ = NOUN: σκυλί, σκύλος, κύων;
USER: σκύλος, σκυλί, σκύλου, σκύλο, σκυλιών
GT
GD
C
H
L
M
O
domain
/dəˈmeɪn/ = NOUN: πεδίο ορισμού, κτήση, κυριότητα, κτήματα, διεύθυνση Διαδικτύου;
USER: τομέα, τομέας, περιοχή, πεδίο, χώρου
GT
GD
C
H
L
M
O
donated
/dəʊˈneɪt/ = VERB: προσφέρω, δωρίζω, χαρίζω;
USER: δώρισε, δωρεά, δωρίζονται, δωρίσει, δωρεές
GT
GD
C
H
L
M
O
done
/dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος;
USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
doors
/dɔːr/ = NOUN: πόρτα;
USER: πόρτες, θυρών, τις πόρτες, θύρες, οι πόρτες, οι πόρτες
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
dozen
/ˈdʌz.ən/ = NOUN: δωδεκάδα, ντουζίνα;
USER: δωδεκάδα, ντουζίνα, δώδεκα, δεκάδες, δωδεκάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
dozens
/ˈdʌzən/ = USER: δεκάδες, δωδεκάδες, δεκάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
dragons
/ˈdræɡ.ən/ = NOUN: δράκων, δράκοντας;
USER: δράκους, δράκοι, dragons, δράκων, δράκοντες
GT
GD
C
H
L
M
O
drawing
/ˈdrɔː.ɪŋ/ = NOUN: σχέδιο, τράβηγμα, σχεδιάγραμμα, ιχνογραφία;
USER: σχέδιο, κατάρτιση, την κατάρτιση, εκπόνηση, αντλώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
dreamlike
/ˈdriːm.laɪk/ = USER: ονειρικό, ονειρική, ονειρικούς, ονειρεμένη, ονειρικές
GT
GD
C
H
L
M
O
drive
/draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω;
NOUN: αμαξοπορεία;
USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
driving
/ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση;
USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
dutch
/dʌtʃ/ = NOUN: Ολλανδός;
ADJECTIVE: ολλανδικός;
USER: Ολλανδός, ολλανδικός, dutch, ολλανδική, Ολλανδικά
GT
GD
C
H
L
M
O
duties
/ˈdjuː.ti/ = NOUN: καθήκοντα;
USER: καθήκοντα, δασμών, καθηκόντων, δασμοί, δασμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
dynamics
/daɪˈnæm.ɪks/ = NOUN: δυναμική;
USER: δυναμική, δυναμικής, δυναμικές, δυναμική της, τη δυναμική
GT
GD
C
H
L
M
O
e
/iː/ = NOUN: μι;
USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
each
/iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας;
USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα
GT
GD
C
H
L
M
O
eap
/ˌiː.eɪˈpiː/ = USER: EAP, ΠΔΠ, ΕΑΠ, ΠΒΕ, ΠΠΔ
GT
GD
C
H
L
M
O
early
/ˈɜː.li/ = ADVERB: νωρίς, από νωρίς;
ADJECTIVE: πρώιμος, πρόωρος;
USER: νωρίς, από νωρίς, αρχές, αρχές του, έγκαιρη, έγκαιρη
GT
GD
C
H
L
M
O
earned
/ˌhɑːdˈɜːnd/ = ADJECTIVE: κερδηθείς;
USER: κέρδισε, κερδίσει, κερδισμένα, κέρδισαν
GT
GD
C
H
L
M
O
edicts
/ˈiː.dɪkt/ = NOUN: διάταγμα, χρυσόβουλλο;
USER: διατάγματα, τα διατάγματα, διατάγματα του, διαταγμάτων, διατάγματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
edited
/ˈed.ɪt/ = VERB: εκδίδω, συντάσσω;
USER: edited, επεξεργασία, άλλαξε, επιμέλεια, επεξεργαστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
edition
/ɪˈdɪʃ.ən/ = NOUN: έκδοση;
USER: έκδοση, εκδόσεις, έκδοσης, έκδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
editor
/ˈed.ɪ.tər/ = NOUN: συντάκτης, εκδότης;
USER: συντάκτης, εκδότης, πρόγραμμα επεξεργασίας, editor, επεξεργαστή
GT
GD
C
H
L
M
O
editorial
/ˌediˈtôrēəl/ = ADJECTIVE: σύνταξης;
NOUN: κύριο άρθρο;
USER: σύνταξης, κύριο άρθρο, συντακτική, συντακτικής, συντακτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
editorials
/ˌed.ɪˈtɔː.ri.əl/ = NOUN: κύριο άρθρο;
USER: editorials, άρθρα σύνταξης, διαφημιστικά ρεπορτάζ, διαφημιστικές καταχωρίσεις, Αφιερώματα,
GT
GD
C
H
L
M
O
edu
/dɒtˌiː.diːˈjuː/ = USER: edu, ΕΠΑ, ΜΝΕ, εκπαί, εκπαιδευτική
GT
GD
C
H
L
M
O
education
/ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση;
USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
educational
/ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: εκπαιδευτικός;
USER: εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτικά, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
eerily
/ˈɪə.ri/ = USER: παράξενα, eerily, μυστηριωδώς, τρομακτικά, ανατριχιαστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
effects
/ɪˈfekt/ = NOUN: υπάρχοντα;
USER: αποτελέσματα, επιπτώσεις, επιδράσεις, εφέ, συνέπειες
GT
GD
C
H
L
M
O
effort
/ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια;
USER: προσπάθεια, προσπάθειας, προσπάθειες, προσπάθεια για, προσπαθειών
GT
GD
C
H
L
M
O
efforts
/ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια;
USER: προσπάθειες, οι προσπάθειες, τις προσπάθειες, προσπαθειών, προσπάθειες για
GT
GD
C
H
L
M
O
ego
/ˈiː.ɡəʊ/ = NOUN: εγώ;
USER: εγώ, ego, το εγώ, εγωισμό, εγωισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
elaine
= USER: Elaine, Ελέιν, τη Elaine, Ιλέιν, η Elaine
GT
GD
C
H
L
M
O
elastomer
GT
GD
C
H
L
M
O
elastomers
GT
GD
C
H
L
M
O
electrically
/ goods/ = USER: ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικώς, ηλεκτρικό, ηλεκτρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
electricity
/ilekˈtrisitē,ˌēlek-/ = NOUN: ηλεκτρισμός;
USER: ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρική ενέργεια, ηλεκτρισμού, ηλεκτρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
electro
/iˈlektrō/ = USER: electro, ηλεκτρο, ηλεκτρομαγνητικά, ήλεκτρο, ηλεκτρολογικά
GT
GD
C
H
L
M
O
electronic
/ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = ADJECTIVE: ηλεκτρονικός;
USER: ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
electronics
/ɪˌlekˈtrɒn.ɪks/ = NOUN: ηλεκτρονική, επιστήμη των ηλεκτρονίων;
USER: ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικών, Electronics, ηλεκτρονικών ειδών
GT
GD
C
H
L
M
O
elementary
/ˌeləˈment(ə)rē/ = NOUN: στοιχειώδης;
USER: στοιχειώδης, στοιχειώδη, δημοτικό, στοιχειώδεις, στοιχειώδες
GT
GD
C
H
L
M
O
elements
/ˈel.ɪ.mənt/ = NOUN: στοιχεία;
USER: στοιχεία, στοιχείων, τα στοιχεία, στοιχεία που
GT
GD
C
H
L
M
O
eli
= USER: eli, Ο Eli, Έλι, την Eli, της Eli,
GT
GD
C
H
L
M
O
elicits
/ɪˈlɪs.ɪt/ = VERB: εκμαιεύω, εξάγω, αποσπώ;
USER: αποσπά, προκαλεί, εκμαιεύει, επάγει, διεγείρει
GT
GD
C
H
L
M
O
embodied
/ɪmˈbɒd.i/ = VERB: ενσωματώνω, συσσωματώνω;
USER: ενσωματώνεται, ενσωματώνονται, που ενσωματώνονται, ενσωματωμένη, ενσωματωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
emerge
/ɪˈmɜːdʒ/ = VERB: αναδύομαι, αναφαίνομαι;
USER: αναδύονται, αναδυθεί, προκύψουν, προκύπτουν, εμφανίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
emergence
/ɪˈmɜː.dʒəns/ = NOUN: εμφάνιση;
USER: εμφάνιση, ανάδυση, εμφάνισης, ανάδειξη, δημιουργία
GT
GD
C
H
L
M
O
emergent
/ɪˈmɜː.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: αναφαινόμενος;
USER: αναδυόμενη, αναδυόμενες, αναδυόμενων, εμφανιζόμενες, επείγουσα
GT
GD
C
H
L
M
O
emerging
/ɪˈmɜː.dʒɪŋ/ = VERB: αναδύομαι, αναφαίνομαι;
USER: αναδυόμενες, αναδυόμενων, αναδυόμενη, τις αναδυόμενες, αναδύεται
GT
GD
C
H
L
M
O
emotionally
/ɪˈməʊ.ʃən.əl/ = USER: συναισθηματικά, συναισθηματική
GT
GD
C
H
L
M
O
emotive
/ɪˈməʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: υποβλητικός;
USER: συγκινησιακή, συναισθηματική, συγκινητικό, συναισθηματικό, συγκινητική
GT
GD
C
H
L
M
O
employees
/ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος;
USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
employment
/ɪmˈplɔɪ.mənt/ = NOUN: εργασία, πρόσληψη;
USER: εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, της απασχόλησης
GT
GD
C
H
L
M
O
emulation
/ˈem.jʊ.leɪt/ = NOUN: άμιλλα;
USER: άμιλλα, εξομοίωσης, εξομοίωση, προσομοίωση, προσομοίωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
enabling
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
encouraging
/enˈkərij,-ˈkə-rij/ = VERB: ενθαρρύνω, εμψυχώνω;
USER: ενθάρρυνση, ενθαρρύνοντας, την ενθάρρυνση, ενθάρρυνση της, ενθαρρύνει
GT
GD
C
H
L
M
O
eng
GT
GD
C
H
L
M
O
engagement
/enˈgājmənt/ = NOUN: σύμπλεξη, συμπλοκή, αρραβώνες, μνηστεία, ασχολία, υπόσχεση;
USER: σύμπλεξη, δέσμευση, εμπλοκή, αρραβώνων, εμπλοκής
GT
GD
C
H
L
M
O
engendered
/ɪnˈdʒen.dər/ = VERB: γεννώ, προκαλώ, προξενώ;
USER: προκάλεσε, που προκάλεσε, προκαλούνται, που προκλήθηκαν, προκλήθηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
engine
/ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας;
USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
engineer
/ˌen.dʒɪˈnɪər/ = NOUN: μηχανικός, μηχανοδηγός;
VERB: σχεδιάζω;
USER: μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί
GT
GD
C
H
L
M
O
engineered
/ˌenjəˈni(ə)r/ = VERB: σχεδιάζω;
USER: μηχανικής, μηχανική, κατασκευασμένο, κατασκευαστεί, σχεδιαστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
engineering
/ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική;
USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
enhancement
/ɪnˈhɑːns/ = NOUN: απορρόφηση;
USER: ενίσχυση, εξάρτημα, βελτίωση, αύξηση, ενίσχυσης
GT
GD
C
H
L
M
O
enter
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
entertainment
/ˌentərˈtānmənt/ = NOUN: ψυχαγωγία, διασκέδαση;
USER: ψυχαγωγία, διασκέδαση, ψυχαγωγίας, Entertainment, διασκέδασης, διασκέδασης
GT
GD
C
H
L
M
O
entire
/ɪnˈtaɪər/ = ADJECTIVE: ολόκληρος;
USER: ολόκληρος, ολόκληρο, ολόκληρο το, ολόκληρη, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
entitled
/ɪnˈtaɪ.tl̩/ = VERB: εξουσιοδοτώ, δίνω δικαίωμα, τιτλοφορώ;
USER: με τίτλο, τίτλο, δικαιούνται, δικαιούται, δικαίωμα
GT
GD
C
H
L
M
O
entrails
/ˈen.treɪlz/ = NOUN: εντόσθια ζώου;
USER: εντόσθια ζώου, εντόσθια, σωθικά, σπλάχνα, εντερα
GT
GD
C
H
L
M
O
entrepreneurship
/ˌɒn.trə.prəˈnɜː.ʃɪp/ = USER: επιχειρηματικότητας, επιχειρηματικότητα, της επιχειρηματικότητας, την επιχειρηματικότητα, επιχειρηματικού πνεύματος
GT
GD
C
H
L
M
O
environment
/enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο;
USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος
GT
GD
C
H
L
M
O
environmental
/enˌvīrənˈmen(t)l,-ˌvī(ə)rn-/ = USER: περιβάλλοντος, περιβαλλοντικών, περιβαλλοντικής, περιβαλλοντικές, περιβαλλοντική
GT
GD
C
H
L
M
O
environments
/enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο;
USER: περιβάλλοντα, περιβαλλόντων, περιβάλλον, περιβάλλοντος
GT
GD
C
H
L
M
O
epileptic
/ˌep.ɪˈlep.tɪk/ = ADJECTIVE: επιληπτικός, σεληνιακός;
USER: επιληπτικός, επιληπτικές, επιληπτικών, επιληπτικούς, επιληπτική
GT
GD
C
H
L
M
O
equipment
/ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός;
USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές
GT
GD
C
H
L
M
O
escape
/ɪˈskeɪp/ = NOUN: διαφυγή, απόδραση, δραπέτευση;
VERB: δραπετεύω, διασώζομαι, διαφεύγω;
USER: απόδραση, διαφυγή, ξεφύγουν, ξεφύγει, ξεφύγουν από
GT
GD
C
H
L
M
O
et
/etˈæl/ = USER: et, ΕΤ, κ.ά.
GT
GD
C
H
L
M
O
etc
/ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά;
USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ
GT
GD
C
H
L
M
O
ethics
/ˈeθ.ɪk/ = NOUN: ηθική, δεοντολογία, ηθικολογία, ηθολογία;
USER: δεοντολογία, ηθική, δεοντολογίας, ηθικής, τη δεοντολογία
GT
GD
C
H
L
M
O
euro
/ˈjʊə.rəʊ/ = NOUN: ευρώ;
USER: ευρώ, του ευρώ, euro, σε ευρώ
GT
GD
C
H
L
M
O
european
/ˌyərəˈpēən,ˌyo͝orə-/ = ADJECTIVE: ευρωπαϊκός;
NOUN: Ευρωπαίος;
USER: Ευρωπαϊκή, Ευρωπαϊκό, ευρώπη, Ευρωπαϊκής, Ευρωπαϊκού, Ευρωπαϊκού
GT
GD
C
H
L
M
O
evening
/ˈiːv.nɪŋ/ = NOUN: απόγευμα, εσπέρα;
ADJECTIVE: βραδιάτικος;
USER: απόγευμα, βράδυ, το βράδυ, βραδιά, βραδινό, βραδινό
GT
GD
C
H
L
M
O
event
/ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν;
USER: συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
events
/ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν;
USER: εκδηλώσεις, γεγονότα, τα γεγονότα, εκδηλώσεων, συμβάντα, συμβάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
ever
/ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε;
USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
evolve
/ɪˈvɒlv/ = VERB: αναπτύσσω, εκτυλίσσομαι;
USER: εξελιχθούν, εξελίσσονται, εξελίσσεται, εξελιχθεί, να εξελιχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
excel
/ɪkˈsel/ = VERB: προέχω, υπερτερώ;
USER: excel, υπερέχουν, Το Excel, υπερέχει, του Excel
GT
GD
C
H
L
M
O
executive
/ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός;
NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος;
USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
exhibited
/ɪɡˈzɪb.ɪt/ = VERB: εκθέτω, επιδεικνύω;
USER: παρουσίασαν, εκτεθεί, εκτίθενται, παρουσίασε, εξέθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
exhibitor
/iɡˈzibədər/ = USER: εκθέτης, εκθέτη, αιθουσάρχη, εκθέτες, εκθετών,
GT
GD
C
H
L
M
O
existence
/ɪɡˈzɪs.təns/ = NOUN: ύπαρξη;
USER: ύπαρξη, ύπαρξης, ύπαρξή, υπάρξεως, την ύπαρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
existential
/ˌegziˈstenCHəl/ = ADJECTIVE: υπαρξιακός;
USER: υπαρξιακός, υπαρξιακή, υπαρξιακό, υπαρξιακής, υπαρξιακά
GT
GD
C
H
L
M
O
expanding
/ɪkˈspænd/ = VERB: διαστέλλω, εξαπλώνω, εξαπλώνομαι;
USER: επέκταση, την επέκταση, επεκτείνοντας, επεκτείνεται, επέκταση της
GT
GD
C
H
L
M
O
expectations
/ˌek.spekˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσδοκία, αναμονή, ελπίδα, προσμονή;
USER: προσδοκίες, προσδοκιών, τις προσδοκίες, οι προσδοκίες, προσδοκίες των
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
experiences
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρίες, εμπειρία, εμπειριών, την εμπειρία, τις εμπειρίες
GT
GD
C
H
L
M
O
experimental
/ikˌsperəˈmen(t)l/ = ADJECTIVE: πειραματικός;
USER: πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικό, πειραματικά
GT
GD
C
H
L
M
O
experiments
/ɪkˈsper.ɪ.mənt/ = NOUN: πείραμα;
VERB: πειραματίζομαι;
USER: πειράματα, πειραμάτων, τα πειράματα, πειράματα που, πειράματα σε
GT
GD
C
H
L
M
O
exploring
/ɪkˈsplɔːr/ = VERB: εξερευνώ, διερευνώ;
USER: εξερεύνηση, εξερευνώντας, διερεύνηση, εξερευνήσετε, διερευνά
GT
GD
C
H
L
M
O
expression
/ɪkˈspreʃ.ən/ = NOUN: έκφραση;
USER: έκφραση, έκφρασης, εκφράσεως, την έκφραση, της έκφρασης, της έκφρασης
GT
GD
C
H
L
M
O
expressions
/ɪkˈspreʃ.ən/ = NOUN: έκφραση;
USER: εκφράσεις, εκφράσεων, εκφράσεις του, έκφρασης, τις εκφράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
expressive
/ɪkˈspres.ɪv/ = ADJECTIVE: εκφραστικός;
USER: εκφραστικός, εκφραστική, εκφραστικό, εκφραστικά, εκφραστικές
GT
GD
C
H
L
M
O
extends
/ɪkˈstend/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι;
USER: εκτείνεται, επεκτείνεται, επεκτείνει, διευρύνει, παρατείνει
GT
GD
C
H
L
M
O
extremely
/ɪkˈstriːm.li/ = ADVERB: επακρώς;
USER: εξαιρετικά, είναι εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα, άκρως
GT
GD
C
H
L
M
O
eye
/aɪ/ = NOUN: μάτι, οφθαλμός;
VERB: παρατηρώ;
USER: μάτι, ματιών, μάτια, τα μάτια, ματιού
GT
GD
C
H
L
M
O
eyebeam
GT
GD
C
H
L
M
O
f
/ef/ = USER: φά, στ,
GT
GD
C
H
L
M
O
fabrication
/ˈfæb.rɪ.keɪt/ = NOUN: κατασκεύασμα, σκευωρία;
USER: κατασκεύασμα, κατασκευή, κατασκευής, παραγωγή, παρασκευής
GT
GD
C
H
L
M
O
face
/feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο;
VERB: αντικρύζω, ατενίζω;
USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
faces
/feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο;
VERB: αντικρύζω, ατενίζω;
USER: πρόσωπα, όψεις, πρόσωπά, αντιμετωπίζει, επιφάνειες
GT
GD
C
H
L
M
O
facial
/ˈfeɪ.ʃəl/ = ADJECTIVE: προσώπου;
NOUN: μασάζ;
USER: προσώπου, του προσώπου, πρόσωπο
GT
GD
C
H
L
M
O
facilitate
/fəˈsɪl.ɪ.teɪt/ = VERB: διευκολύνω, ευκολύνω;
USER: διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκολυνθεί η, διευκολύνει, διευκόλυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
facilities
/fəˈsɪl.ɪ.ti/ = NOUN: εγκαταστάσεις;
USER: εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεων, παροχές, διευκολύνσεις, τις εγκαταστάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
factory
/ˈfæk.tər.i/ = NOUN: εργοστάσιο, φάμπρικα;
USER: εργοστάσιο, εργοστασίου, εργοστάσιό, εργοστασιακή, εργοστασιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
faculty
/ˈfæk.əl.ti/ = NOUN: σχολή, ικανότητα, ιδιότητα, δύναμη, καθηγητικό σώμα;
USER: σχολή, ΔΕΠ, σχολής, ικανότητα, καθηγητές
GT
GD
C
H
L
M
O
fall
/fɔːl/ = NOUN: πτώση, φθινόπωρο, άλωση, πέσιμο;
VERB: πέφτω;
USER: πτώση, εμπίπτουν, πέσει, εμπίπτει, πέφτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
family
/ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι;
USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά
GT
GD
C
H
L
M
O
fantasy
/ˈfæn.tə.si/ = NOUN: φαντασία, φαντασίωση;
USER: φαντασία, φαντασίωση, φαντασίας, φανταστικό, fantasy
GT
GD
C
H
L
M
O
fast
/fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό;
ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος;
NOUN: νηστεία;
VERB: νηστεύω;
USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
fatigue
/fəˈtiːɡ/ = NOUN: κούραση, κόπος;
USER: κούραση, κόπωση, κόπωσης, κούρασης, την κούραση
GT
GD
C
H
L
M
O
favorable
/ˈfāv(ə)rəbəl/ = ADJECTIVE: ευνοϊκός, ευνοϊκός, αίσιος, αίσιος;
USER: ευνοϊκός, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών
GT
GD
C
H
L
M
O
favorably
/ˈfāv(ə)r(ə)blē/ = USER: ευνοϊκά, θετικά, ευνοϊκή, θετικό, ευνοϊκής
GT
GD
C
H
L
M
O
fears
/fɪər/ = NOUN: φόβος, φοβία;
VERB: φοβάμαι, φοβούμαι;
USER: φόβοι, φόβους, τους φόβους, οι φόβοι, φόβων
GT
GD
C
H
L
M
O
feature
/ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα;
VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτηριστικό, δυνατότητα, διαθέτουν, λειτουργία, χαρακτηριστικό γνώρισμα
GT
GD
C
H
L
M
O
featured
/ˈfiː.tʃər/ = VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτήρισε, χαρακτηρίστηκε, εμφανίζεται, εμφανίζονται, προτεινόμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
features
/ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα;
VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες
GT
GD
C
H
L
M
O
february
/ˈfeb.ru.ər.i/ = NOUN: Φεβρουάριος, Φλεβάρης;
USER: Φεβρουάριος, Φλεβάρη, Φεβ., Φεβ, Φεβρουάριο
GT
GD
C
H
L
M
O
feet
/fiːt/ = NOUN: πόδι, πρόποδες, βάση, πους, άκρο;
USER: πόδια, ποδιών, τα πόδια, μέτρα, feet
GT
GD
C
H
L
M
O
fellow
/ˈfel.əʊ/ = NOUN: σύντροφος;
USER: συναδέλφους, τους συναδέλφους, συμπολίτες, συνάδελφοι, συναδέλφων
GT
GD
C
H
L
M
O
fernandez
= USER: Φερνάντες, Fernandez, Φερνάντεζ
GT
GD
C
H
L
M
O
festival
/ˈfes.tɪ.vəl/ = NOUN: φεστιβάλ, γιορτή, πανηγύρι, εορτή, πανηγύρις;
USER: φεστιβάλ, γιορτή, πανηγύρι, Festival, εορτή
GT
GD
C
H
L
M
O
few
/fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι;
USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες
GT
GD
C
H
L
M
O
fiberglass
/ˈfʌɪbəglɑːs/ = USER: fiberglass, φίμπεργκλας, υαλοβάμβακα, ίνες υάλου, πολυεστερικών
GT
GD
C
H
L
M
O
fiction
/ˈfɪk.ʃən/ = NOUN: μυθιστόρημα, μύθος;
USER: μυθιστόρημα, μύθος, φαντασίας, φαντασία, μυθοπλασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
fields
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς
GT
GD
C
H
L
M
O
figurative
/ˈfigyərətiv/ = ADJECTIVE: εικονικός, μεταφορικός;
USER: εικονιστικό, εικονιστικά, παραστατικά, εικονιστικών, εικονιστικού
GT
GD
C
H
L
M
O
figure
/ˈfɪɡ.ər/ = NOUN: εικόνα, αριθμός, μορφή, φιγούρα, ψηφίο, τύπος;
VERB: μορφοποιώ, λογαριάζω;
USER: καταλάβω, υπολογίσετε, σχήμα, καταλάβουμε, υπολογίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
figures
/ˈfɪɡ.ər/ = NOUN: εικόνα, αριθμός, μορφή, φιγούρα, ψηφίο, τύπος;
VERB: μορφοποιώ, λογαριάζω;
USER: στοιχεία, αριθμοί, Τα ποσά, αριθμητικά στοιχεία, αριθμητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
film
/fɪlm/ = NOUN: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, λεπτή μεμβράνη, φωτογραφική πλάκα;
VERB: φωτογραφώ;
USER: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, ταινίας, ταινιών, ταινιών
GT
GD
C
H
L
M
O
filmmaker
/ˈfɪlmˌmeɪ.kər/ = USER: σκηνοθέτης, σκηνοθέτη, κινηματογραφιστή, κινηματογραφιστής, ο σκηνοθέτης
GT
GD
C
H
L
M
O
filter
/ˈfɪl.tər/ = NOUN: φίλτρο, διηθητικό κύκλωμα, διυλιστήριο;
VERB: φιλτράρω, λαμπικάρω, διηθώ, διυλίζω;
USER: φίλτρο, φιλτράρισμα, φιλτράρετε, φιλτράρουν, φιλτράρει
GT
GD
C
H
L
M
O
final
/ˈfaɪ.nəl/ = ADJECTIVE: poslední, konečný, závěrečný, definitivní, neodvolatelný;
NOUN: finále;
USER: τελικός, τελική, τελικό, τελικής, τελικού, τελικού
GT
GD
C
H
L
M
O
financing
/ˈfīnans,fəˈnans/ = NOUN: χρηματοδότηση;
USER: χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτήσεως, χρηματοδοτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
fine
/faɪn/ = NOUN: πρόστιμο, χρηματική ποινή, πρόστημο;
ADVERB: ωραία;
ADJECTIVE: λεπτός, ωραίος, έξοχος, κομψός;
VERB: επιβάλλω;
USER: πρόστιμο, ωραία, προστίμου, λεπτή, χαρά
GT
GD
C
H
L
M
O
finite
/ˈfaɪ.naɪt/ = ADJECTIVE: πεπερασμένος, περιορισμένος, τετελεσμένος;
USER: πεπερασμένος, πεπερασμένο, πεπερασμένων, πεπερασμένη, πεπερασμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
fishing
/ˈfɪʃ.ɪŋ/ = NOUN: αλιεία, ψάρεμα;
USER: ψάρεμα, αλιεία, αλιείας, αλιευτικών, αλιευτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
fit
/fɪt/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, ικανός, υγιής, φορμαρισμένος, παροξυσμός;
VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω;
NOUN: σπασμός, παροξυσμός;
USER: κατάλληλος, ικανός, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
fittest
/fit/ = USER: ισχυρότερου, ισχυρότερος, δυνατότερου, ισχυροτέρου, δυνατότερα,
GT
GD
C
H
L
M
O
fixtures
/ˈfɪks.tʃər/ = NOUN: αναπόσπαστο εξάρτημα;
USER: φωτιστικά, εξαρτήματα, λοιπός εξοπλισμός, φωτιστικών, Επόμενοι
GT
GD
C
H
L
M
O
floats
/fləʊt/ = NOUN: φλοτέρ, άρμα, σχεδία, κουλούρα;
USER: πλωτήρες, επιπλέει, άρματα, αρμάτων, σωσίβια
GT
GD
C
H
L
M
O
flood
/flʌd/ = NOUN: πλημμύρα, κατακλυσμός;
VERB: πλημμυρίζω;
USER: πλημμύρα, πλημμυρών, των πλημμυρών, πλημμύρες, πλημμύρας
GT
GD
C
H
L
M
O
foam
/fəʊm/ = NOUN: αφρός, αφρολέξ;
VERB: αφρίζω;
USER: αφρός, αφρού, αφρό, αφρώδες, αφρώδες υλικό
GT
GD
C
H
L
M
O
foot
/fʊt/ = NOUN: πόδι, πρόποδες, βάση, πους, άκρο;
VERB: αθροίζω, πατώ, πεζοπορώ, αθροίζω και σημειώνω;
USER: πόδι, πρόποδες, πόδια, τα πόδια, ποδιών, ποδιών
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
force
/fɔːs/ = NOUN: δύναμη, βία, ισχύς, ζόρι;
VERB: ζορίζω, βιάζω, φορτσάρω, εξαναγκάζω;
USER: αναγκάσει, δύναμη, αναγκάζουν, ισχύει, αναγκάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
forces
/fɔːs/ = NOUN: δύναμη, βία, ισχύς, ζόρι;
VERB: ζορίζω, βιάζω, φορτσάρω, εξαναγκάζω;
USER: δυνάμεις, δυνάμεων, οι δυνάμεις, τις δυνάμεις, δυνάμεις της
GT
GD
C
H
L
M
O
form
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
former
/ˈfɔː.mər/ = ADJECTIVE: πρώην, τέως, προηγούμενος, πρότερος;
NOUN: μορφωτής;
USER: πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
GT
GD
C
H
L
M
O
forms
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών
GT
GD
C
H
L
M
O
forth
/fɔːθ/ = ADVERB: εμπρός, έξω;
USER: εμπρός, καθεξής, ορίζονται, πίσω, εκτίθενται
GT
GD
C
H
L
M
O
forward
/ˈfɔː.wəd/ = ADVERB: προς τα εμπρός, εμπρός;
ADJECTIVE: μπροστινός, πρόθυμος, αυθάδης;
VERB: διαβιβάζω, προάγω;
USER: προς τα εμπρός, εμπρός, τα εμπρός, μπροστά, υποβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
foundation
/faʊnˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: θεμέλιο, ίδρυμα, θεμέλια, θεμελίωση;
USER: θεμέλιο, ίδρυμα, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος
GT
GD
C
H
L
M
O
founded
/found/ = ADJECTIVE: ιδρύθηκε το;
USER: ιδρύθηκε το, ιδρύθηκε, ίδρυσε, στηρίζεται, που ιδρύθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
founder
/ˈfaʊn.dər/ = NOUN: ιδρυτής, θεμελιωτής, χύτης;
VERB: βυθίζω, καταποντίζομαι;
USER: ιδρυτής, ιδρυτή, ο ιδρυτής, τον ιδρυτή, ιδρυτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
four
/fɔːr/ = USER: four-, four, four;
USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις
GT
GD
C
H
L
M
O
fourier
= USER: Fourier, Φουριέ, ανάλυσης κατά Fourier, ΡουπβΓ
GT
GD
C
H
L
M
O
fourth
/fɔːθ/ = USER: fourth-, fourth;
USER: τέταρτος, τέταρτο, τέταρτη, τέταρτου, τέταρτης, τέταρτης
GT
GD
C
H
L
M
O
free
/friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα;
ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος;
VERB: ελευθερώνω;
USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς
GT
GD
C
H
L
M
O
freelance
/ˈfriː.lɑːns/ = USER: freelance, ανεξάρτητος, ελεύθερους, ελεύθερος, ανεξάρτητων
GT
GD
C
H
L
M
O
freeman
/ˈfriː.mən/ = USER: Freeman, ελεύθερος, Φρίμαν, επίτιμος πολίτης, επίτιμος δημότης
GT
GD
C
H
L
M
O
friendly
/ˈfrend.li/ = ADJECTIVE: φιλικός;
USER: φιλικός, φιλικό, παιδιά, φιλική, φιλικό προς
GT
GD
C
H
L
M
O
friends
/frend/ = NOUN: φίλος, φίλη;
USER: φίλους, φίλοι, τους φίλους, φίλων, παγκοσμίως, παγκοσμίως
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
front
/frʌnt/ = NOUN: εμπρός, μέτωπο, πρόσοψη, πρόσοψις;
VERB: αντιμετωπίζω;
ADJECTIVE: εμπρόσθινος;
USER: εμπρός, πρόσοψη, μέτωπο, μπροστά, μπροστινό, μπροστινό
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
fully
/ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα;
USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως
GT
GD
C
H
L
M
O
functioned
/ˈfʌŋk.ʃən/ = USER: λειτούργησαν, λειτούργησε, λειτουργούσε, λειτουργούσαν, λειτουργεί
GT
GD
C
H
L
M
O
functioning
/ˈfʌŋk.ʃən/ = USER: λειτουργία, λειτουργίας, λειτουργεί, λειτουργούν, τη λειτουργία
GT
GD
C
H
L
M
O
fund
/fʌnd/ = ADJECTIVE: λειτουργικός, υπηρεσιακός;
USER: κεφάλαιο, Ταμείο, Ταμείου, κεφαλαίων, του Ταμείου
GT
GD
C
H
L
M
O
funded
/fʌnd/ = VERB: συγκεντρώ εις χρεώγραφα;
USER: χρηματοδοτείται, χρηματοδοτούνται, χρηματοδοτήθηκε, χρηματοδοτήθηκαν, χρηματοδοτηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
funding
/ˈfʌn.dɪŋ/ = VERB: συγκεντρώ εις χρεώγραφα;
USER: χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, η χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, της χρηματοδότησης
GT
GD
C
H
L
M
O
fundraiser
/ˈfəndˌrāzər/ = USER: έρανο, fundraiser, έρανος, για έρανο, έρανο για,
GT
GD
C
H
L
M
O
futile
/ˈfjuː.taɪl/ = ADJECTIVE: μάταιος, ανωφελής;
USER: μάταιος, μάταιη, μάταιο, μάταιες, ανώφελη
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
g
/dʒiː/ = NOUN: σολ;
USER: g, ζ, γρ, γραμ.
GT
GD
C
H
L
M
O
gala
/ˈɡɑː.lə/ = NOUN: εορτάσιμος, πανηγύρη, εορτή;
USER: gala, γκαλά, Εορταστικό, εορταστική, άτομο Εορταστικό
GT
GD
C
H
L
M
O
gallery
/ˈɡæl.ər.i/ = NOUN: στοά, θεωρείο, πινακοθήκη, γαλαρία, γκάλερι, υπερώο, εξώστης, υπόνομος, αίθουσα εκθέσεως;
USER: γκάλερι, θεωρείο, στοά, πινακοθήκη, γαλαρία
GT
GD
C
H
L
M
O
gallons
/ˈɡæl.ən/ = NOUN: γαλόνι;
USER: γαλόνια, λίτρα, γαλλόνια, γαλονιών, gallons
GT
GD
C
H
L
M
O
gaming
/ˈɡeɪ.mɪŋ/ = VERB: παίζω;
USER: gaming, τυχερών παιχνιδιών, παιχνίδια, παιχνιδιών, τυχερού παιχνιδιού
GT
GD
C
H
L
M
O
garnering
/ˈɡɑː.nər/ = VERB: αποθηκεύω;
USER: Παγίωση,
GT
GD
C
H
L
M
O
gather
/ˈɡæð.ər/ = VERB: μαζεύω, συλλέγω, συναθροίζω, συνάγω, συναθροίζομαι;
USER: συγκεντρώσει, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
gathering
/ˈɡæð.ər.ɪŋ/ = NOUN: συγκέντρωση, συνάθροιση, συναγωγή;
USER: συγκέντρωση, συλλογή, τη συλλογή, συλλογής, τη συγκέντρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
gen
/dʒen/ = USER: gen, γενιάς, γενιά, Γεν, Γεν.
GT
GD
C
H
L
M
O
gender
/ˈdʒen.dər/ = NOUN: γένος, γένος γραμματικής;
USER: γένος, φύλο, φύλων, των φύλων, φύλο είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
general
/ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός;
NOUN: στρατηγός;
USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές
GT
GD
C
H
L
M
O
generally
/ˈdʒen.ə r.əl.i/ = ADVERB: γενικά, γενικώς;
USER: γενικά, γενικώς, γένει, εν γένει, γενικότερα, γενικότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
generate
/ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ;
USER: παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, δημιουργία, παράγει
GT
GD
C
H
L
M
O
generated
/ˈjenəˌrāt/ = VERB: παράγω, γεννώ;
USER: παράγεται, δημιουργούνται, δημιουργείται, παράγονται, που παράγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
genetically
= ADVERB: γενεσιολογικά;
USER: γενετικώς, γενετικά, γενετική, τα γενετικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
genius
/ˈdʒiː.ni.əs/ = NOUN: ιδιοφυία, μεγαλοφυία, δαιμόνιο πνεύμα;
USER: ιδιοφυία, μεγαλοφυία, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, genius
GT
GD
C
H
L
M
O
geographic
/ˌdʒi.əˈɡræf.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: γεωγραφικός;
USER: γεωγραφικός, γεωγραφική, γεωγραφικής, γεωγραφικές, γεωγραφικών
GT
GD
C
H
L
M
O
geometry
/dʒiˈɒm.ə.tri/ = NOUN: γεωμετρία;
USER: γεωμετρία, γεωμετρίας, γεωμετρία του, γεωμετρία της, τη γεωμετρία
GT
GD
C
H
L
M
O
gestures
/ˈdʒes.tʃər/ = NOUN: χειρονομία;
USER: χειρονομίες, χειρονομιών, κινήσεις, κινήσεων, τις χειρονομίες
GT
GD
C
H
L
M
O
ghost
/ɡəʊst/ = NOUN: φάντασμα, πνεύμα, στοιχείο;
USER: φάντασμα, Ghost, φαντασμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
girls
/ɡɜːl/ = NOUN: κορίτσι, κοπέλα, κόρη;
USER: κορίτσια, τα κορίτσια, κοριτσιών, των κοριτσιών, κορίτσια που
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
given
/ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος;
USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
giving
/ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς
GT
GD
C
H
L
M
O
glendale
= USER: Glendale, Glendale της, Γκλέντεϊλ,
GT
GD
C
H
L
M
O
goal
/ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός;
USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου
GT
GD
C
H
L
M
O
goo
/go͞o/ = NOUN: κόλλα;
USER: κόλλα, Goo, Προϊό, των Goo, γλίτσα,
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
government
/ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση;
USER: κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, την κυβέρνηση, κυβερνητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
graduate
/ˈɡrædʒ.u.ət/ = ADJECTIVE: απόφοιτος;
NOUN: πτυχιούχος, διπλωματούχος;
VERB: αποφοιτώ, βαθμολογώ, λαμβάνω βαθμό ή πτυχίο;
USER: αποφοιτήσουν, απόφοιτος, πτυχιούχος, αποφοιτούν, βαθμολογήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
grand
/ɡrænd/ = ADJECTIVE: μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής, μέγας, σπουδαίος;
USER: μεγαλειώδης, μεγάλο, μεγάλη, grand, Γκραντ, Γκραντ
GT
GD
C
H
L
M
O
grant
/ɡrɑːnt/ = NOUN: χορήγηση, παραχώρηση, δωρεά;
VERB: δίνω, παρέχω, παραχωρώ, χαρίζω;
USER: χορηγεί, χορηγήσουν, χορηγούν, χορήγηση, χορηγήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
gras
/ˌmɑː.di ˈɡrɑː/ = USER: γκρα, gras, γκρά,
GT
GD
C
H
L
M
O
greatest
/ɡreɪt/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα
GT
GD
C
H
L
M
O
green
/ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής;
NOUN: πρασινάδα;
USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου
GT
GD
C
H
L
M
O
greeted
/ɡriːt/ = VERB: χαιρετώ, υποδέχομαι;
USER: χαιρετίστηκε, χαιρέτησε, υποδέχτηκαν, υποδεχτεί, υποδέχτηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
grip
/ɡrɪp/ = NOUN: λαβή, πιάσιμο, χειρολαβή, βαλίτσα, γρίππη;
VERB: πιάνομαι, πιάνω, σφίγγω;
USER: λαβή, πιάσιμο, πρόσφυση, κράτημα, λαβής
GT
GD
C
H
L
M
O
grotto
/ˈɡrɒt.əʊ/ = NOUN: σπήλαιο, σπηλιά;
USER: σπηλιά, σπήλαιο, Grotto, σπηλαίου, σπηλιάς
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
groups
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδες, ομάδων, των ομάδων, τις ομάδες, ομάδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
guest
/ɡest/ = NOUN: επισκέπτης, φιλοξενούμενος, προσκεκλημένος, καλεσμένος, προσκαλεσμένος, ξενιζόμενος, μουσαφίρης;
USER: επισκέπτης, επισκεπτών, φιλοξενούμενων, επισκέπτη, πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
guidance
/ˈɡaɪ.dəns/ = NOUN: οδηγία, χειραγώγηση;
USER: οδηγία, καθοδήγηση, καθοδήγησης, οδηγίες, προσανατολισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
guise
/ɡaɪz/ = NOUN: πρόσχημα, ενδυμασία, ήθος, όψη, εξωτερικό παρουσιαστικό;
USER: πρόσχημα, μανδύα, ενδυμασία, προσωπείο, ήθος
GT
GD
C
H
L
M
O
guitar
/ɡɪˈtɑːr/ = NOUN: κιθάρα;
USER: κιθάρα, κιθάρας, την κιθάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
guitarist
/ɡɪˈtɑː.rɪst/ = USER: κιθαρίστας, κιθαρίστα, ο κιθαρίστας, κιθαρίστας των, κιθάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
gymnasium
/jimˈnāzēəm/ = NOUN: γυμναστήριο, γυμνάσιο;
USER: γυμναστήριο, γυμνάσιο, Γυμνασίου, Gymnasium, γυμναστηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
h
/eɪtʃ/ = USER: h, Η, ω, ώρες, ώρα
GT
GD
C
H
L
M
O
had
/hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
halloween
/ˌhæl.əʊˈiːn/ = NOUN: 31 Οκτώβρη, παραμονή των άγιων πάντων;
USER: Απόκριες, halloween, αποκριές, αποκριών, Αποκριάτικες
GT
GD
C
H
L
M
O
hangs
/hæŋ/ = NOUN: κρέμασμα;
USER: κρέμεται, κολλάει, κρεμά, κρεμάει, κλείνει
GT
GD
C
H
L
M
O
happening
/ˈhæp.ən.ɪŋ/ = NOUN: συμβάν;
ADJECTIVE: τυχόν;
USER: συμβαίνει, συμβαίνουν, συμβεί, που συμβαίνουν, συνέβαινε
GT
GD
C
H
L
M
O
hardware
/ˈhɑːd.weər/ = NOUN: σκεύη, σιδηρά εργαλεία, μηχανήματα υπολογιστών;
USER: hardware, υλικού, υλικό, το υλικό, του υλικού
GT
GD
C
H
L
M
O
harry
/ˈhær.i/ = VERB: λυμαίνομαι, βασανίζω;
USER: βασανίζω, λυμαίνομαι, Harry, Χάρι, Ο Χάρι
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
hazy
/ˈheɪ.zi/ = USER: ομιχλώδης, θολός, αμυδρός, ασαφής, θολό
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
head
/hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός;
VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός;
USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
headed
/ˈhed.ɪd/ = VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός;
USER: με τίτλο, επικεφαλής, με επικεφαλής, τίτλο, φεύγει
GT
GD
C
H
L
M
O
headline
/ˈhed.laɪn/ = NOUN: επικεφαλίδα, τίτλος εφημερίδας;
USER: επικεφαλίδα, τίτλο, τίτλος, Μότο, Headline
GT
GD
C
H
L
M
O
healthcare
/ˈhelθ.keər/ = USER: υγειονομική περίθαλψη, υγειονομικής περίθαλψης, της υγειονομικής περίθαλψης, υγείας, υγειονομικής
GT
GD
C
H
L
M
O
heart
/hɑːt/ = NOUN: καρδιά, θάρρος;
USER: καρδιά, καρδιάς, καρδιακή, κέντρο, την καρδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
height
/haɪt/ = NOUN: ύψος, ανάστημα, μπόι;
USER: ύψος, ύψους, Υψος, το ύψος, ύψος του
GT
GD
C
H
L
M
O
heinrich
= USER: Heinrich, Χάινριχ, Ο Heinrich, τον Heinrich, Ερρίκου
GT
GD
C
H
L
M
O
hellenic
/həˈlen.ɪk/ = ADJECTIVE: ελληνικός;
USER: hellenic, Ελληνική, Ελληνικό, Ελληνικής, ελλαδικό
GT
GD
C
H
L
M
O
helping
/ˈhel.pɪŋ/ = NOUN: βοήθεια, μερίδα φαγητού, μερίδα, μερίς φαγητού;
USER: βοήθεια, βοηθώντας, βοηθήσει, βοηθά, βοηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
hewitt
/hjuː/ = USER: Hewitt, της Hewitt, Χιούιτ, Η Hewitt,
GT
GD
C
H
L
M
O
hicks
/hɪk/ = NOUN: χωριάτης, αγροίκος;
USER: Hicks, Χικς
GT
GD
C
H
L
M
O
hidden
/ˈhɪd.ən/ = ADJECTIVE: μυστικός, κεκρυμμένος;
USER: κρυμμένο, κρυφή, κρυμμένα, κρυφές, κρυφό
GT
GD
C
H
L
M
O
highlights
/ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: ανταύγειες;
USER: ανταύγειες, Highlights, τονίζει, Τα κυριότερα σημεία, αναδεικνύει
GT
GD
C
H
L
M
O
highly
/ˈhaɪ.li/ = ADVERB: υψηλά, υψηλώς, μεγαλόπρεπα;
USER: υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής
GT
GD
C
H
L
M
O
hiking
/ˈhaɪ.kɪŋ/ = VERB: πεζοπορώ;
USER: πεζοπορία, πεζοπορίας, ορειβασία, Πεζοπορεία, τουρισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
history
/ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία;
USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού
GT
GD
C
H
L
M
O
hobbies
/ˈhɒb.i/ = NOUN: χόμπι, ευχάριστη απασχόληση, προσφιλής ενασχόλησις, μονομανία, είδος γερακίου;
USER: χόμπι, Χόμπυ, τα χόμπι, hobbies, Ομοσπονδίες
GT
GD
C
H
L
M
O
holds
/həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο;
VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: κατέχει, έχει, κάτοχος, κατέχει το, κρατά
GT
GD
C
H
L
M
O
hole
/həʊl/ = NOUN: οπή, τρύπα, τρώγλη;
USER: τρύπα, οπή, οπής, οπών, τρύπας
GT
GD
C
H
L
M
O
holography
/hɒlˈɒɡ.rə.fi/ = USER: ολογραφία, ολογραφίας, Holography, η ολογραφία, την ολογραφία
GT
GD
C
H
L
M
O
honors
/ˈɒn.əz dɪˌɡriː/ = NOUN: τιμή;
USER: τιμά, τιμητικές διακρίσεις, διακρίσεις, τιμές, άριστα
GT
GD
C
H
L
M
O
hopes
/həʊp/ = NOUN: ελπίδα;
VERB: ελπίζω, ευελπιστώ;
USER: ελπίζει, ευελπιστεί, ελπίδες, ελπίζει ότι, επιθυμεί, επιθυμεί
GT
GD
C
H
L
M
O
hoping
/həʊp/ = VERB: ελπίζω, ευελπιστώ;
USER: ελπίζοντας, ελπίδα, την ελπίδα, ελπίζει, ελπίζουν, ελπίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
hospital
/ˈhɒs.pɪ.təl/ = NOUN: νοσοκομείο;
USER: νοσοκομείο, νοσοκομείου, νοσοκομειακή, νοσοκομείων, νοσοκομεία
GT
GD
C
H
L
M
O
hosted
/həʊst/ = USER: φιλοξενείται, φιλοξένησε, που φιλοξενείται, φιλοξενηθεί, φιλοξενούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
hosting
/hōst/ = USER: φιλοξενία, φιλοξενίας, hosting, φιλοξενώντας, φιλοξενεί
GT
GD
C
H
L
M
O
hot
/hɒt/ = ADJECTIVE: καυτό, ζεστός, καυτός, θερμός, καυτερό, καυτερός, καυστικός;
USER: καυτό, καυτός, ζεστός, θερμός, ζεστό
GT
GD
C
H
L
M
O
house
/haʊs/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος, βουλή;
VERB: στεγάζω, εστιώ;
USER: σπίτι, κατοικία, οικία, σπιτιού, το σπίτι, το σπίτι
GT
GD
C
H
L
M
O
html
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
humanities
/hjuːˈmæn.ə.ti/ = NOUN: κλασσικές μελέτες;
USER: ανθρωπιστικές επιστήμες, ανθρωπιστικών, ανθρωπιστικές, ανθρωπιστικών επιστημών, ανθρωπιστικές σπουδές
GT
GD
C
H
L
M
O
humanizing
/ˈhjuː.mə.naɪz/ = VERB: εξανθρωπίζω, ανθρωπίζω;
USER: εξανθρωπισμού, εξανθρωπισμό, εξανθρωπισμό των, ανθρωποποίησης, εξανθρωπίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
humanlike
= USER: humanlike, ανθρωπόμορφα, ανθρωπόμορφο, ανθρωπόμορφη, ανθρωποειδούς
GT
GD
C
H
L
M
O
humanoid
/ˈ(h)yo͞oməˌnoid/ = ADJECTIVE: ανθρωποειδής;
USER: ανθρωποειδής, ανθρωποειδές, ανθρωποειδών, humanoid, ανθρωποειδή,
GT
GD
C
H
L
M
O
humanoids
GT
GD
C
H
L
M
O
hundreds
/ˈhʌn.drəd/ = USER: εκατοντάδες, εκατοντάδων, τις εκατοντάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
hunt
/hʌnt/ = NOUN: κυνήγι;
VERB: κυνηγώ;
USER: κυνήγι, πρόλαβε, κυνηγιού, κυνηγούν, το κυνήγι
GT
GD
C
H
L
M
O
husband
/ˈhʌz.bənd/ = NOUN: σύζυγος, σύζυγος άνδρας;
VERB: διαχειρίζομαι;
USER: σύζυγος, σύζυγο, σύζυγός, σύζυγό, ο σύζυγός
GT
GD
C
H
L
M
O
hybrid
/ˈhaɪ.brɪd/ = NOUN: υβρίδιο, μικτογενής, μιγάς;
USER: υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδική
GT
GD
C
H
L
M
O
hygiene
/ˈhaɪ.dʒiːn/ = NOUN: υγιεινή;
USER: υγιεινή, υγιεινής, την υγιεινή, υγιεινή των, την υγιεινή των
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
ict
/ˌaɪ.siːˈtiː/ = USER: ict, ΤΠΕ, των ΤΠΕ, τηλεματικες, τις ΤΠΕ
GT
GD
C
H
L
M
O
id
/ɪd/ = ABBREVIATION: ταυτότητα;
USER: ταυτότητα, id, Αριθμός, Κωδικός, ταυτότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
ideation
/ˌaɪdiˈeɪʃən/ = USER: ιδεασμό, ιδεασμός, ιδεασμού, αυτοκτονίας,
GT
GD
C
H
L
M
O
identity
/aɪˈden.tɪ.ti/ = NOUN: ταυτότητα, ταυτότης;
USER: ταυτότητα, ταυτότητας, ταυτότητά, την ταυτότητα, την ταυτότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
illusion
/ɪˈluː.ʒən/ = NOUN: ψευδαίσθηση, αυταπάτη, παραίσθηση;
USER: ψευδαίσθηση, αυταπάτη, παραίσθηση, ψευδαίσθησης, πλάνη
GT
GD
C
H
L
M
O
illustration
/ˌɪl.əˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: εικόνα, επεξήγηση, εικονογραφία, εικών;
USER: εικόνα, επεξήγηση, εικονογράφηση, απεικονίσεων, απεικόνιση
GT
GD
C
H
L
M
O
illustrations
/ˌɪl.əˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: εικόνα, επεξήγηση, εικονογραφία, εικών;
USER: εικονογραφήσεις, απεικονίσεις, εικόνες, εικονογραφήσεων, εικονογράφηση
GT
GD
C
H
L
M
O
illustrator
/ˈiləˌstrātər/ = NOUN: εικονογράφος;
USER: εικονογράφος, Illustrator, εικονογράφηση, εικονογράφο, το Illustrator
GT
GD
C
H
L
M
O
imagery
/ˈɪm.ɪ.dʒər.i/ = NOUN: εικόνες;
USER: εικόνες, εικόνων, απεικόνιση, καλολογικά, καλολογικά στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
immersive
/ɪˈmɜːs/ = USER: immersive, καθηλωτική, συναρπαστικότερα, καθηλωτικό, συναρπαστική
GT
GD
C
H
L
M
O
impact
/imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση;
VERB: προσκρούω, εμπήγω;
USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
impending
/ɪmˈpen.dɪŋ/ = ADJECTIVE: επικείμενος;
USER: επικείμενος, επικείμενη, επικείμενης, την επικείμενη, επικείμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
imperative
/ɪmˈper.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: επιτακτικός, προστακτικός;
NOUN: προστακτική έγγλισις, προστακτική έγκλιση;
USER: επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
imperatives
/ɪmˈper.ə.tɪv/ = NOUN: προστακτική έγγλισις, προστακτική έγκλιση;
USER: επιταγές, επιταγών, επιτακτικές, επιτακτικές ανάγκες, επιταγές της
GT
GD
C
H
L
M
O
implemented
/ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμοστεί, εφαρμόζονται, υλοποιηθεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
importance
/ɪmˈpɔː.təns/ = NOUN: σπουδαιότητα, σπουδαιότης;
USER: σπουδαιότητα, σημασία, σημασίας, σημαντικό, σημασία που, σημασία που
GT
GD
C
H
L
M
O
improve
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
improving
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση, βελτίωση της, τη βελτίωση της, βελτιώνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
improvisation
/ˌɪm.prə.vaɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: αυτοσχεδίαση;
USER: αυτοσχεδιασμός, αυτοσχεδιασμό, αυτοσχεδιασμού, τον αυτοσχεδιασμό
GT
GD
C
H
L
M
O
improvisational
= USER: αυτοσχε'ιαστική, αυτοσχε'ιαστικό, αυτοσχε'ιασμό, αυτοσχε'ιαστικές, αυτοσχε'ιασμού,
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
inc
/ɪŋk/ = USER: inc, Φ.Π.Α., με Φ.Π.Α., βαρών, περ.
GT
GD
C
H
L
M
O
included
/ɪnˈkluːd/ = ADJECTIVE: συμπεριλαμβανομένος;
USER: περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριληφθούν, που περιλαμβάνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
incorporated
/inˈkôrpəˌrātid/ = ADJECTIVE: συσσωματωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματώνεται, ενσωματώνονται, ενσωματώθηκαν, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
increase
/ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση;
VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
increasingly
/ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο;
USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και
GT
GD
C
H
L
M
O
independent
/ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος;
USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
GT
GD
C
H
L
M
O
indianapolis
= USER: Indianapolis, Ιντιανάπολις, Ινδιανάπολη, τοποθεσία Ιντιανάπολις, προορισμό Ιντιανάπολις
GT
GD
C
H
L
M
O
indigo
/ˈindəˌɡō/ = NOUN: ινδικό, λουλάκι;
USER: λουλάκι, λουλακί, ίντιγκο, indigo, ινδικοκαρμίνιο,
GT
GD
C
H
L
M
O
industrial
/ɪnˈdʌs.tri.əl/ = ADJECTIVE: βιομηχανικός;
USER: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικής, βιομηχανικών, βιομηχανικές
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
infantile
/ˈɪn.fən.taɪl/ = ADJECTIVE: νηπιακός, παιδικός, νηπιώδης;
USER: νηπιακός, παιδικός, βρεφική, παιδική, παιδικής
GT
GD
C
H
L
M
O
influential
/ˌinflo͞oˈenCHəl/ = ADJECTIVE: με επιρροή, ισχυρός, σημαίνων;
USER: με επιρροή, ισχυρός, επιρροή, σημαίνοντες, ισχυρό
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
initiated
/ɪˈnɪʃ.i.eɪt/ = VERB: μυώ, εισάγω;
USER: κίνησε, ξεκίνησε, άρχισε, ξεκινήσει, κινήθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
initiative
/ɪˈnɪʃ.ə.tɪv/ = NOUN: πρωτοβουλία;
USER: πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για
GT
GD
C
H
L
M
O
initiatives
/ɪˈnɪʃ.ə.tɪv/ = NOUN: πρωτοβουλία;
USER: πρωτοβουλίες, πρωτοβουλιών, τις πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες που, πρωτοβουλίες για
GT
GD
C
H
L
M
O
initiator
= NOUN: μυητής, εισάγων εις τα μυστήρια;
USER: εκκινητή, εμπνευστής, ενάρξεως, εκκινητής, διεγέρτη
GT
GD
C
H
L
M
O
initiatory
= ADJECTIVE: μυητικός, αρχικός, εισαγωγικός;
USER: μυητικός, αρχικός, εισαγωγικός, μυητικοί, μυητικό
GT
GD
C
H
L
M
O
innovation
/ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση;
USER: καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
GT
GD
C
H
L
M
O
innovative
/ˈɪn.ə.və.tɪv/ = USER: καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμων, καινοτόμο, καινοτόμος
GT
GD
C
H
L
M
O
innovator
/ˈɪn.ə.veɪt/ = NOUN: νεωτεριστής;
USER: νεωτεριστής, καινοτόμος, πρωτοπόρος, καινοτόμο, πρωτότυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
inspire
/ɪnˈspaɪər/ = VERB: εμπνέω;
USER: εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνεύσουν, εμπνέει, να εμπνεύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
inspired
/ɪnˈspaɪəd/ = ADJECTIVE: εμπνευσμένος;
USER: εμπνευσμένος, εμπνευσμένο, εμπνευσμένη, ενέπνευσε, εμπνευσμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
installation
/ˌɪn.stəˈleɪ.ʃən/ = NOUN: εγκατάσταση, εγκαθίδρυση;
USER: εγκατάσταση, εγκατάστασης, τοποθέτηση, την εγκατάσταση, εγκατάσταση του
GT
GD
C
H
L
M
O
installed
/ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω;
USER: εγκατεστημένο, εγκατασταθεί, εγκατεστημένα, εγκαταστήσει, εγκατεστημένη
GT
GD
C
H
L
M
O
institute
/ˈɪn.stɪ.tjuːt/ = NOUN: ινστιτούτο, ίδρυμα, εκπαιδευτήριο;
VERB: συνιστώ, εισάγω, θεσπίζω;
USER: ινστιτούτο, ίδρυμα, Ινστιτούτου, Institute, ιδρύματος
GT
GD
C
H
L
M
O
institution
/ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən/ = NOUN: ίδρυμα, θεσμός, σύσταση, κατάστημα;
USER: ίδρυμα, θεσμός, όργανο, φορέα, ιδρύματος
GT
GD
C
H
L
M
O
institutions
/ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən/ = NOUN: ίδρυμα, θεσμός, σύσταση, κατάστημα;
USER: ιδρύματα, θεσμικών οργάνων, ιδρυμάτων, όργανα, θεσμών
GT
GD
C
H
L
M
O
instructor
/ɪnˈstrʌk.tər/ = NOUN: εκπαιδευτής, καθοδηγητής, διδάσκαλος;
USER: εκπαιδευτής, εκπαιδευτή, εκπαιδευτικός, δάσκαλος, εκπαιδευτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
int
= USER: int, Μεσαίος, Ιηί, Διεθνές, Διεθνή
GT
GD
C
H
L
M
O
integrated
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
integrating
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω;
USER: ενσωμάτωση, ενσωματώνοντας, ενσωμάτωσης, την ενσωμάτωση, ένταξη
GT
GD
C
H
L
M
O
integrative
/-ˌgrātiv/ = USER: ενοποιητική, ενοποιητικές, ολοκληρωμένη, ενσωμάτωσης, ολοκλήρωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
intelligence
/inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση;
USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
intelligent
/inˈtelijənt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, νοήμων;
USER: έξυπνος, νοήμων, ευφυή, έξυπνη, ευφυής
GT
GD
C
H
L
M
O
inter
/ɪnˈtɜːr/ = VERB: θάπτω, ενταφιάζω;
USER: μεταξύ, μεταξύ των, εταξύ
GT
GD
C
H
L
M
O
interacting
/ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία;
USER: αλληλεπιδρώντας, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδρούν, αλληλεπίδρασης, αλληλεπιδρά
GT
GD
C
H
L
M
O
interaction
/ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση;
USER: αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, διάδραση, αλληλεπιδράσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
interactions
/ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση;
USER: αλληλεπιδράσεις, αλληλεπιδράσεων, αλληλεπίδρασης, αλληλεπίδραση, τις αλληλεπιδράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
interactive
/ˌintərˈaktiv/ = ADJECTIVE: αλληλεπιδραστικός;
USER: διαδραστικό, διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικών, διαδραστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
interface
/ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
interfaces
/ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: διεπαφές, διασυνδέσεις, διεπαφών, interfaces, διασυνδέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
interim
/ˈɪn.tər.ɪm/ = ADJECTIVE: προσωρινός;
NOUN: ενδιάμεσο διάστημα, το μεταξύ;
USER: προσωρινός, ενδιάμεση, ενδιάμεσης, ασφαλιστικών, ενδιάμεσες
GT
GD
C
H
L
M
O
international
/ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής;
USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών
GT
GD
C
H
L
M
O
interpretation
/ɪnˌtɜː.prɪˈteɪ.ʃən/ = NOUN: ερμηνεία, εξήγηση;
USER: ερμηνεία, ερμηνείας, την ερμηνεία, διερμηνεία, διερμηνείας
GT
GD
C
H
L
M
O
interstices
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
invented
/ɪnˈvent/ = VERB: εφευρίσκω, επινοώ;
USER: εφευρέθηκε, εφηύρε, εφεύρει, επινόησε, εφευρεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
invention
/ɪnˈven.ʃən/ = NOUN: εφεύρεση;
USER: εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, ευρεσιτεχνία
GT
GD
C
H
L
M
O
inventions
/ɪnˈven.ʃən/ = NOUN: εφεύρεση;
USER: εφευρέσεις, εφευρέσεων, εφευρέσεων που, εφευρέσεις που, τις εφευρέσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
invest
/ɪnˈvest/ = VERB: επενδύω, ενδύω, τοποθετώ, τοποθετώ χρήματα, περιβάλλω, περικυκλώ;
USER: επενδύσεις, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύσει, επενδύει
GT
GD
C
H
L
M
O
investigate
/inˈvestiˌgāt/ = VERB: ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω;
USER: διερευνήσει, ερευνήσει, διερεύνηση, τη διερεύνηση, διερευνηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
investigating
/inˈvestiˌgāt/ = VERB: ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω;
USER: διερεύνηση, διερεύνησης, τη διερεύνηση, ερευνά, διερευνά
GT
GD
C
H
L
M
O
investigation
/ɪnˌves.tɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο;
USER: έρευνα, έρευνας, διερεύνηση, της έρευνας, διερεύνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
investment
/ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία;
USER: επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, των επενδύσεων, επένδυσης
GT
GD
C
H
L
M
O
investments
/ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία;
USER: επενδύσεις, επενδύσεων, τις επενδύσεις, οι επενδύσεις, των επενδύσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
invited
/ɪnˈvaɪt/ = ADJECTIVE: καλεσμένος;
USER: κάλεσε, προσκληθεί, καλείται, καλούνται, κληθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
invitees
GT
GD
C
H
L
M
O
involved
/ɪnˈvɒlvd/ = ADJECTIVE: εμπλεγμένος, περίπλοκος;
USER: συμμετέχουν, που συμμετέχουν, εμπλέκονται, που εμπλέκονται, συμμετέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
involving
/ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω;
USER: με τη συμμετοχή, συμμετοχή, τη συμμετοχή, αφορούν, που αφορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
island
/ˈaɪ.lənd/ = NOUN: νησί, νήσος;
USER: νησί, νήσος, νησιού, νήσου, νησιωτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
islands
/ˈaɪ.lənd/ = NOUN: νησί, νήσος;
USER: νησιά, νησιών, τα νησιά, νησιά του, Νήσοι
GT
GD
C
H
L
M
O
issue
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
issued
/ˈɪʃ.uː/ = ADJECTIVE: εκδοθείς;
USER: εκδίδεται, εκδοθεί, εκδίδονται, που εκδίδονται, εξέδωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
italian
/ɪˈtæl.jən/ = NOUN: ιταλικά, Ιταλός;
ADJECTIVE: ιταλικός;
USER: ιταλικά, Ιταλός, ιταλικός, italian, ιταλική
GT
GD
C
H
L
M
O
itf
= USER: ITF, ΙΤΡ, η ITF, της ITF, την ITF,
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
j
/dʒeɪ/ = USER: ι, j, ϋ,
GT
GD
C
H
L
M
O
january
/ˈdʒæn.jʊ.ri/ = NOUN: Ιανουάριος, Γενάρης;
USER: Ιανουάριος, Γενάρης, Ιαν., Ιανουάριο, Γενάρη
GT
GD
C
H
L
M
O
jazz
/dʒæz/ = NOUN: τζαζ, ζωηρά ιδιόρρυθμος μουσική;
ADJECTIVE: τζαζ;
VERB: ζωηρεύω;
USER: τζαζ, Jazz, μουσική τζαζ, της τζαζ, με μουσική τζαζ
GT
GD
C
H
L
M
O
jet
/dʒet/ = NOUN: αεριωθούμενο, πίδακας, γαγάτης, τζέτ, αεριοθούμενο αεροπλάνο, φωτοβολίδα, πύραυλος, μαύρο γυαλί;
VERB: αναβλύζω, εκτοξεύω, εκρέω, εκπηδώ;
ADJECTIVE: κρουνός;
USER: αεριωθούμενο, πίδακας, jet, τζετ, εκτόξευση
GT
GD
C
H
L
M
O
jong
/ˌmɑːˈdʒɒŋ/ = USER: Jong, Γιονγκ
GT
GD
C
H
L
M
O
journal
/ˈdʒɜː.nəl/ = NOUN: εφημερίδα, ημερολόγιο, οδοιπορία, στροφέας άξονα, ημερολόγιο διάφορων πράξεων;
USER: εφημερίδα, ημερολόγιο, περιοδικό, Εφημερίδα αριθ., περιοδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
journals
/ˈdʒɜː.nəl/ = NOUN: εφημερίδα, ημερολόγιο, οδοιπορία, στροφέας άξονα, ημερολόγιο διάφορων πράξεων;
USER: περιοδικά, περιοδικών, επιστημονικά περιοδικά, εφημερίδες
GT
GD
C
H
L
M
O
jpl
= USER: JPL, του JPL, δικαιοσύνης και ειρήνης νομοθεσίας, το JPL, λόγω νομοθεσίας,
GT
GD
C
H
L
M
O
jules
= USER: Jules, Ζυλ, τον Jules, Ο Jules
GT
GD
C
H
L
M
O
july
/dʒʊˈlaɪ/ = NOUN: Ιούλιος, Αλωνάρης;
USER: Ιούλιος, Ιουλ., Ιούλ., Ιούλη, Ιουλ
GT
GD
C
H
L
M
O
june
/dʒuːn/ = NOUN: Ιούνιος;
USER: Ιούνιος, Ιουν., Ιούν., Ιούνη, Ιουν, Ιουν
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
juxtapose
/ˌdʒʌk.stəˈpəʊz/ = VERB: αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω;
USER: αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλει, αντιπαραθέτουμε, αντιπαρατεθεί, αντιπαρατεθεί με
GT
GD
C
H
L
M
O
k
= ABBREVIATION: μεγάλο;
USER: l, ιβ, αριθ. L, Ι, λίτρο
GT
GD
C
H
L
M
O
keens
GT
GD
C
H
L
M
O
kent
/ken/ = USER: kent, Κεντ
GT
GD
C
H
L
M
O
kern
/kərn/ = NOUN: εξοχή τυπογραφικού στοιχείου από το σώμα του γράμματος;
USER: εξοχή τυπογραφικού στοιχείου από το σώμα του γράμματος, Kern, πύκνωση, εφαρμοστεί πύκνωση, πύκνωση ζεύγους
GT
GD
C
H
L
M
O
keynote
/ˈkiː.nəʊt/ = NOUN: νότα μουσικής, βασικός τόνος;
USER: νότα μουσικής, βασικός τόνος, ομιλία, εναρκτήρια, εναρκτήρια ομιλία
GT
GD
C
H
L
M
O
kinetic
/kɪˈnet.ɪk/ = ADJECTIVE: κινητικός;
USER: κινητικός, κινητική, κινητικής, κινητικές, κινητικών
GT
GD
C
H
L
M
O
kitchenware
/ˈkɪtʃ.ən.weər/ = NOUN: μαγειρικά σκεύη;
USER: μαγειρικά σκεύη, κουζινικά σκεύη, μαγειρικά, κουζινικά, Κουζινικά σκεύη Μπάνιο,
GT
GD
C
H
L
M
O
knight
/naɪt/ = NOUN: ιππότης, άλογο σκάκιου;
USER: ιππότης, ιππότη, knight, ιπποτών, ιππέα
GT
GD
C
H
L
M
O
kristen
= USER: Kristen, Κρίστεν, Ο Kristen, του Kristen, τον Kristen,
GT
GD
C
H
L
M
O
l
= ABBREVIATION: μεγάλο;
USER: μεγάλο, l,
GT
GD
C
H
L
M
O
lab
/læb/ = NOUN: εργαστήριο;
USER: εργαστήριο, Lab, εργαστηρίου, εργαστηριακές, εργαστήριό
GT
GD
C
H
L
M
O
labelled
/ˈleɪ.bəl/ = VERB: επιγράφω, σημειώ, σημειώνω;
USER: επισημαίνονται, χαρακτηρισμένα, επισημανθεί, ετικέτα, επισήμανση
GT
GD
C
H
L
M
O
laboratories
/ˈlabrəˌtôrē/ = NOUN: εργαστήριο;
USER: εργαστήρια, εργαστηρίων, τα εργαστήρια, εργαστήρια που, εργαστηρίων που
GT
GD
C
H
L
M
O
laboratory
/ˈlabrəˌtôrē/ = NOUN: εργαστήριο;
USER: εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστηριακές, εργαστηριακών, εργαστηριακή
GT
GD
C
H
L
M
O
labs
/læb/ = NOUN: εργαστήριο;
USER: εργαστήρια, labs, εργαστηρίων, τα εργαστήρια, εργαστήριο
GT
GD
C
H
L
M
O
labyrinth
/ˈlæb.ə.rɪnθ/ = NOUN: λαβύρινθος;
USER: λαβύρινθος, λαβύρινθο, λαβυρίνθου, του λαβυρίνθου, λαβύρινθου
GT
GD
C
H
L
M
O
labyrinthine
/ˌlabəˈrinˌTHēn,-ˈrinTHin,-ˈrinˌTHīn/ = ADJECTIVE: λαβυρινθώδης;
USER: λαβυρινθώδης, δαιδαλώδη, δαιδαλώδεις, δαιδαλώδες, λαβυρινθώδεις
GT
GD
C
H
L
M
O
lagoon
/ləˈɡuːn/ = NOUN: λιμνοθάλασσα, λίμνη;
USER: λιμνοθάλασσα, λιμνοθάλασσας, λίμνη, στη λιμνοθάλασσα, lagoon
GT
GD
C
H
L
M
O
landscape
/ˈlænd.skeɪp/ = NOUN: τοπίο;
USER: τοπίο, τοπίου, θαλασσινό, το τοπίο, τοπίων
GT
GD
C
H
L
M
O
language
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές
GT
GD
C
H
L
M
O
large
/lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο;
ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς;
USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
lausanne
= NOUN: Λοζάνη;
USER: Λοζάνη, lausanne, Λωζάνη, Λωζάνης, Λωζάννης
GT
GD
C
H
L
M
O
lead
/liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα;
VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
leader
/ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής;
USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής
GT
GD
C
H
L
M
O
leaders
/ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής;
USER: ηγέτες, οι ηγέτες, ηγετών, τους ηγέτες, ηγέτες της
GT
GD
C
H
L
M
O
leadership
/ˈliː.də.ʃɪp/ = NOUN: ηγεσία, αρχηγία;
USER: ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, της ηγεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
leading
/ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών;
NOUN: αρχηγία, οδηγία;
USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
leagues
/liːɡ/ = NOUN: σύνδεσμος, λεύγα, λεύγη;
USER: πρωταθλήματα, πρωταθλημάτων, τα πρωταθλήματα, ομίλους
GT
GD
C
H
L
M
O
learn
/lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ;
USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει
GT
GD
C
H
L
M
O
learned
/ˈlɜː.nɪd/ = ADJECTIVE: πολυμαθής, μάθητος;
USER: αντλήθηκαν, μάθει, έμαθε, έμαθαν, έμαθα, έμαθα
GT
GD
C
H
L
M
O
learning
/ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost;
USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
leash
/liːʃ/ = NOUN: λουρί;
VERB: δένω, συνδέω, κρατώ από το λωρίον;
USER: λουρί, το λουρί, λουριών, δένω
GT
GD
C
H
L
M
O
lecture
/ˈlek.tʃər/ = NOUN: διάλεξη, παράδοση, επίπληξη, νουθεσία, διδαχή;
VERB: διδάσκω, επιπλήττω, δίδω διάλεξη;
USER: διάλεξη, διαλέξεις, διάλεξη με, μιλήσει, διδακτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
lecturer
/ˈlek.tʃər.ər/ = NOUN: λέκτορας, ομιλητής, υφηγητής;
USER: λέκτορας, ομιλητής, καθηγητής, διδάσκοντος, καθηγητή
GT
GD
C
H
L
M
O
lectures
/ˈlek.tʃər/ = NOUN: διάλεξη, παράδοση, επίπληξη, νουθεσία, διδαχή;
USER: διαλέξεις, διαλέξεων, ομιλίες, μαθήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
led
/led/ = VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδήγησε, οδήγησαν, υπό την ηγεσία, επικεφαλής, οδηγήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
lee
/liː/ = ADJECTIVE: υπήνεμος;
NOUN: υπήνεμο μέρος, καταφύγιο;
USER: lee, Λι, υπήνεμη, ο Lee, απάνεμο
GT
GD
C
H
L
M
O
legal
/ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος;
USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές
GT
GD
C
H
L
M
O
legs
/leg/ = NOUN: πόδι, σκέλος, κνήμη, γάμπα;
USER: πόδια, τα πόδια, ποδιών, σκέλη, στα πόδια
GT
GD
C
H
L
M
O
length
/leŋθ/ = NOUN: μήκος, διάρκεια;
USER: μήκος, διάρκεια, μήκους, το μήκος, μήκος της
GT
GD
C
H
L
M
O
less
/les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα;
ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων;
USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο
GT
GD
C
H
L
M
O
licenses
/ˈlaɪ.səns/ = NOUN: άδεια, επαγγελματική άδεια, υπερβολική ελευθερία, υπερβολική ελευθερεία;
USER: άδειες, αδειών, πιστοποιητικά, πιστοποιητικών, τις άδειες
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
lifelike
/ˈlaɪf.laɪk/ = ADJECTIVE: όμοιος με ζωντανό;
USER: όμοιος με ζωντανό, ζωντανές, ζωντανά, ζωντανή, ζωντανό
GT
GD
C
H
L
M
O
light
/laɪt/ = NOUN: φως, φανός, φωτιά, σέλας;
ADJECTIVE: ελαφρός, φωτεινός, ανοικτός, ανάλαφρος;
VERB: φωτίζω, ανάπτω, καταβαίνω;
USER: φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
GT
GD
C
H
L
M
O
lighting
/ˈlaɪ.tɪŋ/ = NOUN: φωτισμός, άναμμα;
USER: φωτισμός, φωτισμού, φωτισμό, φωτιστικά, διατάξεων φωτισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
likened
/ˈlīkən/ = VERB: παρομοιάζω;
USER: παρομοιαστεί, παρομοίασε, παρομοιάζεται, παρομοιάσει, παρομοιαστεί με,
GT
GD
C
H
L
M
O
likeness
/ˈlaɪk.nəs/ = NOUN: ομοιότητα, ομοιότης;
USER: ομοιότητα, ομοίωση, ομοίωμα, ομοιότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
liminal
GT
GD
C
H
L
M
O
linear
/ˈlɪn.i.ər/ = ADJECTIVE: γραμμικός, επιμήκης;
USER: γραμμικός, γραμμική, γραμμικό, γραμμικής, γραμμικές
GT
GD
C
H
L
M
O
lingual
/ˌmʌltiˈlɪŋgwəl/ = ADJECTIVE: γλωσσικός;
USER: γλωσσικός, γλωσσική, γλωσσικό, γλωσσικά, γλωσσικές
GT
GD
C
H
L
M
O
lists
/lɪst/ = NOUN: παλαίστρα, κονίστρα, τόπος αγώνων;
USER: λίστες, καταλόγους, κατάλογοι, καταλόγων, λιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
literally
/ˈlɪt.ər.əl.i/ = USER: κυριολεκτικά, στην κυριολεξία, κυριολεξία, γράμμα, κυριολεκτικά να
GT
GD
C
H
L
M
O
live
/lɪv/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω;
ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, ζωηρός;
USER: ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
living
/ˈlɪv.ɪŋ/ = NOUN: ζωή, προς το ζήν;
ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, έμβιος;
USER: ζωή, ζουν, διαβίωσης, που ζουν, ζωής
GT
GD
C
H
L
M
O
loaning
/ləʊn/ = VERB: 'ανείζω;
USER: Δανεισμός, 'ανεισμού,
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
longer
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος;
ADVERB: περισσότερα, μακρότερα;
USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
lorentz
= USER: Lorentz, Λόρεντζ, του Lorentz, αναλλοίωτου Lorentz
GT
GD
C
H
L
M
O
los
/ˈlaɪ.ləʊ/ = USER: los, Λος, ομάδα los, τοποθεσία Λος, προορισμό Λος
GT
GD
C
H
L
M
O
loss
/lɒs/ = NOUN: απώλεια, ζημιά, χάσιμο, πτώση, χαμός, χασούρα;
USER: απώλεια, ζημιά, απώλειας, ζημία, την απώλεια
GT
GD
C
H
L
M
O
ltd
= USER: ltd, Λτδ, ΕΠΕ, Ε.Π.Ε., Ε.Π.Ε.
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
ma
/mɑː/ = USER: ma, Μασαχουσέτη, ΜΑ, Μ.Α., μάνα
GT
GD
C
H
L
M
O
machina
/ˌdeɪ.əs eks ˈmæk.ɪ.nə/ = USER: μηχανής, machina, από μηχανής,
GT
GD
C
H
L
M
O
machine
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
machined
/məˈʃiːn/ = USER: μηχανικά, κατεργασία, μηχανική, επεξεργασμένα, κατασκευαστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
machines
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
machining
/məˈʃiːn/ = USER: μηχανική κατεργασία, κατεργασία, μεταλλοτεχνίας, μηχανική, κατεργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
macho
/ˈmætʃ.əʊ/ = USER: macho, μάτσο, μαχητική, φαλλοκρατών, φαλλοκράτης
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
magazine
/ˌmæɡ.əˈziːn/ = NOUN: περιοδικό;
USER: περιοδικό, περιοδικού, περιοδικών, το περιοδικό, γεμιστήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
magnetism
/ˈmagnəˌtizəm/ = NOUN: μαγνητισμός;
USER: μαγνητισμός, μαγνητισμό, μαγνητισμού, το μαγνητισμό, ο μαγνητισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
maintained
/mānˈtān/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρηθεί, διατηρείται, διατηρηθούν, διατηρούνται, διατήρησε
GT
GD
C
H
L
M
O
maintenance
/ˈmeɪn.tɪ.nəns/ = NOUN: συντήρηση, διατήρηση, τήρηση, υποστήριξη;
USER: συντήρηση, διατήρηση, συντήρησης, τη συντήρηση, διατροφής
GT
GD
C
H
L
M
O
makers
/ˈmeɪ.kər/ = NOUN: κατασκευαστής, δημιουργός, ποιητής, κάνων;
USER: κατασκευαστές, διαμορφωτές, ιθύνοντες, φορείς χάραξης, υπεύθυνους χάραξης
GT
GD
C
H
L
M
O
male
/meɪl/ = ADJECTIVE: αρσενικός;
NOUN: άρρεν;
USER: αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, άνδρες, αρσενικά
GT
GD
C
H
L
M
O
man
/mæn/ = NOUN: άνθρωπος, άνδρας, ανήρ;
VERB: επανδρώνω, εφοδιάζω με άνδρες, επανδρώ;
USER: άνθρωπος, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ανθρώπου, ανθρώπου
GT
GD
C
H
L
M
O
managed
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
manager
/ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής;
USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ
GT
GD
C
H
L
M
O
managing
/ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
mandarin
/ˈmæn.dər.ɪn/ = NOUN: μανταρίνι, μανδαρίνι;
ADJECTIVE: μανδαρίνος;
USER: μανταρίνι, Mandarin, μανταρινιού, μανταρινιών, μανταρινιές
GT
GD
C
H
L
M
O
manhood
/ˈmæn.hʊd/ = NOUN: ανδρική ηλικία, ανδρισμός, ανδρότης, ανδρότητα;
USER: ανδρική ηλικία, ανδρισμός, ανδρισμό, ανδρισμού, έφηβος
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturing
/ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση;
USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
maquette
GT
GD
C
H
L
M
O
maquettes
GT
GD
C
H
L
M
O
march
/mɑːtʃ/ = NOUN: πορεία, εμβατήριο, βάδισμα, οδοιπορία, σύνορο;
VERB: βαδίζω, πορεύομαι;
USER: πορεία, Μάρτιος, εμβατήριο, βαδίζω, Μαρτίου
GT
GD
C
H
L
M
O
mardi
/ˌmɑː.di ˈɡrɑː/ = USER: Mardi, απόκριες, το Mardi, του Mardi, πάρτι για την καθαρή,
GT
GD
C
H
L
M
O
maris
/ˈmɑːriː/ = USER: maris, των maris, Μαρής, Μάρις,
GT
GD
C
H
L
M
O
mark
= NOUN: σημάδι, σημείο, βαθμός, μάρκο, στόχος, σκοπός, μάρκο γερμανίας, σημαντήρας;
VERB: σημειώνω, μαρκάρω;
USER: σήμα, το σήμα, σήματος, σήμανση, σημάδι,
GT
GD
C
H
L
M
O
market
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
markets
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορές, αγορών, τις αγορές, των αγορών
GT
GD
C
H
L
M
O
marlins
= NOUN: είδος μεγάλου ψαριού;
USER: μάρλιν, marlins, Marlins της, των marlins,
GT
GD
C
H
L
M
O
mass
/mæs/ = NOUN: μάζα, όγκος, λειτουργία, σύνολο, θεία λειτουργία, σωρός;
VERB: μαζεύω, συσσωρεύω;
USER: μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, βάρος
GT
GD
C
H
L
M
O
material
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
ADJECTIVE: ουσιώδης, υλικός, σημαντικός;
USER: υλικό, ύλη, υλικού, υλικών, υλικά
GT
GD
C
H
L
M
O
materials
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών
GT
GD
C
H
L
M
O
math
/ˌmæθˈmæt.ɪks/ = USER: math-abbreviation, math;
USER: μαθηματικά, μαθηματικών, τα μαθηματικά, math, μαθηματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
mathews
= USER: Mathews, Μάθιους"
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
maya
= USER: maya, Μάγια, Μάγιας
GT
GD
C
H
L
M
O
meaning
/mēn/ = NOUN: έννοια, νόημα;
USER: έννοια, νόημα, την έννοια, σημαίνει, που σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
mechanical
/məˈkæn.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: μηχανικός;
USER: μηχανικός, μηχανική, μηχανικές, μηχανικά, μηχανικό, μηχανικό
GT
GD
C
H
L
M
O
mechanisms
/ˈmek.ə.nɪ.zəm/ = NOUN: μηχανισμός;
USER: μηχανισμούς, μηχανισμοί, μηχανισμών, τους μηχανισμούς, των μηχανισμών, των μηχανισμών
GT
GD
C
H
L
M
O
media
/ˈmiː.di.ə/ = NOUN: μέσα ενημέρωσης;
USER: μέσα ενημέρωσης, μέσα, μέσων, μέσων ενημέρωσης, media
GT
GD
C
H
L
M
O
medical
/ˈmed.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ιατρικός, υγειονομικός;
USER: ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικών, ιατρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
meeting
/ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα;
USER: συνάντηση, συνεδρίαση, συνεδρίασης, σύσκεψη, συνεδρίασή, συνεδρίασή
GT
GD
C
H
L
M
O
meetings
/ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα;
USER: συναντήσεις, συνεδριάσεις, συνεδριάσεων, συναντήσεων, συσκέψεις
GT
GD
C
H
L
M
O
member
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
members
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
memberships
/ˈmembəʃɪp/ = NOUN: μέλη, ιδιότητα του μέλους, συναδελφότητα, συναδελφότης;
USER: συνδρομές, Συμμετοχές σε, ιδιότητες μέλους, συνδρομές σε, ιδιότητα μέλους
GT
GD
C
H
L
M
O
menlo
= USER: Menlo, Μένλο
GT
GD
C
H
L
M
O
mentored
/ˈmɛntɔː/ = USER: μέντορας, μέντοράς, mentored, καθοδηγούνται, μέντορα
GT
GD
C
H
L
M
O
merit
/ˈmer.ɪt/ = NOUN: αξία, προτέρημα, ποσό;
VERB: αξίζω;
USER: αξίζουν, χρήζουν, αξίζει, αξίζει να, δικαιολογούν
GT
GD
C
H
L
M
O
meritorious
/ˈmeriˌtôrēəs/ = ADJECTIVE: άξιος, αξιέπαινος, αξιόλογος;
USER: άξιος, αξιέπαινος, αξιόλογος, άξια, αξιέπαινο
GT
GD
C
H
L
M
O
mermaid
/ˈmɜː.meɪd/ = NOUN: γοργόνα, σειρήνα, νεράιδα;
USER: γοργόνα, Mermaid, γοργόνας, γοργόνων
GT
GD
C
H
L
M
O
methods
/ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα;
USER: μεθόδους, μέθοδοι, μεθόδων, τις μεθόδους, μεθόδους που
GT
GD
C
H
L
M
O
miles
/maɪl/ = NOUN: μίλι, μίλιο;
USER: χιλιόμετρα, μίλια, χλμ, χλμ., μιλίων
GT
GD
C
H
L
M
O
military
/ˈmɪl.ɪ.tər.i/ = ADJECTIVE: στρατιωτικός;
USER: στρατιωτικός, στρατιωτική, στρατιωτικές, στρατιωτικών, στρατιωτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
mind
/maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια;
VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω;
USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε
GT
GD
C
H
L
M
O
minutes
/ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: πρακτικά;
USER: πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτά με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
miracles
/ˈmɪr.ɪ.kl̩/ = NOUN: θαύμα;
USER: θαύματα, θαυμάτων, τα θαύματα, θαύματα που, θαύμα
GT
GD
C
H
L
M
O
mischief
/ˈmɪs.tʃɪf/ = NOUN: κακό, σκανδαλιά, αταξία, βλάβη, ζημιά;
VERB: κάνω κακό;
USER: κακό, αταξία, σκανδαλιά, αταξίες, σκανταλιές
GT
GD
C
H
L
M
O
mixed
/mɪkst/ = ADJECTIVE: μικτός, ανάμεικτος, ανάμικτος, ανομοιογενής, σύμμικτος, συμμιγής, ανάκατος;
USER: μικτός, μικτή, μικτές, μικτό, μικτών
GT
GD
C
H
L
M
O
model
/ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα;
ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος;
VERB: προπλάττω;
USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο
GT
GD
C
H
L
M
O
modern
/ˈmɒd.ən/ = ADJECTIVE: σύγχρονος, μοντέρνος, νέος, νεώτερος;
USER: σύγχρονος, μοντέρνος, σύγχρονη, σύγχρονες, μοντέρνα
GT
GD
C
H
L
M
O
monetary
/ˈmʌn.ɪ.tri/ = ADJECTIVE: νομισματικός, χρηματικός;
USER: νομισματικός, νομισματικής, νομισματική, νομισματικών, νομισματικά
GT
GD
C
H
L
M
O
money
/ˈmʌn.i/ = NOUN: χρήματα, χρήμα, λεφτά, παραδάκι, παράς;
USER: χρήματα, χρήμα, λεφτά, χρημάτων, τα χρήματα, τα χρήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
monstrosities
/mɒnˈstrɒs.ə.ti/ = NOUN: τερατούργημα, τερατωδία;
USER: τερατουργήματα, τερατουργήματα που, εκτρώματα, monstrosities, τα τερατουργήματα,
GT
GD
C
H
L
M
O
monterey
= USER: Μοντερέι, Monterey, τοποθεσία Μοντερέι, προορισμό Μοντερέι
GT
GD
C
H
L
M
O
months
/mʌnθ/ = NOUN: μήνας;
USER: μήνες, μηνών, months, μήνα
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
morning
/ˈmɔː.nɪŋ/ = NOUN: πρωί, πρωία;
ADJECTIVE: πρωινός;
USER: πρωί, το πρωί, πρωινό, πρωινή
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
motion
/ˈməʊ.ʃən/ = NOUN: κίνηση, πρόταση, κίνημα;
VERB: κάνω σημείο;
USER: κίνηση, πρόταση, κίνησης, πρότασης, κινήσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
mounted
/ˈmaʊn.tɪd/ = ADJECTIVE: έφιππος;
USER: τοποθετημένο, τοποθετημένη, τοποθετημένα, τοποθετηθεί, τοποθετείται
GT
GD
C
H
L
M
O
movement
/ˈmuːv.mənt/ = NOUN: κίνηση, κίνημα, μετακίνηση, κίνηση λογαριασμού;
USER: κίνημα, κίνηση, μετακίνηση, κυκλοφορία, κυκλοφορίας
GT
GD
C
H
L
M
O
moves
/muːv/ = NOUN: κίνηση;
VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ;
USER: κινήσεις, κινείται, μετακινείται, κινήσεων, τις κινήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
mtv
/ˌem.tiːˈviː/ = USER: mtv, το MTV, του MTV, της MTV
GT
GD
C
H
L
M
O
mud
/mʌd/ = NOUN: λάσπη, βόρβορος, πηλός, βούρκος;
USER: λάσπη, λάσπης, ιλύος, τη λάσπη, λάσπες
GT
GD
C
H
L
M
O
multimodal
/ˈməltiˌmōd,ˈməltī-/ = USER: πολυτροπικές, πολυτροπικών, πολυτροπική, πολυτροπικού, τις πολυτροπικές,
GT
GD
C
H
L
M
O
muscle
/ˈmʌs.l̩/ = NOUN: μυς, μυώνας, μυς του σώματος, κογχύλιο;
USER: μυς, μυών, των μυών, μυ, μυϊκή
GT
GD
C
H
L
M
O
muscles
/ˈmʌs.l̩/ = NOUN: μυς, μυώνας, μυς του σώματος, κογχύλιο;
USER: μύες, μυς, μυών, τους μυς, οι μύες
GT
GD
C
H
L
M
O
museum
/mjuːˈziː.əm/ = NOUN: μουσείο;
USER: μουσείο, Museum, μουσείου, μουσείων, μουσεία, μουσεία
GT
GD
C
H
L
M
O
museums
/mjuːˈziː.əm/ = NOUN: μουσείο;
USER: μουσεία, μουσείων, τα μουσεία, Μουσεία για
GT
GD
C
H
L
M
O
music
/ˈmjuː.zɪk/ = NOUN: μουσική;
USER: μουσική, μουσικής, τη μουσική, μουσικά, μουσικού
GT
GD
C
H
L
M
O
musician
/mjuːˈzɪʃ.ən/ = USER: μουσικός, μουσικό, μουσικού
GT
GD
C
H
L
M
O
mutual
/ˈmjuː.tʃu.əl/ = ADJECTIVE: αμοιβαίος, κοινός;
USER: αμοιβαίας, αμοιβαία, αμοιβαίου, αμοιβαίων, αμοιβαίο
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
myself
/maɪˈself/ = PRONOUN: εγώ ο ίδιος;
USER: εγώ ο ίδιος, εαυτό μου, τον εαυτό μου, ίδιος, ο ίδιος
GT
GD
C
H
L
M
O
mythical
/ˈmɪθ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: μυθικός, μυθώδης;
USER: μυθικός, μυθικό, μυθική, μυθικού, μυθικά
GT
GD
C
H
L
M
O
n
/en/ = USER: n, ν, η, κ, Β
GT
GD
C
H
L
M
O
name
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
nanyang
= USER: Nanyang, Νανγιάνγκ, Nanyang της,
GT
GD
C
H
L
M
O
narrative
/ˈnær.ə.tɪv/ = NOUN: αφήγημα, διήγημα;
ADJECTIVE: αφηγηματικός, διηγηματικός;
USER: αφήγημα, αφηγηματικός, διήγημα, αφήγηση, αφήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
nasa
/ˈnæs.ə/ = USER: nasa, της NASA, τη NASA, η NASA, ΝΑΣΑ
GT
GD
C
H
L
M
O
national
/ˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: εθνικός, υπήκοος;
USER: εθνικός, υπήκοος, εθνικό, εθνικών, εθνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
natural
/ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος;
USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική
GT
GD
C
H
L
M
O
naturalistic
/ˌnaCHərəˈlistik/ = ADJECTIVE: φυσιοκρατικός, νατουραλιστικός;
USER: φυσιοκρατικός, νατουραλιστικών, νατουραλιστική, νατουραλιστικό, νατουραλιστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
nautili
GT
GD
C
H
L
M
O
nautiluses
GT
GD
C
H
L
M
O
navigate
/ˈnæv.ɪ.ɡeɪt/ = VERB: κυβερνώ, πλέω, διαπλέω, πιλοτάρω;
USER: πλοήγηση, πλοηγηθείτε, περιηγηθείτε, πλοηγηθεί, μεταβείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
navigated
/ˈnæv.ɪ.ɡeɪt/ = VERB: κυβερνώ, πλέω, διαπλέω, πιλοτάρω;
USER: πλοήγηση, πλοηγείται, πλοηγηθούν, ναυτιλία, αεροναυτιλία
GT
GD
C
H
L
M
O
nearly
/ˈnɪə.li/ = ADVERB: σχεδόν, πλησίον;
USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν το, έφτασε, από σχεδόν
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
negotiated
/nəˈɡəʊ.ʃi.eɪt/ = VERB: διαπραγματεύομαι, εμπορεύομαι, υπερπηδώ, υπερνικώ;
USER: διαπραγματεύσιμη, διαπραγμάτευση, διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσεων, διαπραγματεύθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
negotiation
/nəˌɡəʊ.ʃiˈeɪ.ʃən/ = NOUN: διαπραγμάτευση;
USER: διαπραγμάτευση, διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσεων, διαπραγματεύσεις, των διαπραγματεύσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
ness
/-nəs/ = USER: ness, Νες, κότητας, τητας, τητα
GT
GD
C
H
L
M
O
neural
/ˈnjʊə.rəl/ = ADJECTIVE: νευρικός;
USER: νευρικός, νευρικών, νευρικού, νευρωνικά, νευρωνικών
GT
GD
C
H
L
M
O
neurological
/ˌnjʊə.rəˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: νευρολογικός;
USER: νευρολογικές, νευρολογική, νευρολογικά, νευρολογικών, νευρολογικής
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
newport
= USER: Νιούπορτ, Newport, τοποθεσία Νιούπορτ
GT
GD
C
H
L
M
O
news
/njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι;
USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση
GT
GD
C
H
L
M
O
newsletter
/ˈnjuːzˌlet.ər/ = NOUN: εγκύκλιος;
USER: newsletter, ενημερωτικό δελτίο, ενημερωτικού δελτίου, δελτίο, ενημερωτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
next
/nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος;
PREPOSITION: έπειτα;
USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
night
/naɪt/ = NOUN: νύχτα, βράδυ, νύκτα, νυξ, βράδιά;
USER: νύχτα, βράδυ, νύκτα, διανυκτέρευση, βραδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
nodes
/nəʊd/ = NOUN: κόμβος, όζος;
USER: κόμβοι, κόμβους, κόμβων, οι κόμβοι, τους κόμβους
GT
GD
C
H
L
M
O
nominee
/ˌnɒm.ɪˈniː/ = NOUN: υποψήφιος, προταθείς υποψήφιος, υποδειχθείς υποψήφιος;
USER: υποψήφιος, υποψήφιο, υποψηφίου, υποψήφια, ορισθέντα
GT
GD
C
H
L
M
O
non
/nɒn-/ = USER: non, non, non;
USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
GT
GD
C
H
L
M
O
nondestructive
GT
GD
C
H
L
M
O
nonlinear
= USER: μη γραμμική, γραμμική, μη γραμμικές, γραμμικών, μη γραμμικών
GT
GD
C
H
L
M
O
nonverbal
/ˌnɒnˈvɜː.bəl/ = USER: λεκτική, μη λεκτική, nonverbal, μη λεκτικής, μη λεκτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
north
/nɔːθ/ = ADJECTIVE: βόρειος;
NOUN: βορράς, βοράς, βορεινή περιοχή;
USER: βόρεια, βορρά, North, Βόρειο, βόρεια Προάστια
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
noted
/ˈnəʊ.tɪd/ = ADJECTIVE: φημισμένος, διάσημος, πασίγνωστος;
USER: Σημειώνεται, σημείωσε, σημειωθεί, Επισημαίνεται, επισημανθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
nov
/nəʊˈvem.bər/ = USER: Νοέμβριος, Νοέμβριο, Νοέμβρης, Νοέμβρη, Νοέμ
GT
GD
C
H
L
M
O
nova
/ˈnəʊvə/ = USER: nova, Νέα, τοποθεσία Νέα, Νόβα, της nova,
GT
GD
C
H
L
M
O
novel
/ˈnɒv.əl/ = NOUN: μυθιστόρημα, μυθιστορία;
ADJECTIVE: νέος, καινοφανής;
USER: μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο
GT
GD
C
H
L
M
O
november
/nəʊˈvem.bər/ = NOUN: Νοέμβριος;
USER: Νοέμβριος, Νοέμ., Νοέμβρης, Νοέμβριο, Νοέμ
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
numerous
/ˈnjuː.mə.rəs/ = ADJECTIVE: πολυάριθμος;
USER: πολυάριθμες, πολλές, πολυάριθμα, πολλά, πολυάριθμων
GT
GD
C
H
L
M
O
nyc
= USER: nyc, Νέα Υόρκη, Υόρκη, Νέας Υόρκης
GT
GD
C
H
L
M
O
o
/ə/ = USER: o, Ο, ιε, Ξ, Ξ Ο
GT
GD
C
H
L
M
O
objects
/ˈɒb.dʒɪkt/ = NOUN: αντικείμενο, σκοπός, πράγμα;
VERB: αντιλέγω;
USER: αντικείμενα, αντικειμένων, τα αντικείμενα, αντικείμενα που
GT
GD
C
H
L
M
O
obstacle
/ˈɒb.stɪ.kl̩/ = NOUN: εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα;
USER: εμπόδιο, κώλυμα, εμποδίου, εμπόδια, εμπόδιο για
GT
GD
C
H
L
M
O
occupational
/ˌɒk.jəˈpeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: επαγγελματικός;
USER: επαγγελματικής, επαγγελματικές, επαγγελματικά, επαγγελματική, επαγγελματικών
GT
GD
C
H
L
M
O
october
/ɒkˈtəʊ.bər/ = NOUN: Οκτώβριος;
USER: Οκτώβριος, Οκτ., Οκτώβρης, Οκτώβριο, Οκτ
GT
GD
C
H
L
M
O
odyssey
/ˈɒd.ɪ.si/ = NOUN: οδύσσεια;
USER: οδύσσεια, Odyssey, οδύσσειας, οδύσσειά, οδύσσεια του
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
offered
/ˈɒf.ər/ = VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφέρονται, προσφέρεται, που προσφέρονται, προσφέρει, που προσφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
officer
/ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος;
USER: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, διατάκτη, υπάλληλο
GT
GD
C
H
L
M
O
officials
/əˈfɪʃ.əl/ = NOUN: επίσημος ανώτερος υπάλληλος;
USER: υπάλληλοι, υπαλλήλων, υπαλλήλους, αξιωματούχοι, αξιωματούχους
GT
GD
C
H
L
M
O
often
/ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις;
USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
ogden
= USER: Ogden, Όγκντεν, η Ogden, το Ogden,
GT
GD
C
H
L
M
O
oh
/əʊ/ = INTERJECTION: Αμάν!;
USER: αμάν, Οχάιο, ΟΗ, oh, ω
GT
GD
C
H
L
M
O
olympics
/əˈlɪm.pɪks/ = USER: olympics, Ολυμπιακοί Αγώνες, Ολυμπιακοί, ολυμπιακούς Αγώνες, Ολυμπιακών Αγώνων
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
ongoing
/process/ = USER: συνεχιζόμενες, εξελίξει, συνεχιζόμενη, εξέλιξη, συνεχή
GT
GD
C
H
L
M
O
online
/ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
ooze
/uːz/ = NOUN: λάσπη, ιλύς, διαρροή;
VERB: διαρρέω, στάζω;
USER: λάσπη, ιλύς, διαρροή, διαρρέω, στάζω
GT
GD
C
H
L
M
O
open
/ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής;
VERB: ανοίγω, ανοίγομαι;
USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα
GT
GD
C
H
L
M
O
opening
/ˈəʊ.pən.ɪŋ/ = NOUN: άνοιγμα, εγκαίνια, ξάνοιγμα;
USER: άνοιγμα, το άνοιγμα, ανοίγματος, άνοιγμα των, ανοίγοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
openly
/ˈəʊ.pən.li/ = ADVERB: φανερά;
USER: φανερά, ανοιχτά, ανοικτά, πιο ανοικτά, απροκάλυπτα
GT
GD
C
H
L
M
O
opera
/ˈɒp.ər.ə/ = NOUN: όπερα, μελόδραμα;
USER: όπερα, Opera, όπερας, την όπερα, Όπερα του
GT
GD
C
H
L
M
O
operatic
/ˌɒp.ərˈæt.ɪk/ = ADJECTIVE: μελοδραματικός;
USER: μελοδραματικός, οπερατική, οπερατικά, οπερατικό, operatic,
GT
GD
C
H
L
M
O
operating
= ADJECTIVE: λειτουργικός;
USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
optical
/ˈɒp.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: οπτικός;
USER: οπτικός, οπτική, οπτικών, οπτικό, οπτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
options
/ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας;
USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
organic
/ɔːˈɡæn.ɪk/ = ADJECTIVE: οργανικός, ενόργανος;
USER: οργανικός, οργανική, οργανικά, οργανικό, οργανικών
GT
GD
C
H
L
M
O
organizations
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο;
USER: οργανώσεις, οργανισμούς, οργανισμών, οργανώσεων, οργανισμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
organized
/ˈɔː.ɡən.aɪzd/ = ADJECTIVE: οργανωμένος;
USER: οργανωμένος, διοργάνωσε, οργανώνονται, διοργανώθηκε, οργάνωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
organizer
/ˈôrgəˌnīzər/ = NOUN: διοργανωτής, οργανωτής;
USER: διοργανωτής, οργανωτής, διοργανωτή, οργανωτή, organizer
GT
GD
C
H
L
M
O
organizing
/ˈɔː.ɡən.aɪz/ = ADJECTIVE: οργανωτικός;
USER: οργάνωση, την οργάνωση, οργανώνοντας, διοργάνωση, οργανωτική
GT
GD
C
H
L
M
O
original
/əˈrɪdʒ.ɪ.nəl/ = NOUN: πρωτότυπο;
ADJECTIVE: αρχικός, πρωτότυπος, αρχέτυπος, ιδιόμορφος;
USER: πρωτότυπο, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
others
/ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες
GT
GD
C
H
L
M
O
otherwise
/ˈʌð.ə.waɪz/ = ADVERB: αλλιώς, αλλιώτικα;
USER: αλλιώς, διαφορετικά, άλλως, άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
outlets
/ˈaʊt.let/ = NOUN: έξοδος, διέξοδος, αγορά, εκροή, ηλεκτρική σύνδεση;
USER: καταστήματα, καταστημάτων, πρίζες, εξόδους, σημεία
GT
GD
C
H
L
M
O
output
/ˈaʊt.pʊt/ = NOUN: παραγωγή, απόδοση, προϊόν;
USER: παραγωγή, απόδοση, προϊόν, εξόδου, παραγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
outreach
/ˈaʊt.riːtʃ/ = VERB: ξεπερνώ;
USER: προβολής, προεκτάσεις, προσέγγισης, προβολή, την προβολή
GT
GD
C
H
L
M
O
outside
/ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω;
ADJECTIVE: εξωτερικός;
NOUN: εξωτερικό μέρος;
USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική
GT
GD
C
H
L
M
O
outstanding
/ˌaʊtˈstæn.dɪŋ/ = ADJECTIVE: εκκρεμής, εξαιρετικός, σημαντικός, διαπρεπής, ξεχωριστός;
USER: εκκρεμή, εκκρεμών, εκκρεμείς, εξαιρετική, εκκρεμούν
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
p
/piː/ = USER: p, π, σ, ρ, σ.
GT
GD
C
H
L
M
O
page
/peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης;
VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος;
USER: σελίδα, σελίδας, τη σελίδα, της σελίδας, σελίδα του
GT
GD
C
H
L
M
O
pages
/peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης;
VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος;
USER: σελίδες, σελίδων, pages, τις σελίδες, σελίδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
painted
/peɪnt/ = VERB: ζωγραφίζω, βάφω, χρωματίζω;
USER: ζωγραφισμένα, βαμμένα, ζωγραφισμένο, βαμμένο, ζωγράφισε
GT
GD
C
H
L
M
O
painting
/ˈpeɪn.tɪŋ/ = NOUN: ζωγραφική, πίνακας, ζωγραφιά, χρωμάτισμα, εικών, ζωγραφικός πίνακας;
USER: ζωγραφική, ζωγραφικής, τη ζωγραφική, βαφή, πίνακα
GT
GD
C
H
L
M
O
paintings
/ˈpeɪn.tɪŋ/ = NOUN: ζωγραφική, πίνακας, ζωγραφιά, χρωμάτισμα, εικών, ζωγραφικός πίνακας;
USER: πίνακες, ζωγραφικής, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ζωγραφιές
GT
GD
C
H
L
M
O
pamela
= USER: pamela, Πάμελα, η Pamela, την Pamela, χρήστη pamela
GT
GD
C
H
L
M
O
pan
/pæn/ = NOUN: τηγάνι, ταψί, τέντζερης;
VERB: τηγανίζω, καθαρίζω χρυσόν, επικρίνω;
USER: τηγάνι, Παν, ταψί, Pan, λεκάνη
GT
GD
C
H
L
M
O
panel
/ˈpæn.əl/ = NOUN: πίνακας, φάτνωμα, κατάλογος ένορκων;
VERB: φατνώ, πλαισιώ;
USER: πίνακας, πίνακα, πάνελ, οθόνη, επιτροπή
GT
GD
C
H
L
M
O
panelist
/ˈpæn·əl·ɪst/ = USER: panelist, μέλος της ειδικής ομάδας, ειδικής ομάδας, δοκιμαστή, μέλος πάνελ,
GT
GD
C
H
L
M
O
paper
/ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτί, έγγραφο, εφημερίδα, χάρτης, βίβλος;
ADJECTIVE: χάρτινος;
VERB: καλύπτω με χάρτη;
USER: χαρτί, έγγραφο, χαρτιού, το χαρτί, εγγράφου
GT
GD
C
H
L
M
O
papers
/ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτιά;
USER: χαρτιά, έγγραφα, εγγράφων, εργασίες, τα έγγραφα
GT
GD
C
H
L
M
O
parade
/pəˈreɪd/ = NOUN: παρέλαση;
VERB: παρελαύνω, παρατάσσω;
USER: παρέλαση, Parade, παρέλασης, παρελαύνουν, παρέλαση της
GT
GD
C
H
L
M
O
paradigm
/ˈpær.ə.daɪm/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παράδειγμα, πρότυπο, παραδείγματος, μοντέλο, παραδειγματική
GT
GD
C
H
L
M
O
paradise
/ˈparəˌdīs/ = NOUN: παράδεισος;
USER: παράδεισος, Paradise, παράδεισο, Παραντάιζ, παραδείσου
GT
GD
C
H
L
M
O
park
/pɑːk/ = NOUN: πάρκο, παρκ, σταθμός αυτοκινήτων, δενδρόκηπος, μαραίνομαι, κήπος αναψυχής, δάσος αναψυχής;
VERB: παρκάρω, σταθμεύω;
USER: πάρκο, σε πάρκο, πάρκου, στάθμευσης, χώρος
GT
GD
C
H
L
M
O
parks
/pɑːk/ = NOUN: πάρκο, παρκ, σταθμός αυτοκινήτων, δενδρόκηπος, μαραίνομαι, κήπος αναψυχής, δάσος αναψυχής;
VERB: παρκάρω, σταθμεύω;
USER: πάρκα, πάρκων, Δημόσια πάρκα, Parks
GT
GD
C
H
L
M
O
participants
/pɑːˈtɪs.ɪ.pənt/ = NOUN: συμμέτοχος, μετέχων, λαμβάνων μέρος;
USER: συμμετέχοντες, συμμετεχόντων, οι συμμετέχοντες, τους συμμετέχοντες, των συμμετεχόντων
GT
GD
C
H
L
M
O
participated
/pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι;
USER: συμμετείχε, συμμετείχαν, συμμετάσχει, μέρος, συμμετοχή
GT
GD
C
H
L
M
O
participation
/pɑːˌtɪs.ɪˈpeɪ.ʃən/ = NOUN: συμμετοχή;
USER: συμμετοχή, συμμετοχής, τη συμμετοχή, της συμμετοχής, η συμμετοχή
GT
GD
C
H
L
M
O
partnerships
/ˈpɑːt.nə.ʃɪp/ = NOUN: συνεταιρισμός, ομόρρυθμη εταιρεία, συντροφιά;
USER: συνεργασίες, συμπράξεις, εταιρικές σχέσεις, συνεργασιών, συμπράξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
parts
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρη, ανταλλακτικά, τμήματα, εξαρτημάτων, τα μέρη
GT
GD
C
H
L
M
O
party
/ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς;
USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος
GT
GD
C
H
L
M
O
pasadena
= USER: Πασαντίνα, Pasadena, pasadena της, Πασαντένα της, Πασαντένα,
GT
GD
C
H
L
M
O
patent
/ˈpeɪ.tənt/ = NOUN: ευρεσιτεχνία, προνόμιο εφευρέσεως;
ADJECTIVE: φανερός, ολοφάνερος, εναρχής;
VERB: ασφαλίζω διά προνόμιου ευρεσιτεχνίας;
USER: ευρεσιτεχνία, ευρεσιτεχνίας, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
patented
/ˈpeɪ.tənt/ = VERB: ασφαλίζω διά προνόμιου ευρεσιτεχνίας;
USER: κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, πατενταρισμένη, πατενταρισμένο, κατοχυρωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
patents
/ˈpeɪ.tənt/ = NOUN: ευρεσιτεχνία, προνόμιο εφευρέσεως;
USER: διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πατέντες, ευρεσιτεχνίας, διπλώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
path
/pɑːθ/ = NOUN: μονοπάτι, δρόμος, ατραπός;
USER: μονοπάτι, δρόμος, διαδρομή, πορεία, διαδρομής
GT
GD
C
H
L
M
O
pathogenic
GT
GD
C
H
L
M
O
patterns
/ˈpæt.ən/ = NOUN: πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, αχνάρι;
USER: πρότυπα, μοτίβα, τα πρότυπα, σχέδια, σχήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
patterson
= USER: Patterson, Πάτερσον
GT
GD
C
H
L
M
O
pc
/ˌpiːˈsiː/ = USER: pc, Υ, υπολογιστή, Τ.Κ., τεμ
GT
GD
C
H
L
M
O
peer
/pɪər/ = ADJECTIVE: ομότιμος, ίσος, ισάξιος, ευπατρίδης;
VERB: κοιτάζω εκ του πλησίον, περιεργάζομαι, προβάλλω, φαίνομαι;
USER: ομότιμων, ομοτίμους, από ομοτίμους, ομοτίμων, ομότιμους
GT
GD
C
H
L
M
O
pending
/ˈpen.dɪŋ/ = ADJECTIVE: εκκρεμής;
PREPOSITION: κατά την διάρκειαν;
USER: εκκρεμής, εν αναμονή, εκκρεμεί, αναμονή, εκκρεμούν
GT
GD
C
H
L
M
O
penn
/ˈpen.i.wəθ/ = USER: Penn, Πεν, Αγώνων Penn
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
perceptive
/pəˈsep.tɪv/ = ADJECTIVE: οξυδερκής, αντιληπτικός;
USER: οξυδερκής, διορατική, διορατικός, αντιληπτική, διορατικό
GT
GD
C
H
L
M
O
perfect
/ˈpɜː.fekt/ = ADJECTIVE: τέλειος, απόλυτος;
NOUN: παρακείμενος;
VERB: τελειοποιώ, τελειώ;
USER: τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική
GT
GD
C
H
L
M
O
performance
/pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση;
USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
performing
/pərˈfôrm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω;
USER: εκτέλεση, την εκτέλεση, εκτελεί, εκτελούν, που εκτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
personalities
/ˌpərsəˈnalitē/ = NOUN: προσωπικότητα, προσωπικότης, ατομικότης;
USER: προσωπικότητες, προσωπικοτήτων, προσωπικότητες που, προσωπικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
personality
/ˌpərsəˈnalitē/ = NOUN: προσωπικότητα, προσωπικότης, ατομικότης;
USER: προσωπικότητα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, την προσωπικότητά, την προσωπικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
pervasive
/pəˈveɪ.sɪv/ = ADJECTIVE: διαχυτικός, διαβρωτικός, διαπεραστικός;
USER: διάχυτη, διάχυτες, διαδεδομένο, κυρίαρχο, διαδεδομένη
GT
GD
C
H
L
M
O
ph
/ˌpiːˈeɪtʃ/ = USER: ph, ρΗ, τηλ, το pH, φ
GT
GD
C
H
L
M
O
phase
/feɪz/ = NOUN: φάση, φάσις;
USER: φάση, φάσης, στάδιο, φάσεως, φάση της
GT
GD
C
H
L
M
O
phd
/ˌpiː.eɪtʃˈdiː/ = USER: phd, διδακτορικό, διδακτορική, διδακτορικά, Διδάκτωρ
GT
GD
C
H
L
M
O
philosophically
/ˌfɪl.əˈsɒf.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: φιλοσοφικώς;
USER: φιλοσοφικώς, φιλοσοφικά, φιλοσοφική, φιλοσοφικής, από φιλοσοφική,
GT
GD
C
H
L
M
O
philosophy
/fɪˈlɒs.ə.fi/ = NOUN: φιλοσοφία;
USER: φιλοσοφία, φιλοσοφίας, τη φιλοσοφία, η φιλοσοφία, φιλοσοφία της
GT
GD
C
H
L
M
O
photoshop
= USER: photoshop, το Photoshop, του Photoshop
GT
GD
C
H
L
M
O
physical
/ˈfɪz.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φυσικός, σωματικός, υλικός;
USER: φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικά
GT
GD
C
H
L
M
O
physics
/ˈfɪz.ɪks/ = NOUN: φυσική;
USER: φυσική, Φυσικής, τη φυσική, Physics, της φυσικής
GT
GD
C
H
L
M
O
physiological
/-əˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φυσιολογικός;
USER: φυσιολογικός, φυσιολογικές, φυσιολογική, φυσιολογικό, φυσιολογικών
GT
GD
C
H
L
M
O
pie
/paɪ/ = NOUN: πίτα, καρακάξα, τυπογραφικά στοιχεία ανάμικτα;
VERB: ανακατεύω;
USER: πίτα, πίτας, πιτών, pie
GT
GD
C
H
L
M
O
pieces
/pēs/ = NOUN: κομμάτι, τεμάχιο, νόμισμα, όπλο;
VERB: συρράπτω, συνδυάζω;
USER: κομμάτια, τεμάχια, τα κομμάτια, τεμαχίων, κομματιών
GT
GD
C
H
L
M
O
piers
/pir/ = USER: προβλήτες, αποβάθρες, προβλητών, πεσσούς, μεσόβαθρα,
GT
GD
C
H
L
M
O
piezoelectric
= USER: πιεζοηλεκτρικό,
GT
GD
C
H
L
M
O
pirate
/ˈpaɪ.rət/ = NOUN: πειρατής, κλέπτης, λογοκλόπος;
USER: πειρατής, πειρατικές, πειρατών, πειρατικό, πειρατή
GT
GD
C
H
L
M
O
pisa
= USER: pisa, Πίζα, Πίζας, της Πίζας
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
planned
/plan/ = ADJECTIVE: σχεδιασμένος;
USER: προγραμματιστεί, προγραμματίζονται, σχεδιάζονται, προγραμματίζεται, σχεδιάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
planning
/ˈplæn.ɪŋ/ = NOUN: σχεδίαση, σχεδίασμα;
USER: σχεδιασμό, προγραμματισμό, τον προγραμματισμό, σχεδιασμού, σχεδιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
plano
= USER: plano, Πλάνο, επιπεδο, επιπεδόκυρτο, επίπεδος,
GT
GD
C
H
L
M
O
platform
/ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα;
USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα
GT
GD
C
H
L
M
O
platforms
/ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα;
USER: πλατφόρμες, πλατφορμών, εξέδρες, πλατφόρμα, πλατφόρμων
GT
GD
C
H
L
M
O
play
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
playful
/ˈpleɪ.fəl/ = ADJECTIVE: παιχνιδιάρικος, παιγνιδιάρης;
USER: παιχνιδιάρικος, παιχνιδιάρικο, παιχνιδιάρικη, παιχνιδιάρης, παιχνιδιάρικα
GT
GD
C
H
L
M
O
pleasure
/ˈpleʒ.ər/ = NOUN: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, τέρψη, ευαρέσκεια;
USER: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, χαρά, αναψυχής
GT
GD
C
H
L
M
O
plight
/plaɪt/ = NOUN: κατάσταση, χάλι, σοβαρή κατάσταση;
VERB: δεσμεύω, δίνω το λόγο μου;
USER: χάλι, κατάσταση, δεινά, δυσχερή θέση, δεινή θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
pm
/ˌpiːˈem/ = INTERJECTION: Μμ!;
USER: μμ, pm, μ.μ., πμ, π.υ.
GT
GD
C
H
L
M
O
poet
/ˈpəʊ.ɪt/ = NOUN: ποιητής, βάρδος;
USER: ποιητής, ποιητή, ποιήτρια, ο ποιητής
GT
GD
C
H
L
M
O
poetry
/ˈpəʊ.ɪ.tri/ = NOUN: ποίηση;
USER: ποίηση, ποίησης, την ποίηση, ποίησή, ποιητική, ποιητική
GT
GD
C
H
L
M
O
pole
/pəʊl/ = NOUN: κοντάρι, πάσσαλος, παλούκι;
VERB: σπρώχνω με κοντάρι;
USER: κοντάρι, πόλο, πόλος, πόλου, πόλων
GT
GD
C
H
L
M
O
polymer
/ˈpɒl.ɪ.mər/ = NOUN: πολυμερές;
USER: πολυμερές, πολυμερούς, πολυμερών, πολυμερή, πολυμερές που
GT
GD
C
H
L
M
O
polytechnic
/ˌpɒl.ɪˈtek.nɪk/ = NOUN: πολυτεχνείο;
ADJECTIVE: πολύτεχνος, πολυτεχνικός;
USER: πολυτεχνείο, πολυτεχνεία, πολυτεχνικές, πολυτεχνικά, τα πολυτεχνεία
GT
GD
C
H
L
M
O
pooh
/po͞o,po͝o/ = USER: Pooh, Αρκουδάκι, Pooh την,
GT
GD
C
H
L
M
O
popular
/ˈpɒp.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: δημοφιλής, λαϊκός, λαοφιλής;
USER: δημοφιλής, δημοφιλή, δημοφιλές, δημοφιλείς, λαϊκή, λαϊκή
GT
GD
C
H
L
M
O
porosity
GT
GD
C
H
L
M
O
portrait
/ˈpɔː.trət/ = NOUN: πορτρέτο, εικών;
USER: πορτρέτο, πορτραίτο, πορτρέτου, προσωπογραφία, Portrait
GT
GD
C
H
L
M
O
portraits
/ˈpɔː.trət/ = NOUN: πορτρέτο, εικών;
USER: πορτρέτα, πορτραίτα, προσωπογραφίες, πορτρέτων, πορτραίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
position
/pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία;
USER: θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, θέση της
GT
GD
C
H
L
M
O
positive
/ˈpɒz.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: θετικός, ρητός;
USER: θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
positivity
/ˌpɒz.əˈtɪv.ə.ti/ = USER: θετικότητα, θετικότητας, θετικής, η θετικότητα, positivity,
GT
GD
C
H
L
M
O
possibilities
/ˌpɒs.əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: δυνατότητα, πιθανότητα, ενδεχόμενο, δυνατότης, δυνατό;
USER: δυνατότητες, δυνατοτήτων, τις δυνατότητες, οι δυνατότητες, δυνατότητες που
GT
GD
C
H
L
M
O
post
/pəʊst/ = NOUN: θέση, ταχυδρομείο, στύλος, σταθμός, κολόνα, πόστο;
VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: θέση, καταχωρήσετε, δημοσιεύσετε, μετά, δημοσίευση
GT
GD
C
H
L
M
O
poster
/ˈpəʊ.stər/ = NOUN: αφίσα, πόστερ, εικόνα, τοιχοκόλημα, τοιχοκολλητής;
USER: αφίσα, αφίσας, ουρανό, poster, αφισών
GT
GD
C
H
L
M
O
postures
/ˈpɒs.tʃər/ = NOUN: στάση, πόζα;
USER: στάσεις, στάσεις του σώματος, στάσεων, θέσεις του σώματος, στάσεις του
GT
GD
C
H
L
M
O
posturing
/ˈpɒs.tʃər.ɪŋ/ = USER: πόζες, με στόμφο, στάση, πόζα, στόμφο,
GT
GD
C
H
L
M
O
powered
/-paʊəd/ = USER: τροφοδοτείται, powered, τροφοδοτούνται, κινούνται, που κινούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
powerful
/ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά
GT
GD
C
H
L
M
O
practice
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτική, πράξη, εξάσκηση, πρακτικής, πρακτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
precepts
/ˈpriː.sept/ = NOUN: δίδαγμα, κανόνας, εντολή, ηθικό δίδαγμα;
USER: παραινέσεις, επιταγές, εντολές, ηθικούς κανόνες, διδάγματα
GT
GD
C
H
L
M
O
precision
/prɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: ακρίβεια, ακριβολογία;
USER: ακρίβεια, ακριβείας, ακρίβειας, την ακρίβεια, ακριβειας
GT
GD
C
H
L
M
O
preliminary
/priˈliməˌnerē/ = ADJECTIVE: προκαταρκτικός, προκριματικός;
USER: προκαταρκτικός, προκαταρκτική, έκδοση προδικαστικής, προδικαστικής, προδικαστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
present
/ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι;
ADJECTIVE: τωρινός;
VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω;
USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
presentation
/ˌprez.ənˈteɪ.ʃən/ = NOUN: παρουσίαση, παράσταση, προσαγωγή, προσφορά;
USER: παρουσίαση, παρουσίασης, την παρουσίαση, υποβολή, προσκόμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
presentations
/ˌprez.ənˈteɪ.ʃən/ = NOUN: παρουσίαση, παράσταση, προσαγωγή, προσφορά;
USER: παρουσιάσεις, παρουσιάσεων, παρουσίαση, τις παρουσιάσεις, παρουσίασης
GT
GD
C
H
L
M
O
presenting
/prɪˈzent/ = VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω;
USER: παρουσίαση, παρουσιάζοντας, παρουσιάζουν, την παρουσίαση, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
president
/ˈprez.ɪ.dənt/ = NOUN: πρόεδρος, πρύτανης;
USER: πρόεδρος, Πρόεδρε, πρόεδρο, προέδρου, στον Πρόεδρό
GT
GD
C
H
L
M
O
presidential
/ˈprez.ɪ.dənt/ = ADJECTIVE: προεδρικός;
USER: προεδρικός, προεδρικές, προεδρικών, προεδρικό, προεδρική
GT
GD
C
H
L
M
O
press
/pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας;
VERB: πιέζω, επιστρατεύω βίαια, πρεσάρω, σιδερώνω, ζορίζω, στριμώχνω, σιδηρώνω;
USER: πίεση, πατήστε, πιέστε, πιέστε το πλήκτρο, πατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
pride
/praɪd/ = NOUN: υπερηφάνεια, περηφάνια, φιλότιμο, φιλοτιμία, υπεροψία;
USER: υπερηφάνεια, περηφάνια, υπερηφάνειας, καμάρι, την υπερηφάνεια
GT
GD
C
H
L
M
O
primal
/ˈpraɪ.məl/ = ADJECTIVE: πρωτογενής, αρχικός, πρώτος;
USER: πρωτογενής, αρχικός, πρωταρχική, αρχέγονη, πρωταρχικής σπουδαιότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
primordial
/prīˈmôrdēəl/ = ADJECTIVE: πρωταρχικός, αρχέγονος, αρχικός;
NOUN: πρωτογενής;
USER: αρχέγονος, πρωταρχικός, πρωτογενής, αρχέγονη, πρωταρχική
GT
GD
C
H
L
M
O
principles
/ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο;
USER: αρχές, αρχών, τις αρχές, αρχές της, αρχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
priority
/praɪˈɒr.ɪ.ti/ = NOUN: προτεραιότητα, προτεραιότης;
USER: προτεραιότητα, προτεραιότητας, κατά προτεραιότητα, προτεραιότητας που
GT
GD
C
H
L
M
O
priya
= USER: Priya, Το Priya,
GT
GD
C
H
L
M
O
prize
/praɪz/ = NOUN: βραβείο, έπαθλο, μόχλευσις, λάφυρο, μόχλευση;
VERB: αναμοχλεύω, εκτιμώ, σηκώνω με μοχλό;
USER: βραβείο, έπαθλο, βραβείου, το βραβείο, βραβείων
GT
GD
C
H
L
M
O
prizes
/praɪz/ = NOUN: βραβείο, έπαθλο, μόχλευσις, λάφυρο, μόχλευση;
USER: βραβεία, τα βραβεία, βραβείων, δώρα, έπαθλα
GT
GD
C
H
L
M
O
proc
= USER: Proc, Πρακτικά, διεργασία, Ργοο
GT
GD
C
H
L
M
O
proceedings
/prəˈsiːd/ = NOUN: διαδικασία, πρακτικά;
USER: διαδικασία, πρακτικά, δίκης, διαδικασίας, διαδικασίες
GT
GD
C
H
L
M
O
process
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
processes
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
produced
/prəˈd(y)o͞os,prō-/ = VERB: παράγω, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω;
USER: παράγεται, παράγονται, που παράγεται, που παράγονται, παραχθεί, παραχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
producing
/prəˈd(y)o͞os,prō-/ = VERB: παράγω, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω;
USER: παραγωγή, παραγωγής, παράγουν, την παραγωγή, παράγει, παράγει
GT
GD
C
H
L
M
O
product
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
production
/prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση;
USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
prof
/prɒf/ = USER: prof, καθ., καθηγ, Ο καθηγητής, καθηγητής
GT
GD
C
H
L
M
O
professional
/prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας;
ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός;
USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
professor
/prəˈfes.ər/ = NOUN: καθηγητής;
USER: καθηγητής, καθηγητή, Καθηγήτρια, ο καθηγητής, τον καθηγητή
GT
GD
C
H
L
M
O
professors
/prəˈfes.ər/ = NOUN: καθηγητής;
USER: καθηγητές, καθηγητών, οι καθηγητές, τους καθηγητές
GT
GD
C
H
L
M
O
proficient
/prəˈfɪʃ.ənt/ = NOUN: ειδήμωνας, εντριβής;
ADJECTIVE: προοδευμένος;
USER: καλά, ικανός, ικανό, ικανοί, κατέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
profit
/ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: κέρδος, όφελος, ωφέλεια, απολαβή;
VERB: κερδίζω, ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: κέρδος, κέρδους, κέρδη, κερδών, τα κέρδη
GT
GD
C
H
L
M
O
program
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
programme
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
programmed
/ˈprəʊ.ɡræm/ = ADJECTIVE: προγραμματισμένος;
USER: προγραμματισμένος, προγραμματισμένη, προγραμματισμένο, προγραμματισμένες, προγραμματισμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
programming
/ˈprōˌgram,-grəm/ = ADJECTIVE: προγραμματισμός;
USER: προγραμματισμού, προγραμματισμός, προγραμματισμό, του προγραμματισμού, τον προγραμματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
progress
/ˈprəʊ.ɡres/ = NOUN: πρόοδος, εξέλιξη, προκοπή;
VERB: προχωρώ, προοδεύω;
USER: πρόοδος, εξέλιξη, πρόοδο, προόδου, την πρόοδο, την πρόοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
project
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
projects
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων
GT
GD
C
H
L
M
O
promenade
/ˌprɒm.əˈnɑːd/ = NOUN: περίπατος;
VERB: περιπατώ;
USER: περίπατος, περιπατώ, χώρο περιπάτου, περιπάτου, περίπατο
GT
GD
C
H
L
M
O
prominently
/ˈprɒm.ɪ.nənt/ = USER: περίοπτη θέση, εμφανές, περίοπτη, εμφανώς, ευκρινώς
GT
GD
C
H
L
M
O
prophets
/ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: προφήτης, μάντης;
USER: προφήτες, προφητών, προφητας, προφητων
GT
GD
C
H
L
M
O
proposal
/prəˈpəʊ.zəl/ = NOUN: πρόταση;
USER: πρόταση, πρότασης, πρόταση της, την πρόταση, πρότασή
GT
GD
C
H
L
M
O
proposals
/prəˈpəʊ.zəl/ = NOUN: πρόταση;
USER: προτάσεις, προτάσεων, τις προτάσεις, προτάσεις που, προτάσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
proposed
/prəˈpəʊz/ = VERB: προτείνω, προτίθεμαι, κάνω πρόταση γάμου, σχεδιάζω;
USER: προτείνει, προτείνεται, πρότεινε, προταθεί, προτείνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
props
/prɒp/ = NOUN: στήριγμα, προπέλα, στυλοβάτης, αποκούμπι, έλιξ πλοίου, κινητήρας;
USER: στηρίγματα, props, σκηνικά, σφήνες, στηρίγματα για
GT
GD
C
H
L
M
O
propulsion
/prəˈpʌl.ʃən/ = NOUN: προώθηση, ώθηση;
USER: προώθηση, ώθηση, πρόωσης, προώθησης, πρόωση
GT
GD
C
H
L
M
O
prostheses
/ˈprɒs.θiː.sɪs/ = USER: πρόθεσης, πρόσθεση, πρόσθεσης, πρόθεση, προσθετική,
GT
GD
C
H
L
M
O
prosthetics
= USER: Προσθετική, προσθετικής, προσθετικά, προθετικής, είδη προθετικής
GT
GD
C
H
L
M
O
protection
/prəˈtek.ʃən/ = NOUN: προστασία, προάσπιση, περιφρούρηση;
USER: προστασία, προστασίας, την προστασία, προστασία των, προστασία του
GT
GD
C
H
L
M
O
prototypes
/ˈprəʊ.tə.taɪp/ = NOUN: πρωτότυπο;
USER: πρωτότυπα, πρωτοτύπων, τα πρωτότυπα, πρότυπα, πρωτότυπων
GT
GD
C
H
L
M
O
prototyping
/ˈprōtəˌtīp/ = USER: προτυποποίηση, πρωτοτύπων, prototyping, πρωτοτυποποίηση, κατασκευής πρωτοτύπων
GT
GD
C
H
L
M
O
protruded
/prəˈtruːd/ = VERB: εξωθώ, εξέχω, προεξέχω;
USER: προεξείχε, προεξείχαν, που προεξέχει, οποία προεξέχουν, προεκβάλλονταν,
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
provided
/prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
providence
/ˈprɒv.ɪ.dəns/ = NOUN: πρόνοια, οικονομία;
USER: πρόνοια, Providence, Πρόβιντενς, την πρόνοια, πρόνοια του
GT
GD
C
H
L
M
O
providing
/prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
psychoactive
/sʌɪkəʊˈaktɪv/ = USER: ψυχοδραστικών, ψυχοδραστικές, ψυχοτρόπο, ψυχοτρόπους, ψυχοτρόπος,
GT
GD
C
H
L
M
O
psychological
/ˌsaɪ.kəlˈɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ψυχολογικός, ψυχαναλυτικός;
USER: ψυχολογικός, ψυχολογική, ψυχολογικές, ψυχολογικής, ψυχολογικά
GT
GD
C
H
L
M
O
public
/ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο;
ADJECTIVE: δημόσιος;
USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
publications
/ˌpʌblɪˈkeɪʃən/ = NOUN: δημοσίευση, έκδοση, δημοσίευμα;
USER: δημοσιεύσεις, Εκδόσεις, εκδόσεων, δημοσιεύσεων, δημοσιεύματα
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
pumpkin
/ˈpʌmp.kɪn/ = NOUN: κολοκύθι, κολοκύνθη, νεροκολοκύθο;
USER: κολοκύθι, νεροκολοκύθα, κολοκύθα, κολοκύθας, κολοκύθες
GT
GD
C
H
L
M
O
punk
/pʌŋk/ = NOUN: ρεμάλι, σάπιο ξύλο, σαπόξυλο, δαδί, ίσκα, νεαρός αλήτης, κακής ποιότητας μάγκας;
ADJECTIVE: σαχλός;
USER: δαδί, punk, πανκ
GT
GD
C
H
L
M
O
pursuit
/pəˈsjuːt/ = NOUN: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, ασχολία;
USER: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, άσκηση, την άσκηση
GT
GD
C
H
L
M
O
push
/pʊʃ/ = NOUN: ώθηση, επιμονή;
VERB: σπρώχνω, ωθώ, ζορίζω;
USER: ώθηση, ωθήσει, πιέστε, σπρώξτε, προωθήσει, προωθήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
quill
/kwɪl/ = NOUN: πτερό, πέννα, γραφή;
USER: πέννα, γραφή, πτερό, πένα, καλαμιών
GT
GD
C
H
L
M
O
r
/ɑr/ = USER: r, Ε, Κ, ρ, ιη,
GT
GD
C
H
L
M
O
radio
/ˈreɪ.di.əʊ/ = NOUN: ραδιόφωνο, ράδιο, ασύρματος, ασύρματος τηλεγράφος, ασύρματο τηλέφωνο, τηλεγράφος;
USER: ραδιόφωνο, ράδιο, ραδιοφώνου, ραδιοφωνικών, ραδιοφωνικό
GT
GD
C
H
L
M
O
radioactive
/ˌrādēōˈaktiv/ = ADJECTIVE: ραδιενεργός, ακτινενεργός;
USER: ραδιενεργός, ραδιενεργών, ραδιενεργά, ραδιενεργό, ραδιενεργού
GT
GD
C
H
L
M
O
raising
/rāz/ = VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω;
USER: αύξηση, αυξάνοντας, ευαισθητοποίησης, την αύξηση, η αύξηση
GT
GD
C
H
L
M
O
ranked
/ræŋk/ = VERB: κατατάσσω, κατατάσσομαι, βαθμοφορώ, προεξέχω;
USER: κατατάσσονται, κατατάσσεται, κατετάγη, ανάλογα, κατέλαβε, κατέλαβε
GT
GD
C
H
L
M
O
rapid
/ˈræp.ɪd/ = ADJECTIVE: ταχύς, γρήγορος;
USER: ταχύς, ταχεία, ταχείας, γρήγορη, την ταχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
realistic
/ˌrɪəˈlɪs.tɪk/ = ADJECTIVE: ρεαλιστικός, πραγματικός;
USER: ρεαλιστικός, ρεαλιστική, ρεαλιστικό, ρεαλιστικές, ρεαλιστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
reality
/riˈæl.ɪ.ti/ = NOUN: πραγματικότητα, αλήθεια, πραγματικότης;
USER: πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
realization
/ˌrɪə.laɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: πραγματοποίηση, ρευστοποίηση, αντίληψη, συναίσθηση;
USER: πραγματοποίηση, ρευστοποίηση, υλοποίηση, υλοποίησης, επίτευξη
GT
GD
C
H
L
M
O
realizing
/ˈrɪə.laɪz/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, πραγματοποιώ, εννοώ;
USER: συνειδητοποιούν, συνειδητοποιώντας, υλοποίηση, πραγματοποίηση, την υλοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
reasoning
/ˈriː.zən.ɪŋ/ = NOUN: αιτιολογία, λογική, συλλογισμός;
USER: συλλογισμός, αιτιολογία, λογική, συλλογιστική, σκεπτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
received
/rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη
GT
GD
C
H
L
M
O
receiving
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: παραλαβή, λήψη, λαμβάνουν, λαμβάνει, υποδοχής
GT
GD
C
H
L
M
O
recipient
/rɪˈsɪp.i.ənt/ = NOUN: παραλήπτης, δέκτης;
ADJECTIVE: δεκτικός;
USER: παραλήπτης, δέκτης, παραλήπτη, αποδέκτη, δικαιούχος
GT
GD
C
H
L
M
O
recommended
/ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω;
USER: συνιστάται, συνιστώμενη, συνιστώνται, συνέστησε, Συνιστώμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
reconsider
/ˌrēkənˈsidər/ = VERB: αναθεωρώ, αναμετρώ;
USER: επανεξετάσει, επανεξετάσουν, αναθεωρήσει, να επανεξετάσει, επανεξετάσει την
GT
GD
C
H
L
M
O
reconstructive
/ˌriː.kənˈstrʌk.tɪv/ = ADJECTIVE: ανορθωτικός, ανασκευαστικός;
USER: ανορθωτικός, ανασκευαστικός, επανορθωτική,
GT
GD
C
H
L
M
O
recruited
/rɪˈkruːt/ = VERB: στρατολογώ;
USER: προσλαμβάνονται, προσληφθεί, προσληφθούν, προσλήφθηκαν, προσελήφθη
GT
GD
C
H
L
M
O
reducing
/rɪˈdjuːs/ = ADJECTIVE: αναγωγικός;
USER: μείωση, μειώνοντας, μείωση των, τη μείωση, μείωση του
GT
GD
C
H
L
M
O
reflecting
/rɪˈflekt/ = ADJECTIVE: αντανακλαστικός;
USER: αντανακλώντας, αντικατοπτρίζοντας, αντανακλά, αντικατοπτρίζει, αντικατοπτρίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
regularly
/ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADVERB: τακτικά, μόνιμα;
USER: τακτικά, τακτική, συχνά, τακτά, κανονικά
GT
GD
C
H
L
M
O
relate
/rɪˈleɪt/ = VERB: αναφέρω, σχετίζομαι, σχετίζω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ιστορώ, συγγενεύω, αντιστορώ;
USER: αφορούν, σχετίζονται, αναφέρονται, σχετίζονται με, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
related
/rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων;
USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται
GT
GD
C
H
L
M
O
relationships
/rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια;
USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
release
/rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση;
VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι;
USER: απελευθέρωση, αφήστε, απελευθερώνουν, απελευθερώσουν, απελευθερώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
released
/rɪˈliːs/ = VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι;
USER: κυκλοφόρησε, απελευθερώνεται, κυκλοφορήσει, κυκλοφόρησαν, απελευθερώνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
releases
/rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση;
USER: κυκλοφορίες, δελτία, απελευθερώσεις, απελευθερώνει, Releases
GT
GD
C
H
L
M
O
releasing
/rɪˈliːs/ = VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι;
USER: απελευθερώνοντας, απελευθέρωση, την απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευση
GT
GD
C
H
L
M
O
remember
/rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι;
USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
renaissance
/rəˈneɪ.səns/ = NOUN: αναγέννηση;
USER: αναγέννηση, αναγέννησης, αναγεννησιακό, αναγεννησιακά, αναγεννησιακή
GT
GD
C
H
L
M
O
renowned
/rɪˈnaʊnd/ = ADJECTIVE: περίφημος, ξακουσμένος, ένδοξος;
USER: φήμης, γνωστή, φημίζεται, φημισμένο, διάσημο
GT
GD
C
H
L
M
O
repeatedly
/rɪˈpiː.tɪd.li/ = ADVERB: επανειλημμένα, επανειλημμένως;
USER: επανειλημμένα, επανειλημμένως, επανάληψη
GT
GD
C
H
L
M
O
report
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
represented
/ˌrepriˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω;
USER: εκπροσωπούνται, αντιπροσωπεύονται, εκπροσωπείται, εκπροσωπούμενη, αντιπροσώπευε
GT
GD
C
H
L
M
O
representing
/ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω;
USER: εκπροσωπούν, που αντιπροσωπεύουν, που εκπροσωπούν, αντιπροσωπεύουν, αντιπροσωπεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
requirements
/rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία;
USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές
GT
GD
C
H
L
M
O
requires
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει
GT
GD
C
H
L
M
O
research
/ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη;
VERB: ερευνώ;
USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών
GT
GD
C
H
L
M
O
researcher
/rɪˈsɜːtʃ/ = NOUN: ερευνητής;
USER: ερευνητής, ερευνητή, ερευνητών, ερευνήτρια, των ερευνητών
GT
GD
C
H
L
M
O
researching
/rɪˈsɜːtʃ/ = VERB: ερευνώ;
USER: έρευνα, την έρευνα, ερευνώντας, ερευνούν, ερευνά
GT
GD
C
H
L
M
O
resort
/rɪˈzɔːt/ = NOUN: θέρετρο, προσφυγή, καταφύγιο, εντευκτήριο;
VERB: καταφεύγω, προσφεύγω, συχνάζω;
USER: καταφεύγουν, καταφύγουν, θέρετρο, προσφεύγουν, καταφύγει
GT
GD
C
H
L
M
O
resorts
/rɪˈzɔːt/ = NOUN: θέρετρο, προσφυγή, καταφύγιο, εντευκτήριο;
VERB: καταφεύγω, προσφεύγω, συχνάζω;
USER: θέρετρα, χιονοδρομικά, θέρετρων, άρθρα, εσάς
GT
GD
C
H
L
M
O
resources
/ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι;
USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους
GT
GD
C
H
L
M
O
respirator
/ˈrespəˌrātər/ = NOUN: αναπνευστήρας, αναπνευστήρ;
USER: αναπνευστήρας, αναπνευστήρα, αναπνευστική συσκευή, αναπνευστική, αναπνευστικής συσκευής
GT
GD
C
H
L
M
O
respirators
/ˈrespəˌrātər/ = NOUN: αναπνευστήρας, αναπνευστήρ;
USER: αναπνευστήρες, αναπνευστήρων, αναπνευστικές συσκευές, αναγνωρισμένους αναπνευστήρες, οι αναπνευστήρες,
GT
GD
C
H
L
M
O
respiratory
/ˈrespərəˌtôrē,riˈspīrə-/ = ADJECTIVE: αναπνευστικός;
USER: αναπνευστικός, αναπνευστικού, αναπνευστική, αναπνευστικής, αναπνευστικό
GT
GD
C
H
L
M
O
response
/rɪˈspɒns/ = NOUN: απάντηση, απόκριση, αντίλογος, αντίφωνο;
USER: απάντηση, απόκριση, ανταπόκριση, απόκρισης, αντίδραση
GT
GD
C
H
L
M
O
resulting
/rɪˈzʌl.tɪŋ/ = VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα, που προκύπτουν, προκύπτουν, προκύπτει
GT
GD
C
H
L
M
O
results
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
resurrection
/ˌrez.ərˈek.ʃən/ = NOUN: ανάσταση, νεκρανάσταση;
USER: ανάσταση, ανάστασης, ανάστασή, αναστάσεως, την ανάσταση
GT
GD
C
H
L
M
O
retail
/ˈriː.teɪl/ = NOUN: λιανική πώληση;
ADJECTIVE: λιανικός;
VERB: μεταπουλώ, πωλώ λιανικώς;
USER: λιανική πώληση, λιανικής, λιανική, λιανικής πώλησης, λιανικών
GT
GD
C
H
L
M
O
retain
/rɪˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, κρατώ, παρακρατώ, μισθώ;
USER: διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρήσει, να διατηρήσει, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
retractable
/rɪˈtrækt/ = ADJECTIVE: αναιρέσιμος;
USER: αναδιπλούμενη, ανασυρόμενη, με Σύστημα Περιέλιξης, συμπτυσσόμενου, ανασυρόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
revenues
/ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος;
USER: έσοδα, τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από
GT
GD
C
H
L
M
O
review
/rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση;
VERB: αναθεωρώ;
USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, επανεξετάζει, επανεξετάσει, αναθεωρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
reviewed
/ˌpɪə.rɪˈvjuː/ = VERB: αναθεωρώ;
USER: αξιολόγηση, κριτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
reviewing
/rɪˈvjuː/ = VERB: αναθεωρώ;
USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, την αναθεώρηση, την επανεξέταση, επανεξετάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
reviews
/rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση;
VERB: αναθεωρώ;
USER: σχόλια, κριτικές, αξιολογήσεις, κριτικών, Οι κριτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
revolution
/ˌrev.əˈluː.ʃən/ = NOUN: επανάσταση, περιστροφή;
USER: επανάσταση, περιστροφή, επανάστασης, περιστροφής, επανάσταση του
GT
GD
C
H
L
M
O
reynolds
= USER: Reynolds, Ρέινολντς, Ρέυνολντς, η Reynolds
GT
GD
C
H
L
M
O
rides
/raɪd/ = NOUN: βόλτα, ιππασία, περίπατος επί αυτοκίνητου, περίπατος επί άμαξης;
VERB: ιππεύω, οχούμαι, πηγαίνω επί αυτοκίνητου, άλογου κλπ.;
USER: βόλτες, rides, βόλτες με, διαδρομές, γύρους
GT
GD
C
H
L
M
O
rise
/raɪz/ = NOUN: αύξηση, πηγή, ανατολή, έγερση, ύψωμα, ύψωση;
VERB: εγείρομαι, σηκώνομαι, ανατέλλω, υψούμαι;
USER: αύξηση, αυξηθεί, αυξάνονται, αυξάνεται, αυξηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
rituals
/ˈrɪt.ju.əl/ = NOUN: τελετουργία, ιεροτελεστία, τυπικό;
USER: τελετουργίες, τελετουργικά, τελετές, τελετουργιών, ιεροτελεστίες
GT
GD
C
H
L
M
O
river
/ˈrɪv.ər/ = NOUN: ποτάμι;
USER: ποτάμι, ποταμού, River, ποταμό, του ποταμού
GT
GD
C
H
L
M
O
ro
/ˌrəʊlˌɒn ˌrəʊlˈɒf/ = USER: ro, οχηματαγωγά, Ρουμανία, ΑΟ, οχηματαγωγά ro,
GT
GD
C
H
L
M
O
roadmap
/ˈrōdmap/ = USER: οδικός χάρτης, οδικό χάρτη, χάρτη πορείας, χάρτης πορείας, οδικού χάρτη,
GT
GD
C
H
L
M
O
robot
/ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος;
VERB: ρομπώ;
USER: ρομπότ, robot, ρομπότ που, το ρομπότ
GT
GD
C
H
L
M
O
robotic
/rəʊˈbɒt.ɪk/ = USER: ρομποτικό, ρομποτική, ρομποτικά, ρομποτικών, ρομποτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
robotics
/rəʊˈbɒt.ɪks/ = NOUN: ρομποτική;
USER: ρομποτική, ρομποτικής, Robotics, ρομποτικές, η ρομποτική
GT
GD
C
H
L
M
O
robots
/ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος;
USER: ρομπότ, τα ρομπότ, robots, ρομποτ, ρομπότ που
GT
GD
C
H
L
M
O
rock
/rɒk/ = NOUN: βράχος, πέτρα, λίθος, λίκνισμα;
VERB: λικνίζομαι, λικνίζω, κουνώ;
USER: βράχος, πέτρα, βράχο, ροκ, βράχου
GT
GD
C
H
L
M
O
rode
/rəʊd/ = VERB: ιππεύω, οχούμαι, πηγαίνω επί αυτοκίνητου, άλογου κλπ.;
USER: οδήγησε, οδήγησα, rode
GT
GD
C
H
L
M
O
role
/rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο;
USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που
GT
GD
C
H
L
M
O
room
/ruːm/ = NOUN: δωμάτιο, αίθουσα, χώρος, τόπος;
VERB: κατοικώ;
USER: δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, δωμάτια, δωματίων, δωματίων
GT
GD
C
H
L
M
O
ros
= USER: ros, Ros ο
GT
GD
C
H
L
M
O
round
/raʊnd/ = ADVERB: γύρω, πέριξ, ολόγυρα;
NOUN: γύρος, κύκλος, βολή, κρέας από τον μηρόν;
ADJECTIVE: στρογγυλός, κυκλικός;
VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ;
USER: γύρω, γύρω από, γύρο, στρογγυλοποιεί, στρογγυλοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
roundup
/ˈroundˌəp/ = NOUN: μάνδρισμα ζώων;
USER: μάνδρισμα ζώων, Roundup, Ενημέρωση, σύνοψη
GT
GD
C
H
L
M
O
rover
/ˈrōvər/ = NOUN: πλάνης, νομάς, πειρατής;
USER: πλάνης, νομάς, Rover, ρόβερ, δέκτης rover
GT
GD
C
H
L
M
O
rpa
GT
GD
C
H
L
M
O
rules
/ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση;
VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω;
USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που
GT
GD
C
H
L
M
O
run
/rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος;
VERB: τρέχω, ρέω;
USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε
GT
GD
C
H
L
M
O
running
/ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων;
ADJECTIVE: τρεχάτος;
USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safe
/seɪf/ = ADJECTIVE: ασφαλής, ακίνδυνος, σωός;
NOUN: χρηματοκιβώτιο, σιδερένιο κιβώτιο;
USER: ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
GT
GD
C
H
L
M
O
safety
/ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά;
ADJECTIVE: ασφαλής;
USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
GT
GD
C
H
L
M
O
sales
/seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
san
/sæn.ænˌdreɪ.əsˈfɒlt/ = USER: san, Σαν, Αγίου, προορισμό Σαν, τοποθεσία Σαν
GT
GD
C
H
L
M
O
sausage
/ˈsɒs.ɪdʒ/ = NOUN: λουκάνικο;
USER: λουκάνικο, λουκάνικα, λουκάνικου, αλλαντικά, λουκάνικων
GT
GD
C
H
L
M
O
scale
/skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο;
VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι;
USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά
GT
GD
C
H
L
M
O
scenic
/ˈsiː.nɪk/ = ADJECTIVE: θεαματικός, φυσικός, σκηνικός, θεατρικός;
USER: θεαματικός, γραφική, γραφικό, γραφικά, γραφικές
GT
GD
C
H
L
M
O
scheduled
/ˈʃed.juːl/ = ADJECTIVE: προγραμματισμένος, διατηρητέος, προδιαγραμμένος;
USER: προγραμματιστεί, προγραμματισμένα, προγραμματισμένη, έχει προγραμματιστεί, προγραμματισμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
scheming
/skiːm/ = NOUN: μηχανορραφία;
USER: μηχανορραφία, δολοπλοκίες, ραδιουργίες, ραδιούργος, μεθοδεύσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
scholarship
/ˈskɒl.ə.ʃɪp/ = NOUN: υποτροφία, ευρυμάθεια, λογιότητα, λογιότης;
USER: υποτροφία, υποτροφιών, υποτροφίας, υποτροφίες, υποτροφία για
GT
GD
C
H
L
M
O
school
/skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων;
VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ;
USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική
GT
GD
C
H
L
M
O
schools
/skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων;
VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ;
USER: σχολεία, τα σχολεία, σχολείων, σχολές, σχολών, σχολών
GT
GD
C
H
L
M
O
sci
/ˈsaɪ.faɪ/ = USER: sci, επιστημονικής, επιστημονικής φαντασίας, δοί
GT
GD
C
H
L
M
O
science
/saɪəns/ = NOUN: επιστήμη;
USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής
GT
GD
C
H
L
M
O
sciences
/saɪəns/ = NOUN: επιστήμη;
USER: επιστήμες, επιστημών, επιστήμες της, Sciences, των Επιστημών
GT
GD
C
H
L
M
O
scientific
/ˌsīənˈtifik/ = ADJECTIVE: επιστημονικός;
USER: επιστημονικός, επιστημονική, επιστημονικής, επιστημονικών, επιστημονικές
GT
GD
C
H
L
M
O
scientist
/ˈsaɪən.tɪst/ = NOUN: επιστήμονας, επιστήμων;
USER: επιστήμονας, επιστήμων, επιστήμονα, επιστήμονες, επιστημόνων
GT
GD
C
H
L
M
O
scientists
/ˈsaɪən.tɪst/ = NOUN: επιστήμονας, επιστήμων;
USER: επιστήμονες, οι επιστήμονες, επιστημόνων, τους επιστήμονες, των επιστημόνων
GT
GD
C
H
L
M
O
sculpted
/skʌlpt/ = USER: iλυπτό, iλυπτά, ανάiλυφη, iλυπτική, ανάiλυφες,
GT
GD
C
H
L
M
O
sculpting
/skʌlpt/ = USER: iλυπτική, sculpting, iλυπτική του, ανάiλυφα στοιχεία, iλυπτικής,
GT
GD
C
H
L
M
O
sculptor
/ˈskʌlp.tər/ = NOUN: γλύπτης;
USER: γλύπτης, γλύπτη, γλύπτρια
GT
GD
C
H
L
M
O
sculptural
/ˈskʌlp.tʃər/ = ADJECTIVE: γλυπτικός, αγαλματένιος;
USER: γλυπτικός, αγαλματένιος,
GT
GD
C
H
L
M
O
sculpture
/ˈskʌlp.tʃər/ = NOUN: γλυπτική, γλυπτό;
VERB: κάνω αγάλματα;
USER: γλυπτική, γλυπτό, γλυπτικής, γλυπτά, γλυπτών
GT
GD
C
H
L
M
O
sculptures
/ˈskʌlp.tʃər/ = NOUN: γλυπτική, γλυπτό;
USER: γλυπτά, γλυπτών, γλυπτικής, τα γλυπτά, αγάλματα
GT
GD
C
H
L
M
O
scuttling
/ˈskədl/ = USER: αυτοβυθίζοντας, scuttling, αυτοβυθίζουν, να κινηθούν πολύ γρήγορα, κινηθούν πολύ γρήγορα,
GT
GD
C
H
L
M
O
sea
/siː/ = NOUN: θάλασσα;
USER: θάλασσα, στη θάλασσα, θάλασσας, τη θάλασσα, θαλάσσια
GT
GD
C
H
L
M
O
seashells
/ˈsiː.ʃel/ = USER: κοχύλια, τα θαλασσινά κοχύλια, θαλασσινά κοχύλια, seashells, κοχυλιών,
GT
GD
C
H
L
M
O
seaweed
/ˈsiː.wiːd/ = NOUN: φύκι, βρύο, φύκος;
USER: φύκι, φύκια, φυκιών, τα φύκια, φύκη
GT
GD
C
H
L
M
O
second
/ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος;
NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
secretary
/ˈsek.rə.tər.i/ = NOUN: γραμματέας, υπουργός, γραφείο, γραματεύς;
USER: γραμματέας, Γραμματέα, γραμματέας του, Γενικό Γραμματέα, Γραμματέα των
GT
GD
C
H
L
M
O
section
/ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή;
VERB: χωρίζω εις τμήματα;
USER: τμήμα, τομή, ενότητα, παράγραφο, τμήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
secured
/sɪˈkjʊər/ = VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω;
USER: εξασφάλισε, εξασφαλίζονται, ασφαλίζονται, εγγύηση, ασφαλίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
seed
/siːd/ = NOUN: σπόρος, σπέρμα, φύτρα;
VERB: σπείρω, σποριάζω, σπέρνω;
USER: σπόρος, σπέρμα, σπόρων, σπόρων προς σπορά, σπόρους, σπόρους
GT
GD
C
H
L
M
O
seeking
/siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι;
USER: αναζήτηση, αναζητούν, που αναζητούν, επιδιώκουν, επιδιώκει
GT
GD
C
H
L
M
O
seeks
/siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι;
USER: επιδιώκει, αποβλέπει, αποσκοπεί, ζητεί, προσπαθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
seen
/siːn/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
USER: δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρηθεί, παρατηρείται
GT
GD
C
H
L
M
O
select
/sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
self
/self/ = PRONOUN: εαυτός;
ADJECTIVE: ίδιος;
USER: εαυτός, αυτο, εαυτό, αυτό, self
GT
GD
C
H
L
M
O
semantic
/sɪˈmæn.tɪk/ = ADJECTIVE: σημασιολογικός, σημαντικός, σημασίας;
USER: σημασιολογικός, σημασιολογική, σημασιολογικό, σημασιολογικές, σημασιολογικής
GT
GD
C
H
L
M
O
semblance
/ˈsem.bləns/ = NOUN: ομοιότητα, όψη, εμφάνιση, ομοιότης;
USER: ομοιότητα, όψη, επίφαση, ομοιότητα μεταξύ, φαινομενική
GT
GD
C
H
L
M
O
semester
/sɪˈmes.tər/ = NOUN: ακαδημαϊκό εξάμηνο, σχολικό εξάμηνο;
USER: εξάμηνο, εξαμήνου, εξάμηνο του, εξάμηνα
GT
GD
C
H
L
M
O
senior
/ˈsiː.ni.ər/ = ADJECTIVE: αρχαιότερος, γηραιότερος, μεγαλύτερος;
NOUN: πρεσβύτερος;
USER: αρχαιότερος, ανώτερος, ανώτερων, ανώτερα, ανώτερο
GT
GD
C
H
L
M
O
sense
/sens/ = NOUN: έννοια, αίσθηση, νόημα, λογικό, συναίσθημα, νους, γνώση;
VERB: διαισθάνομαι;
USER: αίσθηση, νόημα, έννοια, λογικό, αίσθημα
GT
GD
C
H
L
M
O
sensing
/sens/ = NOUN: εξεύρεση της φόρας;
USER: αίσθησης, ανίχνευσης, αισθητήρια, ανίχνευση, αισθητήριο
GT
GD
C
H
L
M
O
sensitive
/ˈsen.sɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, εύθικτος, αισθητικός;
USER: ευαίσθητος, ευαίσθητα, ευαίσθητο, ευαίσθητες, ευαίσθητων
GT
GD
C
H
L
M
O
sensual
/ˈsen.sjʊəl/ = ADJECTIVE: αισθησιακός, σαρκικός, φιλήδονος;
USER: αισθησιακός, αισθησιακό, αισθησιακή, αισθησιακές, αισθησιακά
GT
GD
C
H
L
M
O
sentient
/ˈsen.tɪ.ənt/ = ADJECTIVE: αισθητικός, ευαίσθητος;
USER: αισθανόμενα, τα αισθανόμενα, ευαίσθητα, αισθανόμενο, αισθητήρια
GT
GD
C
H
L
M
O
sept
/sepˈtem.bər/ = USER: Σεπτέμβριος, Σεπτέμβριο, Σεπτέμβρης, Σεπ, Σεπτέμβρη
GT
GD
C
H
L
M
O
september
/sepˈtem.bər/ = NOUN: Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης;
USER: Σεπτέμβριος, Σεπ., Σεπτέμβρης, Σεπτέμβριο, Σεπ
GT
GD
C
H
L
M
O
series
/ˈsɪə.riːz/ = NOUN: σειρά;
USER: σειρά, σειράς, σειρές, series, σειρών
GT
GD
C
H
L
M
O
serve
/sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα;
VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω;
USER: εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν, εξυπηρετεί
GT
GD
C
H
L
M
O
served
/sɜːv/ = VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω;
USER: εξυπηρετείται, σερβίρεται, εξυπηρετούνται, υπηρέτησε, σερβίρονται
GT
GD
C
H
L
M
O
serves
/sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα;
VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω;
USER: εξυπηρετεί, χρησιμεύει, σερβίρει, υπηρετεί, χρησιμεύει για
GT
GD
C
H
L
M
O
service
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
serving
/ˈsɜː.vɪŋ/ = NOUN: σερβίρισμα, έκτιση;
USER: σερβίρισμα, εξυπηρετούν, σερβίρει, που εξυπηρετούν, που σερβίρει, που σερβίρει
GT
GD
C
H
L
M
O
session
/ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος;
USER: συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία
GT
GD
C
H
L
M
O
sessions
/ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος;
USER: συνεδρίες, συνεδριάσεις, συνεδριών, συνόδων, συνόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
seth
= USER: Seth, Ο Seth, Σεθ, Σηθ, τον Seth
GT
GD
C
H
L
M
O
several
/ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι;
PRONOUN: μερικοί;
USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες
GT
GD
C
H
L
M
O
shared
/ʃeəd/ = VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω;
USER: κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, κοινά, κοινή
GT
GD
C
H
L
M
O
shop
/ʃɒp/ = NOUN: κατάστημα, μαγαζί, εργαστήριο;
VERB: ψωνίζω;
USER: κατάστημα, shop, ψωνίσετε, ψωνίζουν, ψωνίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
shot
/ʃɒt/ = NOUN: βολή, πυροβολισμός, φωτογραφία, σφαίρα, σφηνάκι, ένεση, σφαιρίδια, ποτό, σκοπευτής, τουφεκισμός;
USER: βολή, πυροβολισμός, shot, πυροβολισμό, πυροβόλησε
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
showed
/ʃəʊ/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: έδειξε, έδειξαν, κατέδειξε, παρουσίασε, παρουσίασαν
GT
GD
C
H
L
M
O
showing
/ˈʃəʊ.ɪŋ/ = NOUN: επίδειξη, εκδήλωση;
USER: επίδειξη, δείχνει, που δείχνει, δείχνουν, που δείχνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
shown
/ʃəʊn/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανίζεται, που εμφανίζονται, δείξει
GT
GD
C
H
L
M
O
shows
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
shuttle
/ˈʃʌt.l̩/ = NOUN: σαΐτα, κερκίδα, κερκίς, σαΐτα αργαλείου;
USER: σαΐτα, Μεταφορά από και προς, μεταφοράς με λεωφορείο, λεωφορείο, υπηρεσία μεταφοράς
GT
GD
C
H
L
M
O
sicily
= NOUN: Σικελία;
USER: Σικελία, sicily, Σικελίας, σικελιας, προορισμό Σικελία
GT
GD
C
H
L
M
O
side
/saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά;
ADJECTIVE: πλάγιος;
USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά
GT
GD
C
H
L
M
O
sidewalk
/ˈsaɪd.wɔːk/ = NOUN: πεζοδρόμιο;
USER: πεζοδρόμιο, πεζοδρομίων, πεζοδρομίου, πεζοδρόμιο στο
GT
GD
C
H
L
M
O
signals
/ˈsɪɡ.nəl/ = NOUN: σύνθημα, σινιάλο, σημείο;
USER: σήματα, σημάτων, τα σήματα, σήματα που, μηνύματα
GT
GD
C
H
L
M
O
signature
/ˈsɪɡ.nɪ.tʃər/ = NOUN: υπογραφή, τζίφρα;
USER: υπογραφή, υπογραφής, την υπογραφή
GT
GD
C
H
L
M
O
significant
/sigˈnifikənt/ = ADJECTIVE: σημαντικός, σπουδαίος, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
GT
GD
C
H
L
M
O
silicone
GT
GD
C
H
L
M
O
simian
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
singularity
/ˌsɪŋ.ɡjʊˈlær.ɪ.ti/ = NOUN: μοναδικότητα;
USER: μοναδικότητα, ιδιομορφία, μοναδικότητας, ιδιαιτερότητα, ιδιομορφίας
GT
GD
C
H
L
M
O
sit
/sɪt/ = VERB: καθίζω, κάθημαι, επικάθημαι, συνεδριάζω, ποζάρω;
USER: κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσουν, καθίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
sixteenth
/ˌsɪkˈstiːnθ/ = USER: sixteenth-, sixteenth;
USER: δέκατος έκτος, δέκατο έκτο, δέκατη έκτη, δέκατου έκτου, δεκάτου έκτου
GT
GD
C
H
L
M
O
skilled
/skɪld/ = ADJECTIVE: έμπειρος, επιδέξιος;
USER: έμπειρος, εξειδικευμένο, ειδικευμένων, ειδικευμένους, ειδίκευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
skills
/skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης;
USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
skin
/skɪn/ = NOUN: δέρμα, φλούδα, φλοιός, πετσί, τομάρι;
VERB: γδέρνω, εκδέρω, ξεφλουδίζω;
USER: δέρμα, δέρματος, του δέρματος, το δέρμα, επιδερμίδα
GT
GD
C
H
L
M
O
small
/smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος;
ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος;
USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών
GT
GD
C
H
L
M
O
smaller
/smɔːl/ = ADJECTIVE: μικρότερος;
USER: μικρότερος, μικρότερο, μικρότερα, μικρότερες, μικρότερη
GT
GD
C
H
L
M
O
smart
/smɑːt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, κομψός, ξύπνιος, οξύς, ζωηρός, δριμύς;
NOUN: μάγκας, πόνος;
VERB: πονώ, τσούζω;
USER: έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνα
GT
GD
C
H
L
M
O
smit
/smit/ = USER: Smit, η Smit, Σμιτ, ο Smit,
GT
GD
C
H
L
M
O
smithsonian
= USER: Smithsonian, Σμιθσόνιαν, Σμιθσονιτικός, σμιθσονιτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
social
/ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός;
USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
society
/səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία;
USER: κοινωνία, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, πολιτών
GT
GD
C
H
L
M
O
sofia
= NOUN: Σοφία;
USER: Σοφία, ΣΟΦΙΑ, σόφια, sofia, Σοφίας,
GT
GD
C
H
L
M
O
software
/ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό;
USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού
GT
GD
C
H
L
M
O
souls
/səʊl/ = NOUN: ψυχή;
USER: ψυχές, ψυχών, οι ψυχές, τις ψυχές, ψυχή
GT
GD
C
H
L
M
O
source
/sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση;
USER: πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές
GT
GD
C
H
L
M
O
space
/speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος;
VERB: αραιώνω;
USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
speak
/spiːk/ = VERB: μιλώ, ομιλώ, κουβεντιάζω;
USER: μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν, μιλήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
speaker
/ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής;
USER: ομιλητής, μεγάφωνο, ηχείο, ηχείων, ομιλητή
GT
GD
C
H
L
M
O
special
/ˈspeʃ.əl/ = ADJECTIVE: ειδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, έκτακτος, συγκεκριμένος, εξαιρετικός;
USER: ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό, ειδικό
GT
GD
C
H
L
M
O
spectacles
/ˈspek.tɪ.kl̩/ = NOUN: δίοπτρα, ματογυαλιά;
USER: δίοπτρα, γυαλιά, θεάματα, γυαλιών, θεαμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
spectrum
/ˈspek.trəm/ = NOUN: φάσμα, φωτόφασμα, πρισματικό φάσμα;
USER: φάσμα, φάσματος, ραδιοφάσματος, του ραδιοφάσματος, του φάσματος
GT
GD
C
H
L
M
O
speech
/spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά;
USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο
GT
GD
C
H
L
M
O
spidery
/ˈspaɪ.dər.i/ = ADJECTIVE: αραχνώδης;
USER: αραχνώδης, αραχνοειδή, αραχνοειδείς, αραχνοειδές
GT
GD
C
H
L
M
O
spilling
/spil/ = NOUN: χύσιμο;
USER: χύσιμο, χυθεί, διαρροής, ανατρέπει, εκροή
GT
GD
C
H
L
M
O
spinoff
GT
GD
C
H
L
M
O
spontaneously
/ˌspɒn.təˈneɪ.ɪ.ti/ = USER: αυθόρμητα, αυθορμήτως, αυτόματα, αυτομάτως, αυθόρμητη
GT
GD
C
H
L
M
O
sprayed
/sprā/ = VERB: ψεκάζω, ραντίζω;
USER: ψεκάζονται, ψεκάζεται, ψεκαστεί, ψεκασμό, εκτοξεύεται
GT
GD
C
H
L
M
O
spring
/sprɪŋ/ = NOUN: άνοιξη, ελατήριο, πηγή, πήδημα;
VERB: αναπηδώ, φύομαι, πηδώ, πηγάζω;
USER: άνοιξη, ελατήριο, πηγή, άνοιξης, την άνοιξη
GT
GD
C
H
L
M
O
springer
= NOUN: πηδών;
USER: πηδών, Springer, πίσω έρχεται
GT
GD
C
H
L
M
O
square
/skweər/ = NOUN: πλατεία, τετράγωνο, ορθωγωνιόμετρο;
ADJECTIVE: τετράγωνος, τετραγωνικός, έντιμος, τίμιος;
VERB: τετραγωνίζω, κανονίζω, εξισώνω;
USER: πλατεία, τετράγωνο, τετραγωνικών, τετραγωνικά, δημόσιος
GT
GD
C
H
L
M
O
stable
/ˈsteɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: σταθερός, ευσταθής, μόνιμος;
NOUN: στάβλος;
VERB: σταβλίζω, σταυλίζω;
USER: σταθερός, στάβλος, σταθερή, σταθερό, σταθερές
GT
GD
C
H
L
M
O
stalk
/stɔːk/ = NOUN: κοτσάνι, στέλεχος φυτού;
ADJECTIVE: βλαστός;
VERB: πλησιάζω προσεκτικώς, βαδίζω αγερωχώς;
USER: κοτσάνι, βλαστός, στέλεχος, στελέχους, μίσχο
GT
GD
C
H
L
M
O
stand
/stænd/ = NOUN: στάση, εξέδρα, βάθρο, σταμάτημα, παράπηγμα, στάντζα;
VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι;
USER: στάση, σταθεί, ξεχωρίζουν, ηρεμία, να σταθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
stands
/stænd/ = NOUN: στάση, εξέδρα, βάθρο, σταμάτημα, παράπηγμα, στάντζα;
VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι;
USER: στέκεται, περίπτερα, ξεχωρίζει, βρίσκεται, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
startled
/ˈstɑː.tl̩/ = VERB: τρομάζω, πτοώ, πτοούμαι, καταπλήσσω;
USER: τρόμαξε, τρομαγμένη, ξάφνιασε, τρομάξει, ξαφνιάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
startup
/dotcom/ = USER: εκκίνηση, εκκίνησης, την εκκίνηση, έναρξη, έναρξη λειτουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
startups
/ˈstɑːt.ʌp/ = USER: ξεκινήματα, νεοσύστατες επιχειρήσεις, νεοσύστατες, startups, εκκινήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
state
/steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή;
ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός;
VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω;
USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών
GT
GD
C
H
L
M
O
states
/steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή;
VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω;
USER: Τα κράτη, κράτη, αναφέρει, δηλώνει, Πολιτείες
GT
GD
C
H
L
M
O
statistical
/stəˈtistikəl/ = ADJECTIVE: στατιστικός;
USER: στατιστικός, στατιστικών, στατιστική, στατιστικές, στατιστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
steering
/ˈstɪə.rɪŋ ˌkɒl.əm/ = NOUN: πηδαλιούχηση;
USER: πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, τιμόνι, υδραυλικό
GT
GD
C
H
L
M
O
stella
= NOUN: Στέλλα;
USER: Στέλλα, stella, χρήστη stella, Στέλλας
GT
GD
C
H
L
M
O
stem
/stem/ = NOUN: στέλεχος, μίσχος, κορμός, κοτσάνι, πρώρα πλοίου;
VERB: αναχαιτίζω, ανακόπτω, αντικρούω;
USER: στέλεχος, απορρέουν, προέρχονται, προκύπτουν, πηγάζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
stevenson
= USER: Stevenson, Στίβενσον
GT
GD
C
H
L
M
O
stimuli
/ˈstɪm.jʊ.ləs/ = NOUN: κίνητρο, διεγερτικό, παρακινητικό, ελατήριο;
USER: ερεθίσματα, ερεθισμάτων, κίνητρα, ερέθισμα, ερεθισμών
GT
GD
C
H
L
M
O
stinky
/ˈstɪŋ.kɪŋ/ = USER: stinky, τα stinky, βρωμερός,
GT
GD
C
H
L
M
O
stone
/stəʊn/ = NOUN: πέτρα, λίθος, λιθάρι, πυρήν οπώρας;
ADJECTIVE: πέτρινος;
VERB: λιθοβολώ, ξεκουκιάζω;
USER: πέτρα, πέτρινο, πέτρας, πέτρινα, πέτρινη
GT
GD
C
H
L
M
O
store
/stɔːr/ = NOUN: κατάστημα, αποθήκη, μαγαζί, παρακαταθήκη, στοκ, μέγα ποσό;
VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω;
USER: αποθήκευση, αποθηκεύουν, αποθηκεύσετε, αποθηκεύσει, αποθηκεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
strange
/streɪndʒ/ = ADJECTIVE: παράξενος, ξένος, μυστήριος;
USER: παράξενος, παράξενο, παράξενη, περίεργο, παράξενα
GT
GD
C
H
L
M
O
street
/striːt/ = NOUN: δρόμος, οδός;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό, οδό
GT
GD
C
H
L
M
O
strives
/straɪv/ = USER: προσπαθεί, αγωνίζεται, πασχίζει, επιδιώκει, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια
GT
GD
C
H
L
M
O
structured
/ˈstrʌk.tʃəd/ = ADJECTIVE: δομημένος;
USER: δομημένος, δομημένη, δομημένο, διαρθρωμένη, διαρθρωμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
structures
/ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή;
USER: δομές, δομών, κατασκευές, των δομών, τις δομές, τις δομές
GT
GD
C
H
L
M
O
struggling
/ˈstrʌɡ.lɪŋ/ = VERB: αγωνίζομαι, παλαίω;
USER: αγωνίζονται, αγωνίζεται, που αγωνίζονται, παλεύουν, αγωνίζονται για
GT
GD
C
H
L
M
O
stu
= USER: φοιτητές, stu, ΙΤΜ, φοιτη, χωριστή τεχνική μονάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
student
/ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητής, σπουδαστής;
USER: φοιτητής, σπουδαστής, σπουδαστών, φοιτητή, μαθητή, μαθητή
GT
GD
C
H
L
M
O
students
/ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητόκοσμος;
USER: φοιτητές, μαθητές, οι μαθητές, σπουδαστές, μαθητών, μαθητών
GT
GD
C
H
L
M
O
studied
/ˈstʌd.id/ = ADJECTIVE: μελετημένος, εσκεμμένος;
USER: μελετηθεί, μελετήθηκαν, μελέτησε, μελετήθηκε, σπούδασε, σπούδασε
GT
GD
C
H
L
M
O
studies
/ˈstədē/ = NOUN: σπουδές;
USER: σπουδές, μελέτες, μελετών, σπουδών, μελέτες που, μελέτες που
GT
GD
C
H
L
M
O
studio
/ˈstjuː.di.əʊ/ = NOUN: στούντιο, ατελιέ, εργαστήριο καλλιτέχνου;
USER: στούντιο, Studio, γκαρσονιέρα, ατελιέ
GT
GD
C
H
L
M
O
studios
/ˈstjuː.di.əʊ/ = NOUN: στούντιο, ατελιέ, εργαστήριο καλλιτέχνου;
USER: studios, στούντιο, τα στούντιο, Εργαστήρια, Στούντιος
GT
GD
C
H
L
M
O
study
/ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο;
VERB: μελετώ, σπουδάζω;
USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
style
/staɪl/ = NOUN: στυλ, ύφος, τρόπος, ρυθμός, γραφή, συρμός, λεκτικό;
VERB: προσαγορεύω;
USER: στυλ, ύφος, στιλ, το στυλ, το ύφος, το ύφος
GT
GD
C
H
L
M
O
sub
/sʌb/ = PREFIX: υπο-;
USER: sub, υπο, υποκατηγορίες, επιμέρους, υπό
GT
GD
C
H
L
M
O
subsequent
/ˈsʌb.sɪ.kwənt/ = ADJECTIVE: μεταγενέστερος, ακόλουθος;
USER: μεταγενέστερη, μεταγενέστερες, μετέπειτα, επακόλουθη, επόμενες, επόμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
subsequently
/ˈsʌb.sɪ.kwənt/ = ADVERB: ακολούθως, μεταγενέστερα;
USER: μεταγενέστερα, ακολούθως, στη συνέχεια, συνέχεια, εν συνεχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
successful
/səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος;
USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
successfully
/səkˈses.fəl/ = ADVERB: επιτυχώς;
USER: επιτυχώς, επιτυχία, με επιτυχία, επιτυχή, την επιτυχή
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
summer
/ˈsʌm.ər/ = NOUN: καλοκαίρι, θέρος;
USER: καλοκαίρι, καλοκαιρινά, το καλοκαίρι, καλοκαιριού, ντεπόζιτο καλοκαιρινά, ντεπόζιτο καλοκαιρινά
GT
GD
C
H
L
M
O
summit
/ˈsʌm.ɪt/ = NOUN: κορυφή;
USER: κορυφή, σύνοδο κορυφής, διάσκεψη κορυφής, συνόδου κορυφής, κορυφής
GT
GD
C
H
L
M
O
sun
/sʌn/ = NOUN: ήλιος;
VERB: ηλιάζω;
USER: ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, ηλιόλουστη
GT
GD
C
H
L
M
O
sung
/sʌŋ/ = VERB: τραγουδώ, ψάλλω, άδω;
USER: τραγουδιέται, sung, Σουνγκ, τραγούδησε, τραγουδήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
superhuman
/ˌso͞opərˈ(h)yo͞omən/ = NOUN: υπεράνθρωπος;
ADJECTIVE: υπεράνθρωπος;
USER: υπεράνθρωπος, υπεράνθρωπη, υπεράνθρωπες, υπεράνθρωπο, υπεράνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
supported
/səˈpɔːt/ = VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστηρίζονται, υποστηρίζεται, υποστηριζόμενη, υποστήριξη, υποστήριξε
GT
GD
C
H
L
M
O
surgery
/ˈsɜː.dʒər.i/ = NOUN: χειρουργική, χειρουργείο;
USER: χειρουργική, χειρουργείο, χειρουργική επέμβαση, επέμβαση, εγχείρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
surprising
/səˈpraɪ.zɪŋ/ = ADJECTIVE: εκπληκτικός;
USER: εκπληκτικός, έκπληξη, εκπληκτικό, έκπληξη το γεγονός, προκαλεί έκπληξη
GT
GD
C
H
L
M
O
surreal
/səˈrɪəl/ = USER: σουρεαλιστικό, σουρεαλιστική, σουρεαλιστικές, surreal, σουρεαλιστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
sways
/sweɪ/ = NOUN: ταλάντευση, εξουσία, επιρροή, κουνώ, κράτος;
VERB: κραδαίνω, ταλαντεύω, πάλλω, ταλαντεύομαι, κυβερνώ, επηρεάζω;
USER: ταλαντεύεται, κλυδωνισμούς, ταλάντωσης, κλυδωνισμοί, παλινδρομήσεις,
GT
GD
C
H
L
M
O
swenson
= USER: Swenson, τους Swenson, Σβένσον,
GT
GD
C
H
L
M
O
swim
/swɪm/ = VERB: κολυμπώ, κολυμβώ;
NOUN: ζάλη, κολύμβημα;
USER: κολυμπώ, ζάλη, κολυμπήσετε, κολυμπήσουν, κολυμπούν
GT
GD
C
H
L
M
O
swimming
/swɪm/ = NOUN: κολύμπι, μπάνιο, κολύμβημα;
USER: κολύμπι, μπάνιο, κολύμβηση, πισίνα, κολύμβησης
GT
GD
C
H
L
M
O
symposium
/sɪmˈpəʊ.zi.əm/ = NOUN: συμπόσιο, φιλολογική συγκέντρωση;
USER: συμπόσιο, συμποσίου, Symposium, συμπόσιο που, Συμπόσιο για
GT
GD
C
H
L
M
O
synthesis
/ˈsɪn.θə.sɪs/ = NOUN: σύνθεση;
USER: σύνθεση, σύνθεσης, συνθέσεως, τη σύνθεση, synthesis
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
table
/ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ;
ADJECTIVE: επιτραπέζιος;
VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση;
USER: τραπέζι, πίνακα, πίνακας, πίνακα που, επιτραπέζια
GT
GD
C
H
L
M
O
tables
/ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ;
VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση;
USER: πίνακες, τραπέζια, πινάκων, τους πίνακες, πίνακες που
GT
GD
C
H
L
M
O
taboos
/təˈbo͞o,taˈbo͞o/ = USER: ταμπού, τα ταμπού, ταμπού που, προκαταλήψεις,
GT
GD
C
H
L
M
O
tac
/ˌtɪk.tækˈtəʊ/ = USER: tac, TAC που, TAC Το, ίαο
GT
GD
C
H
L
M
O
talent
/ˈtæl.ənt/ = NOUN: ταλέντο, ιδιοφυία, ταλάντο;
USER: ταλέντο, ταλέντων, το ταλέντο, ταλέντου, ταλέντα
GT
GD
C
H
L
M
O
talents
/ˈtæl.ənt/ = NOUN: ταλέντο, ιδιοφυία, ταλάντο;
USER: ταλέντα, τα ταλέντα, ταλέντων, ταλέντο, τάλαντα
GT
GD
C
H
L
M
O
talk
/tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη;
VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
tall
/tɔːl/ = ADJECTIVE: ψηλός, υψηλός;
USER: ψηλός, ψηλό, ψηλά, ύψος, ψηλή, ψηλή
GT
GD
C
H
L
M
O
taught
/tɔːt/ = ADJECTIVE: διδακτός;
USER: διδάσκεται, διδάσκονται, διδάξει, διδαχθεί, δίδαξε, δίδαξε
GT
GD
C
H
L
M
O
tea
/tiː/ = NOUN: τσάι;
USER: τσάι, τσαγιού, Παρασκευαστής καφέ, Tea, παροχές για τσάι, παροχές για τσάι
GT
GD
C
H
L
M
O
teacher
/ˈtiː.tʃər/ = NOUN: δάσκαλος, διδάσκαλος, διδασκάλισσα;
USER: δάσκαλος, εκπαιδευτικών, δάσκαλο, δασκάλου, των εκπαιδευτικών, των εκπαιδευτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
teachers
/ˈtiː.tʃər/ = NOUN: δάσκαλος, διδάσκαλος, διδασκάλισσα;
USER: καθηγητές, εκπαιδευτικούς, εκπαιδευτικοί, δασκάλους, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
teaching
/ˈtiː.tʃɪŋ/ = NOUN: διδασκαλία, διδαχή;
USER: διδασκαλίας, διδασκαλία, διδακτικό, διδακτικού, τη διδασκαλία, τη διδασκαλία
GT
GD
C
H
L
M
O
team
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
ADJECTIVE: ομαδικός;
USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
tech
/tek/ = USER: tech, τεχνολογίας, τεχνολογία
GT
GD
C
H
L
M
O
technical
/ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός;
USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής
GT
GD
C
H
L
M
O
technician
/tekˈnɪʃ.ən/ = ADJECTIVE: τεχνικός;
NOUN: τεχνολόγος;
USER: τεχνικός, τεχνικό, τεχνικού, τεχνικών, τεχνίτης
GT
GD
C
H
L
M
O
techniques
/tekˈniːk/ = NOUN: τεχνική;
USER: τεχνικές, τεχνικών, τις τεχνικές, των τεχνικών, τεχνικές που
GT
GD
C
H
L
M
O
technological
/ˌtek.nəˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνολογικός;
USER: τεχνολογικός, τεχνολογικής, τεχνολογική, τεχνολογικές, τεχνολογικών
GT
GD
C
H
L
M
O
technologies
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
ted
/ted/ = VERB: απλώνω χόρτα, ξυραίνω χόρτα;
USER: ted, το TED, με το TED, του TED, Τεντ
GT
GD
C
H
L
M
O
tedx
GT
GD
C
H
L
M
O
tends
/tend/ = VERB: τείνω, φροντίζω, κλίνω, φυλάσσω, φυλάττω, περιποιούμαι, ρέπω, συντελώ;
USER: τείνει, τάση, έχει την τάση, τείνουν, συνήθως
GT
GD
C
H
L
M
O
term
/tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία;
VERB: ονομάζω;
USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας
GT
GD
C
H
L
M
O
test
/test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής;
VERB: δοκιμάζω;
USER: δοκιμή, εξέταση, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, δοκιμασία
GT
GD
C
H
L
M
O
testing
/ˈtes.tɪŋ/ = VERB: δοκιμάζω;
USER: δοκιμές, δοκιμή, δοκιμών, δοκιμής, έλεγχο
GT
GD
C
H
L
M
O
th
/ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
theater
/ˈθɪə.tər/ = NOUN: θέατρο, θέατρο;
USER: θέατρο, θεάτρου, το θέατρο, θεατρικές, theater
GT
GD
C
H
L
M
O
theatre
/ˈθɪə.tər/ = USER: θέατρο, θεάτρου, το θέατρο, θεατρικές, theater
GT
GD
C
H
L
M
O
theatrical
/θiˈæt.rɪ.kəl/ = ADJECTIVE: θεατρικός;
USER: θεατρικός, θεατρικές, θεατρική, θεατρικό, θεατρικά
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
theme
/θiːm/ = NOUN: θέμα;
USER: θέμα, θέματος, το θέμα, θεματικό, θεματικά
GT
GD
C
H
L
M
O
themed
/θiːm/ = USER: θέμα, με θέμα, θεματικές, θεματικά, themed
GT
GD
C
H
L
M
O
therapy
/ˈθer.ə.pi/ = NOUN: θεραπεία;
USER: θεραπεία, θεραπείας, θεραπεία με, θεραπείας με, η θεραπεία
GT
GD
C
H
L
M
O
thereby
/ˌðeəˈbaɪ/ = ADVERB: εκ τούτου, από αυτό, διά τούτου;
USER: εκ τούτου, έτσι, τρόπο αυτό, τον τρόπο αυτό, ως εκ τούτου
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
thesis
/ˈθiː.sɪs/ = NOUN: διατριβή, θέση, θέμα, έκθεση;
USER: διατριβή, διατριβής, εργασία, θέση, διπλωματική εργασία
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
thirty
/ˈθɜː.ti/ = USER: thirty-, thirty, thirty;
USER: τριάντα, από τριάντα, τριακοστή, τριάκοντα
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
threats
/θret/ = NOUN: απειλή, φοβερά;
USER: απειλές, απειλών, τις απειλές, απειλές για, απειλές κατά
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
throughout
/θruːˈaʊt/ = ADVERB: παντού, καθ' ολοκληρίαν, καθ' όλην την διάρκεια, καθ' όλην την έκταση;
USER: παντού, όλη, σε όλη, ολόκληρη, σε ολόκληρη, σε ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
timeless
/ˈtaɪm.ləs/ = ADJECTIVE: αιώνιος, μη αναφέρων την ώραν;
USER: διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, διαχρονικά
GT
GD
C
H
L
M
O
times
/taɪmz/ = NOUN: φορές;
USER: φορές, χρόνους, χρόνοι, ώρες, φορές την, φορές την
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
together
/təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα;
USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό
GT
GD
C
H
L
M
O
too
/tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ;
USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
took
/tʊk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: πήρε, έλαβε, έλαβαν, πήραν, ανέλαβε, ανέλαβε
GT
GD
C
H
L
M
O
tool
/tuːl/ = NOUN: εργαλείο, σύνεργο, ψωλή;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: εργαλείο, εργαλείου, μέσο, εργαλείο για, το εργαλείο
GT
GD
C
H
L
M
O
toole
= USER: Toole, ΤοοΙβ, ΤοοΙθ, Τοοίε
GT
GD
C
H
L
M
O
top
/tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα;
ADJECTIVE: ανώτατος;
VERB: σκεπάζω, υπερβάλω;
USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή
GT
GD
C
H
L
M
O
toward
/təˈwɔːdz/ = PREPOSITION: προς, περί, πλησίον;
ADJECTIVE: επικείμενος;
USER: προς, προς την, προς το, απέναντι, προς την κατεύθυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
towards
/təˈwɔːdz/ = PREPOSITION: προς, περί, πλησίον;
USER: προς, για, προς την, έναντι, μπαλιά
GT
GD
C
H
L
M
O
toy
/tɔɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, παιχνιδάκι, παίγνιο, παιγνιδάκι, κλοτσοσκούφι, παίχνιο;
ADJECTIVE: άθυρμα, παικτικός;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδι, παιχνιδιών, παιχνιδιού, παιχνίδια, παιγνίδι
GT
GD
C
H
L
M
O
track
/træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος;
VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
traditional
/trəˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: παραδοσιακός, πατροπαράδοτος;
USER: παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό, παραδοσιακά, παραδοσιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
traditions
/trəˈdɪʃ.ən/ = NOUN: παράδοση;
USER: παραδόσεις, παραδόσεων, τις παραδόσεις, παράδοση, έθιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
trailer
/ˈtreɪ.lər/ = NOUN: τροχόσπιτο, νταλίκα, ρυμουλκούμενος, σύρων, συρομένος, άμαξα συρομένη από αυτοκίνητο;
USER: τροχόσπιτο, ρυμουλκούμενο, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, τρέιλερ
GT
GD
C
H
L
M
O
training
/ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση;
USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
transfer
/trænsˈfɜːr/ = NOUN: μεταβίβαση, μεταφορά, μετάθεση, έμβασμα, μετεπιβίβαση, ανταπόκριση, εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου;
VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ;
USER: μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφέρω, μεταφέρετε, μεταφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
transform
/trænsˈfɔːm/ = VERB: μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταμορφώ, μεταμορφώνω;
USER: μετασχηματισμό, μετατρέπουν, μετατρέψει, μετατροπή, μετατρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
transformation
/ˌtræns.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: μετασχηματισμός, μεταμόρφωση, μεταλλαγή;
USER: μετασχηματισμός, μεταμόρφωση, μετατροπή, μετασχηματισμού, μετασχηματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
transformational
/ˌtrænsfəˈmeɪʃənəl/ = USER: μετασχηματιστική, μετασχηματισμό, μετασχηματισμού, μεταμορφωτική, μετασχηματιστικές
GT
GD
C
H
L
M
O
transitioned
= USER: μεταπηδά, μεταβεί, στράφηκαν, transitioned, μετάβασή
GT
GD
C
H
L
M
O
transitioning
= USER: Τη μετάβαση
GT
GD
C
H
L
M
O
translation
/trænsˈleɪ.ʃən/ = NOUN: μετάφραση;
USER: μετάφραση, μετάφρασης, μεταφραστικές, μεταφραστικών, μεταφράσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
transmitting
/trænzˈmɪt/ = VERB: διαβιβάζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω;
USER: μετάδοση, εκπέμπει, διαβίβαση, μετάδοσης, τη μετάδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
transmute
/trænzˈmjuːt/ = VERB: μεταλλάσσω, μετατρέπω;
USER: μεταλλάξει, μετατρέψει, μετατρέπουμε, μετουσιώνουν, μετατρέψουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
travel
/ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδι, ταξίδιο;
VERB: ταξιδεύω;
USER: ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύουν, ταξιδέψετε, ταξιδέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
treatment
/ˈtriːt.mənt/ = NOUN: θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, κατεργασία;
USER: θεραπεία, αγωγή, μεταχείριση, κατεργασία, θεραπείας
GT
GD
C
H
L
M
O
trees
/triː/ = NOUN: δέντρο, δένδρο;
USER: δέντρα, τα δέντρα, δένδρα, δέντρων, δένδρων, δένδρων
GT
GD
C
H
L
M
O
tribune
/ˈtrɪb.juːn/ = NOUN: βήμα, υπερασπιστής των δικαιωμάτων του λαού της αρχαίας ρώμης;
USER: βήμα, Tribune, εξέδρα, δημάρχου, βήμα του
GT
GD
C
H
L
M
O
triennial
/trīˈenēəl/ = ADJECTIVE: τριετής, ανά τρία έτη;
NOUN: τριετές συμβάν;
USER: τριετής, τριετές, τριετούς, τριετή, ανά τριετία,
GT
GD
C
H
L
M
O
truly
/ˈtruː.li/ = ADVERB: όντως, ειλικρινά, αληθώς, ειλικρινώς;
USER: αληθώς, όντως, ειλικρινά, πραγματικά, αληθινά
GT
GD
C
H
L
M
O
trust
/trʌst/ = NOUN: εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, πίστη, παρακαταθήκη, τράστ, πίστωση, εμπορικός συνδυασμός;
VERB: εμπιστεύομαι, έχω πίστη, έχω πεποίθηση;
USER: εμπιστοσύνη, εμπιστεύονται, εμπιστευθείτε, εμπιστεύεστε, Αξιόπιστες
GT
GD
C
H
L
M
O
tshirt
/ˈtiː.ʃɜːt/ = USER: tshirt, μπλούζα, μπλουζών, μπλούζας, μπλουζάκι
GT
GD
C
H
L
M
O
tub
/tʌb/ = NOUN: μπάνιο, κάδος, σαπιοκάραβο, σκάφη λούτρου, αργοκίνητο πλοίο;
USER: μπάνιο, μπανιέρα, μπανιέρας, ντουζιέρα, tub
GT
GD
C
H
L
M
O
tubs
/tʌb/ = NOUN: μπάνιο, κάδος, σαπιοκάραβο, σκάφη λούτρου, αργοκίνητο πλοίο;
USER: σκάφες, μπανιέρες, Ταμπς, μαστέλα, δοχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
turin
= NOUN: Τουρίνο;
USER: Τουρίνο, Τορίνο, turin, Τορίνου
GT
GD
C
H
L
M
O
turtles
/ˈtɜː.tl̩/ = NOUN: χελώνα, χελώνη;
USER: χελώνες, θαλάσσιες χελώνες, χελωνών, χελώνας, οι χελώνες
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
type
/taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο;
VERB: δακτυλογραφώ;
USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο
GT
GD
C
H
L
M
O
typical
/ˈtɪp.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τυπικός, χαρακτηριστικός;
USER: τυπικός, χαρακτηριστικός, τυπικό, τυπική, τυπικά, τυπικά
GT
GD
C
H
L
M
O
u
/ju/ = USER: u, u Κάντε, κα, το u, Κάντε u,
GT
GD
C
H
L
M
O
ucla
= USER: UCLA, του UCLA, το UCLA, στο UCLA
GT
GD
C
H
L
M
O
ultimately
/ˈʌl.tɪ.mət.li/ = ADVERB: τελικά;
USER: τελικά, τέλει, τελική ανάλυση, τελικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
uncanny
/ʌnˈkæn.i/ = ADJECTIVE: μυστηριώδης, αφύσικος;
USER: μυστηριώδης, παράξενη, μυστηριώδη, απόκοσμη, παράξενο
GT
GD
C
H
L
M
O
under
/ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω;
ADVERB: από κάτω;
USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
undergraduate
/ˌəndərˈgrajəwit/ = NOUN: φοιτητής;
ADJECTIVE: τελειόφοιτος, μη απολυθείς;
USER: φοιτητής, προπτυχιακό, προπτυχιακών, προπτυχιακούς, προπτυχιακά
GT
GD
C
H
L
M
O
understanding
/ˌəndərˈstand/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, συνεννόηση;
USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, της κατανόησης
GT
GD
C
H
L
M
O
universal
/ˌyo͞onəˈvərsəl/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος, γενικός;
USER: καθολικής, καθολική, καθολικό, την καθολική, καθολικών
GT
GD
C
H
L
M
O
universities
/ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο;
USER: πανεπιστήμια, τα πανεπιστήμια, πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων
GT
GD
C
H
L
M
O
university
/ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο;
USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή
GT
GD
C
H
L
M
O
unlock
/ʌnˈlɒk/ = VERB: ξεκλειδώνω;
USER: ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το
GT
GD
C
H
L
M
O
unreal
/ʌnˈrɪəl/ = ADJECTIVE: ανύπαρκτος, φανταστικός, μη πραγματικός;
USER: φανταστικός, ανύπαρκτος, Unreal, εξωπραγματικό, εξωπραγματική
GT
GD
C
H
L
M
O
unsettling
/ʌnˈset.əl.ɪŋ/ = VERB: κλονίζω, διαταράσσω;
USER: συνταρακτικό, ανησυχητική, συνταρακτική, ανησυχητικό, ανησυχητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
until
/ənˈtɪl/ = PREPOSITION: μέχρι, έως, ίσαμε;
CONJUNCTION: ώσπου, ότου;
USER: μέχρι, έως, έως ότου, μέχρι τις, μέχρι να, μέχρι να
GT
GD
C
H
L
M
O
unveiling
/ʌnˈveɪl/ = NOUN: αποκαλυπτήρια;
USER: αποκαλυπτήρια, παρουσιάσει, αποκαλύπτοντας, αποκάλυψη, αποκαλυπτηρίων
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
upending
/ʌpˈend/ = VERB: τοποθετώ όρθιο;
USER: καταλύοντας την,
GT
GD
C
H
L
M
O
upon
/əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις;
USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
usa
/ˌjuː.esˈeɪ/ = ABBREVIATION: ΗΠΑ, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής;
USER: ΗΠΑ, usa, Η.Π.Α., Αμερική, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής
GT
GD
C
H
L
M
O
usc
GT
GD
C
H
L
M
O
usd
= USER: USD, δολάρια, Δολ ΗΠΑ, δολαρίου, Εύρος
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
useful
/ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος;
USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
user
/ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος;
USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
v
/viː/ = USER: v, κατά, ν
GT
GD
C
H
L
M
O
valley
/ˈvæl.i/ = NOUN: κοιλάδα, κοιλάς;
USER: κοιλάδα, Valley, κοιλάδας, κοιλάδα του, πεδιάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
van
/væn/ = NOUN: βαν, φορτηγό, βαγόνι αποσκευών, πρωτοπορεία, σκεπασμένο κάρο μετακομίσεως;
USER: βαν, φορτηγό, Van
GT
GD
C
H
L
M
O
varied
/ˈveə.rɪd/ = ADJECTIVE: ποικίλος, διάφορος;
USER: κυμαινόταν, ποικίλει, ποικίλες, μεταβάλλεται, ποικίλλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
various
/ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους;
USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους
GT
GD
C
H
L
M
O
vectors
/ˈvek.tər/ = NOUN: διάνυσμα, άνυσμα;
USER: φορείς, διανύσματα, φορέων, διανυσμάτων, φορείς που
GT
GD
C
H
L
M
O
vehicle
/ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας;
USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
venture
/ˈven.tʃər/ = NOUN: τόλμημα, διακύβευση;
VERB: τολμώ, αποτολμώ, ριψοκινδυνεύω;
USER: επιχείρηση, επιχείρησης, επιχειρηματικών, εγχείρημα, επιχειρηματικά
GT
GD
C
H
L
M
O
verisimilitude
/ˌver.ɪ.sɪˈmɪl.ɪ.tjuːd/ = NOUN: αληθοφάνεια, πιθανότης, ευλογοφάνεια, πιθανότητα;
USER: αληθοφάνεια, επίρρωση, αληθοφάνειας, verisimilitude
GT
GD
C
H
L
M
O
version
/ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση;
USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
versions
/ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση;
USER: εκδόσεις, εκδόσεων, εκδοχές, τις εκδόσεις, έκδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
via
/ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου;
USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των
GT
GD
C
H
L
M
O
vice
/vaɪs/ = NOUN: μέγγενη, κακία, ελάττωμα, φαυλότητα, βίτσιο, σφιγκτήρ, φαυλότης, αντικαταστάτης;
USER: κακία, μέγγενη, αντιπρόεδρος, αντιπροέδρου, αντιπρόεδρο
GT
GD
C
H
L
M
O
victor
/ˈvɪk.tər/ = NOUN: νικητής, βίκτορας;
USER: νικητής, Victor, νικητή, Βίκτωρ, Βίκτορ
GT
GD
C
H
L
M
O
video
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
ADJECTIVE: τηλεοπτικός;
USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας
GT
GD
C
H
L
M
O
virtual
/ˈvɜː.tju.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός, κατ' ουσίαν καίτοι όχι πραγματικός, κατ' αποτέλεσμα καίτοι όχι πραγματικός;
USER: εικονικό, virtual, εικονική, εικονικής, εικονικές
GT
GD
C
H
L
M
O
visiting
/ˈvizit/ = VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφτείτε, επισκέπτονται, επισκεφθείτε, που επισκέπτονται
GT
GD
C
H
L
M
O
visitors
/ˈvizitər/ = NOUN: επισκέπτης, μουσαφίρης;
USER: επισκέπτες, οι επισκέπτες, επισκεπτών, τους επισκέπτες, στους επισκέπτες
GT
GD
C
H
L
M
O
visits
/ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη;
VERB: επισκέπτομαι;
USER: επισκέψεις, επισκέψεων, τις επισκέψεις, επισκέψεις καθώς, επισκέπτες
GT
GD
C
H
L
M
O
visual
/ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός;
USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
vitae
/kəˌrɪk.jʊ.ləmˈviː.taɪ/ = USER: σημείωμα, vitae, Βιογραφικό, σημειώματος, σημειώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
vol
= USER: vol, τόμος, νοί
GT
GD
C
H
L
M
O
volume
/ˈvɒl.juːm/ = NOUN: τόμος, όγκος;
USER: όγκος, τόμος, όγκο, όγκου, ένταση
GT
GD
C
H
L
M
O
voted
/vəʊt/ = VERB: ψηφίζω;
USER: ως, ψήφισαν, ψήφισε, ψηφιστεί ως
GT
GD
C
H
L
M
O
vt
= USER: vt, Βερμόντ
GT
GD
C
H
L
M
O
w
/ˈdʌb·əl·ju/ = USER: w, β, Δ, ν, βάρος,
GT
GD
C
H
L
M
O
walk
/wɔːk/ = VERB: περπατώ, βαδίζω, περιπατώ;
NOUN: περίπατος, βόλτα, πεζοπορία, βάδισμα;
USER: περπατώ, περίπατος, βόλτα, πόδια, τα πόδια, τα πόδια
GT
GD
C
H
L
M
O
walking
/ˈwɔː.kɪŋ/ = NOUN: περίπατος;
USER: περίπατος, πόδια, τα πόδια, περπάτημα, κοντινή
GT
GD
C
H
L
M
O
wall
/wɔːl/ = NOUN: τείχος, τοίχος;
VERB: περιτειχίζω;
USER: τοίχος, τείχος, τοίχο, τοίχωμα, τοιχώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
walt
= USER: Walt, την Walt, του Walt, η Walt, ο Walt,
GT
GD
C
H
L
M
O
wander
/ˈwɒn.dər/ = VERB: περιπλανιέμαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι;
USER: περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιφέρονται
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
wash
/wɒʃ/ = NOUN: πλύση, μπουγάδα;
VERB: πλένω, πλύνω, να πλυθεί, πλύνομαι, νίπτω, νίπτομαι, λούω;
USER: πλύση, πλύσιμο, πλένω, πλύνω, πλύνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
water
/ˈwɔː.tər/ = NOUN: νερό, ύδωρ;
VERB: ποτίζω, νερώνω;
USER: νερό, ύδωρ, νερού, ύδατος, υδάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
week
/wiːk/ = NOUN: εβδομάδα;
USER: εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
weeks
/wiːk/ = USER: εβδομάδες, εβδομάδων, βδομάδες, εβδομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
west
/west/ = NOUN: δύση;
ADJECTIVE: δυτικός;
USER: δύση, δυτικά, δυτική, δυτικά της
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
whining
/waɪn/ = VERB: κλαθμυρίζω;
USER: κλαψούρισμα, γκρίνια, κλαψουρίζοντας, γκρινιάζεις, κλαψουρίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
white
/waɪt/ = NOUN: λευκό;
ADJECTIVE: λευκός, άσπρος;
USER: λευκό, λευκός, άσπρο, λευκή, λευκά, λευκά
GT
GD
C
H
L
M
O
whitey
/ˈ(h)wīdē/ = USER: Whitey, Ασπρούλη,
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
wide
/waɪd/ = ADJECTIVE: ευρύς, φαρδύς, πλατύς;
USER: ευρύς, ευρύ, μεγάλη, ευρεία, ευρείας, ευρείας
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
winner
/ˈwɪn.ər/ = NOUN: νικητής, κερδίσας;
USER: νικητής, νικητή, νίκη, νικήτρια, νικητής του
GT
GD
C
H
L
M
O
winning
/ˈwɪn.ɪŋ/ = ADJECTIVE: επιτυχής, ελκυστικός;
NOUN: κερδίζων;
USER: νίκη, κερδίζοντας, νίκης, τη νίκη, κερδίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
winter
/ˈwɪn.tər/ = NOUN: χειμώνας, χειμών;
VERB: παραχειμάζω, διαχειμάζω;
USER: χειμώνας, χειμώνα, το χειμώνα, χειμερινή, χειμερινό
GT
GD
C
H
L
M
O
wired
/waɪəd/ = VERB: εφοδιάζω με σύρματα, συνδέω με σύρματα, τηλεγραφώ;
USER: ενσύρματο, ενσύρματη, ενσύρματα, ενσύρματες, ενσύρματη σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
wisdom
/ˈwɪz.dəm/ = NOUN: σοφία, φρόνηση, σύνεση;
USER: σοφία, φρόνηση, σοφίας, τη σοφία, η σοφία
GT
GD
C
H
L
M
O
wise
/waɪz/ = ADJECTIVE: σοφός, συνετός, φρόνιμος;
NOUN: τρόπος, σώφρονας;
USER: σοφός, σοφό, σοφή, συνετό, φρόνιμο
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
won
/wʌn/ = NOUN: γουόν;
USER: γουόν, κέρδισε, κερδίσει, κέρδισαν, κέρδισε το, κέρδισε το
GT
GD
C
H
L
M
O
wonder
/ˈwʌn.dər/ = VERB: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι, απορώ, θαυμάζω, εκπλήττομαι;
NOUN: θαύμα, έκπληξη, θαυμασμός;
USER: αναρωτιέμαι, απορώ, διερωτώμαι, θαύμα, αναρωτιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
wonderland
/ˈwʌn.dəl.ænd/ = NOUN: χώρα θαυμάτων;
USER: χώρα θαυμάτων, θαυμάτων, Wonderland, χώρα των θαυμάτων, των θαυμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
wonders
/ˈwʌn.dər/ = NOUN: θαύμα, έκπληξη, θαυμασμός;
VERB: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι, απορώ, θαυμάζω, εκπλήττομαι;
USER: θαύματα, αναρωτιέται, διερωτάται, θαύματα της, κάνει θαύματα
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
worked
/wərk/ = VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, λειτούργησε, δούλεψε
GT
GD
C
H
L
M
O
works
/wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο;
USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου
GT
GD
C
H
L
M
O
workshop
/ˈwɜːk.ʃɒp/ = NOUN: συνεργείο;
USER: συνεργείο, εργαστήριο, Workshop, εργαστηρίου, εργαστήρι
GT
GD
C
H
L
M
O
workshops
/ˈwɜːk.ʃɒp/ = NOUN: συνεργείο;
USER: εργαστήρια, εργαστηρίων, ημερίδες, workshops, συνεργεία
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
worlds
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμους, κόσμοι, κόσμων, worlds, κόσμο
GT
GD
C
H
L
M
O
worldwide
/ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος;
USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
wormhole
= USER: σκουληκότρυπα, σκουληκότρυπας, wormhole, σκουλικότρυπα, μαύρη τρύπα
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
writer
/ˈraɪ.tər/ = NOUN: συγγραφέας, γράφων, γραψάς, συντάκτης κείμενου;
USER: συγγραφέας, συγγραφέα, εγγραφής
GT
GD
C
H
L
M
O
writing
/ˈraɪ.tɪŋ/ = NOUN: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, έγγραφο, αναγραφή, σύνθεση, σύγγραμμα;
USER: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, γραπτώς, εγγράφως, εγγράφως
GT
GD
C
H
L
M
O
writings
/ˈraɪ.tɪŋ/ = NOUN: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, έγγραφο, αναγραφή, σύνθεση, σύγγραμμα;
USER: συγγράμματα, γραφές, γραπτά, τα γραπτά, κείμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
wrote
/rəʊt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω;
USER: έγραψε, έγραψε τις, έγραψαν, έγραφε, έγραψα
GT
GD
C
H
L
M
O
xml
/ˌeks.emˈel/ = USER: xml, Γιατροί, Γιατροί Χωρίς,
GT
GD
C
H
L
M
O
y
/waɪ/ = USER: y, γ, ομάδα, στην ομάδα, και στην ομάδα,
GT
GD
C
H
L
M
O
year
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
yield
/jiːld/ = VERB: υποχωρώ, παράγω, ενδίδω, παραχωρώ, αποφέρω;
NOUN: απόδοση παραγωγής, παραχώρηση προτεραιότητας, εσοδεία;
USER: απόδοση, αποδώσει, αποφέρουν, δώσει, αποφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
yoni
GT
GD
C
H
L
M
O
yorker
/ˌnjuːˈjɔː.kər/ = USER: Yorker, Γιόρκερ
GT
GD
C
H
L
M
O
youths
/juːθ/ = NOUN: νεαροί;
USER: νεαροί, νέους, νέοι, νέων, τους νέους
GT
GD
C
H
L
M
O
z
/zi/ = USER: z, ζ, το Ω, φ, το Ζ,
GT
GD
C
H
L
M
O
zones
/zəʊn/ = NOUN: ζώνη;
USER: ζώνες, ζωνών, τις ζώνες, περιοχές, ζώνες που
1677 words