Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
abilities /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητες, ικανοτήτων, ικανότητές, τις ικανότητες, δυνατότητες

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
absurd /əbˈsɜːd/ = ADJECTIVE: παράλογος, άτοπος; USER: παράλογος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα

GT GD C H L M O
academy /əˈkæd.ə.mi/ = NOUN: ακαδημία; USER: ακαδημία, Ακαδημίας, Academy, σχολή, σχολής

GT GD C H L M O
accelerate /əkˈsel.ə.reɪt/ = VERB: επιταχύνω; USER: επιταχύνουν, επιτάχυνση, επιταχύνει, την επιτάχυνση της, την επιτάχυνση

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
accolades /ˈæk.ə.leɪd/ = NOUN: χειροτονία ιππότου; USER: επευφημίες, βραβεία, επαίνους, διακρίσεις, accolades

GT GD C H L M O
achieving /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επίτευξη, την επίτευξη, επίτευξης, επιτυγχάνοντας, επίτευξη των

GT GD C H L M O
acrylic /əˈkrɪl.ɪk/ = NOUN: ακρυλικό; ADJECTIVE: ακρυλικός; USER: ακρυλικό, ακρυλικός,

GT GD C H L M O
act /ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο; VERB: ενεργώ, δρω; USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει

GT GD C H L M O
active /ˈæk.tɪv/ = ADJECTIVE: ενεργός, δραστήριος, ενεργητικός, δρων; USER: ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργή, ενεργού, ενεργού

GT GD C H L M O
actuated /ˈæk.tʃu.eɪt/ = ADJECTIVE: εν κινήσει, κινητοποιημένος; USER: εν κινήσει, κινητοποίησης, κινητοποιηθείσα, ενεργοποιημένη του, Ενεργοποιείται,

GT GD C H L M O
actuation /ˈæk.tʃu.eɪt/ = NOUN: ώθηση, κίνηση; USER: ώθηση, κίνηση, ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση,

GT GD C H L M O
actuator = USER: ενεργοποιητή, ενεργοποιητής, ενεργοποίησης, ενεργοποιητού, του ενεργοποιητή

GT GD C H L M O
actuators = USER: ενεργοποιητές, ενεργοποιητών, κινητήρες, ενεργοποίησης, μηχανισμούς κίνησης

GT GD C H L M O
adapting /əˈdæpt/ = NOUN: προσαρμογή; ADJECTIVE: προσαρμοστικός; USER: προσαρμογή, την προσαρμογή, προσαρμογής, για την προσαρμογή, προσαρμογή των

GT GD C H L M O
addressing /əˈdres/ = VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: αντιμετώπιση, αντιμετώπιση των, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζοντας, αντιμετώπιση της

GT GD C H L M O
adjunct /ˈædʒ.ʌŋkt/ = NOUN: επιπρόσθετο, παρεπόμενο, συνακόλουθο; USER: παρεπόμενο, επιπρόσθετο, συμπλήρωμα, συμπληρωματική, συμπληρωματικό

GT GD C H L M O
administrative /ədˈminiˌstrātiv,-strətiv/ = ADJECTIVE: διοικητικός, διαχειριστικός; USER: διοικητικός, διοικητικές, διοικητικών, διοικητική, διοικητικής

GT GD C H L M O
admissions /ədˈmɪʃ.ən/ = NOUN: είσοδος, εισδοχή, αποδοχή, παραδοχή; USER: ομολογίες, εισαγωγών, εισαγωγές, των εισαγωγών, αποδοχών

GT GD C H L M O
advance /ədˈvɑːns/ = NOUN: προκαταβολή, πρόοδος, προέλαση, προπόρευση; VERB: προχωρώ, προάγω, προοδεύω, προκαταβάλλω; ADJECTIVE: προκαταβολικός; USER: προκαταβολή, πρόοδος, προωθήσει, εκ των προτέρων, προχωρήσει

GT GD C H L M O
advanced /ədˈvɑːnst/ = ADJECTIVE: προχωρημένος, ανώτερος; USER: προηγμένες, προηγμένων, προχωρημένο, advanced, προηγμένη

GT GD C H L M O
advancement /ədˈvɑːns.mənt/ = NOUN: προαγωγή, προβιβασμός; USER: προαγωγή, πρόοδο, εξέλιξη, προώθηση, πρόοδος

GT GD C H L M O
adventure /ədˈven.tʃər/ = NOUN: περιπέτεια; VERB: ριψοκινδυνεύω; USER: περιπέτεια, περιπέτειας, την περιπέτεια, adventure

GT GD C H L M O
advertisements /ˈadvərˌtīzmənt,ədˈvərtiz-/ = NOUN: διαφήμιση, αγγελία, δημοσίευση, ρεκλάμα; USER: διαφημίσεις, διαφημίσεων, αγγελίες, διαφήμιση, οι διαφημίσεις

GT GD C H L M O
advice /ədˈvaɪs/ = NOUN: συμβουλή, πληροφορία; USER: συμβουλή, συμβουλές, προτάσεις, συμβουλών, παρέχει προτάσεις

GT GD C H L M O
advised /ˌɪl.ədˈvaɪzd/ = VERB: συμβουλεύω, προειδοποιώ, πληροφορώ, ειδοποιώ, παραίνω; USER: συνιστάται, συμβούλευσε, ενημέρωσε, συμβουλεύονται, ενημερωθεί

GT GD C H L M O
advising /ədˈvaɪz/ = VERB: συμβουλεύω, προειδοποιώ, πληροφορώ, ειδοποιώ, παραίνω; USER: συμβουλεύει, παροχή συμβουλών, την παροχή συμβουλών, συμβουλεύοντας, συμβουλεύουν

GT GD C H L M O
advisor /ədˈvaɪ.zər/ = NOUN: σύμβουλος; USER: σύμβουλος, σύμβουλο, Advisor, συμβούλου, Επιβλέπων

GT GD C H L M O
advisory /ədˈvaɪ.zər.i/ = ADJECTIVE: συμβουλευτικός; USER: συμβουλευτικός, συμβουλευτική, συμβουλευτικής, συμβουλευτικών, συμβουλευτικές

GT GD C H L M O
aesthetic /esˈθet.ɪk/ = ADJECTIVE: αισθητικός, καλαίσθητος; USER: αισθητικός, αισθητική, αισθητικής, αισθητικές, αισθητικό

GT GD C H L M O
aesthetics /esˈθet.ɪks/ = NOUN: αισθητική, καλαισθησία; USER: αισθητική, αισθητικής, την αισθητική, αισθητική του, καλαισθησία

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
against /əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία; USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια

GT GD C H L M O
agents /ˈeɪ.dʒənt/ = NOUN: μέσο, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, πράκτωρας; USER: παράγοντες, πράκτορες, παραγόντων, μέσα, πρακτόρων

GT GD C H L M O
agile /ˈædʒ.aɪl/ = ADJECTIVE: ευκίνητος, εύστροφος; USER: ευκίνητος, εύστροφος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευκίνητη

GT GD C H L M O
agreements /əˈɡriː.mənt/ = NOUN: συμφωνία, σύμβαση, συμφωνητικό; USER: συμφωνίες, συμφωνιών, συμβάσεις, συμφωνίες που, συμβάσεων

GT GD C H L M O
ai /ˌeɪˈaɪ/ = ABBREVIATION: Όλα συμπεριλαμβάνονται; USER: ai, ΑΙ, Α Ι, Ι, ΓΠ

GT GD C H L M O
air /eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς; ADJECTIVE: αεροπορικός; VERB: αερίζω; USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα

GT GD C H L M O
aires = USER: aires, Άιρες

GT GD C H L M O
al /-əl/ = USER: al, αλ, αϊ

GT GD C H L M O
aleph

GT GD C H L M O
algebra /ˈæl.dʒə.brə/ = NOUN: άλγεβρα; USER: άλγεβρα, άλγεβρας, αλγεβρικά, την άλγεβρα, algebra

GT GD C H L M O
algorithms /ˈalgəˌriT͟Həm/ = NOUN: αλγόριθμος; USER: αλγόριθμοι, αλγορίθμων, αλγορίθμους, αλγόριθμους, αλγόριθμων

GT GD C H L M O
alia /ˌɪn.tər ˈeɪ.li.ə/ = USER: άλλων, ιδίως

GT GD C H L M O
alice /ˈæl.ɪs.bænd/ = NOUN: Αλίκη; USER: Αλίκη, alice, Άλις, Αλίκης, Άλς

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
alumni /əˈlʌm.nəs/ = NOUN: τελειόφοιτος; USER: αποφοίτους, αποφοίτων, απόφοιτοι, Alumni, τους αποφοίτους

GT GD C H L M O
alumnus /əˈlʌm.nəs/ = NOUN: τελειόφοιτος; USER: τελειόφοιτος, απόφοιτος, απόφοιτος κολλεγίου, απόφοιτο, απόφοιτος του

GT GD C H L M O
am /æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.

GT GD C H L M O
american /əˈmer.ɪ.kən/ = NOUN: Αμερικανός; ADJECTIVE: αμερικάνικος; USER: Αμερικανός, Αμερικανική, american, αμερικάνικες, αμερικάνικο

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
ancient /ˈeɪn.ʃənt/ = ADJECTIVE: αρχαίος, παλαιός; USER: αρχαίος, αρχαία, αρχαίας, αρχαίο, αρχαίων

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
android /ˈæn.drɔɪd/ = USER: android, το Android, ανδροειδών, αρρενωπό, ανδροειδές

GT GD C H L M O
androids /ˈæn.drɔɪd/ = USER: ανδροειδή, androids, ανδροειδών, τα ανδροειδή, androids τις

GT GD C H L M O
angeles /ˈeɪn.dʒəl/ = USER: Angeles, Άντζελες, Αντζελες, ομάδα angeles,

GT GD C H L M O
animation /ˌæn.ɪˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: εμψύχωση, αναζωογόνηση, ζωηρότητα; USER: εμψύχωση, animation, κινούμενα σχέδια, κινουμένων σχεδίων, κίνηση

GT GD C H L M O
annual /ˈæn.ju.əl/ = ADJECTIVE: ετήσιος; USER: ετήσιος, ετήσια, ετήσιο, ετήσιες, ετήσιας

GT GD C H L M O
anthrax /ˈæn.θræks/ = NOUN: άνθρακας; USER: άνθρακας, άνθρακα, άνθραξ, βακτηριακού άνθρακα, με άνθρακα

GT GD C H L M O
apache = NOUN: απάχης; USER: απάχης, Apache, Απάτσι, του Apache

GT GD C H L M O
appeal /əˈpiːl/ = NOUN: έκκληση, έφεση, επίκληση; VERB: απικαλούμαι, κάνω ένσταση; USER: έφεση, έκκληση, προσφυγής, προσφύγει, απευθύνω έκκληση

GT GD C H L M O
appearance /əˈpɪə.rəns/ = NOUN: εμφάνιση, παρουσία, παρουσιαστικό; USER: εμφάνιση, εμφάνισή, εμφάνισης, όψη, την εμφάνιση

GT GD C H L M O
appeared /əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι; USER: εμφανίστηκε, εμφανίστηκαν, φαίνεται, φάνηκε, φαινόταν

GT GD C H L M O
appearing /əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι; USER: εμφανίζεται, εμφανίζονται, εμφάνιση, που εμφανίζεται, που εμφανίζονται

GT GD C H L M O
applicability = USER: εφαρμογής, εφαρμοσιμότητα, εφαρμογή, δυνατότητα εφαρμογής, δυνατότητας εφαρμογής

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
applications /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις

GT GD C H L M O
april /ˈeɪ.prəl/ = NOUN: Απρίλιος; USER: Απρίλιος, Απρ., Απρίλης, Απρίλιο, Απρ

GT GD C H L M O
aps = USER: APS, ΕΣΠ, διαδικασίας ΕΣΠ, της διαδικασίας ΕΣΠ, ετήσια στρατηγική πολιτικής,

GT GD C H L M O
arbitrary /ˈɑː.bɪ.trər.i/ = ADJECTIVE: αυθαίρετος; USER: αυθαίρετος, αυθαίρετη, αυθαίρετες, αυθαίρετων, αυθαίρετο

GT GD C H L M O
arc /ɑːk/ = NOUN: τόξο; USER: τόξο, τόξου, Arc, Αψίδα, Αψίδα του

GT GD C H L M O
architecture /ˈɑː.kɪ.tek.tʃər/ = NOUN: αρχιτεκτονική; USER: αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικής, την αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονική του

GT GD C H L M O
architectures = NOUN: αρχιτεκτονική; USER: αρχιτεκτονικές, αρχιτεκτονικών, αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικής, αρχιτεκτονικές που

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
area /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο

GT GD C H L M O
areas /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που

GT GD C H L M O
arm /ɑːm/ = NOUN: μπράτσο, βραχιόνας; VERB: οπλίζω; USER: μπράτσο, βραχίονα, χέρι, βραχίονας, σκέλος, σκέλος

GT GD C H L M O
armful /ˈɑːm.fʊl/ = NOUN: αγκαλιά; USER: αγκαλιά, ανάμεσα στις πιο δυναμικές, την αγκαλιά

GT GD C H L M O
around /əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω; USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο

GT GD C H L M O
arousal /əˈraʊzl/ = NOUN: εξέγερση; USER: διέγερση, διέγερσης, διεγέρσεως, εγρήγορσης, τη διέγερση,

GT GD C H L M O
array /əˈreɪ/ = NOUN: παράταξη, στολή; VERB: αραδιάζω, παρατάσσω, στολίζω; USER: παράταξη, σειρά, πίνακα, συστοιχία, ποικιλία

GT GD C H L M O
art /ɑːt/ = NOUN: τέχνη; USER: τέχνη, τέχνης, Art, άρθ, τεχνική

GT GD C H L M O
articles /ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα; USER: άρθρα, Τα άρθρα, είδη, αντικείμενα, άρθρων

GT GD C H L M O
artificial /ˌɑː.tɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: τεχνητός; USER: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητές

GT GD C H L M O
artist /ˈɑː.tɪst/ = NOUN: καλλιτέχνης; USER: καλλιτέχνης, καλλιτέχνη, καλλιτέχνες, artist, καλλιτεχνών

GT GD C H L M O
artistic /ɑːˈtɪs.tɪk/ = ADJECTIVE: καλλιτεχνικός; USER: καλλιτεχνικός, καλλιτεχνική, καλλιτεχνικής, καλλιτεχνικό, καλλιτεχνικές

GT GD C H L M O
artists /ˈɑː.tɪst/ = NOUN: καλλιτέχνης; USER: καλλιτέχνες, καλλιτεχνών, τους καλλιτέχνες, καλλιτέχνες που

GT GD C H L M O
arts /ɑːt/ = NOUN: τέχνη; USER: τέχνες, τεχνών, Arts, τέχνης

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
asd = USER: asd, ΔΑΦ

GT GD C H L M O
ashram /ˈæʃ.rəm/ = USER: άσραμ, Ashram, Ασράμ, του άσραμ

GT GD C H L M O
asperger /ˈæs.pɜːdʒəzˌsɪn.drəʊm/ = USER: Asperger, Άσπεργκερ, Ασπέργκερ

GT GD C H L M O
aspirations /ˌæs.pɪˈreɪ.ʃən/ = NOUN: φιλοδοξία, ιδανικό; USER: φιλοδοξίες, προσδοκίες, επιδιώξεις, τις φιλοδοξίες, βλέψεις

GT GD C H L M O
assembly /əˈsem.bli/ = NOUN: συνέλευση, συνδεσμολογία; USER: συνέλευση, Συνέλευσης, συγκρότημα, συναρμολόγηση, συναρμολόγησης

GT GD C H L M O
assistant /əˈsɪs.tənt/ = NOUN: βοηθός; ADJECTIVE: βοηθητικός; USER: βοηθός, βοηθό, βοηθού, επίκουρος

GT GD C H L M O
assistive /əˈsɪstɪv/ = USER: βοηθητικές, υποβοηθητικών, υποστηρικτικές, υποβοηθητικές, υποβοήθησης,

GT GD C H L M O
associate /əˈsəʊ.si.eɪt/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι; NOUN: σύντροφος; USER: συνδέουν, συνδέσει, συσχετίσει, συνδέσουν, συσχετίζουν

GT GD C H L M O
association /əˌsəʊ.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, σύνδεσμος, συνεταιρισμός, εταιρία, όμιλος; USER: σχέση, σύνδεσμος, Σύνδεσης, ένωση, Association, Association

GT GD C H L M O
astronaut /ˈæs.trə.nɔːt/ = NOUN: αστροναύτης; USER: αστροναύτης, αστροναύτη, αστροναυτών, αστροναύτης του, αστροναύτες

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
atc /ˌæt.əˈvɪs.tɪk/ = USER: ATC, ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας, ΕΕΚ, ΣΚΕ, ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας που,

GT GD C H L M O
athens = NOUN: Αθήνα; USER: Αθήνα, athens, Αθηνών, Αθήνας, διαμονής athens

GT GD C H L M O
atlantic /ətˈlantik,at-/ = ADJECTIVE: ατλαντικός; NOUN: Ατλαντικός Ωκεανός; USER: atlantic, Ατλαντικού, ατλαντικός, Ατλάντικ, Ατλαντικό

GT GD C H L M O
atop /əˈtɒp/ = ADVERB: κορυφή, εις το άνω μέρος; USER: κορυφή, στην κορυφή, επάνω, επάνω σε, κορυφή του

GT GD C H L M O
atp /ˌeɪ.tiːˈpiː/ = USER: ΑΤΡ, atp, ΑΠΑ

GT GD C H L M O
attempts /əˈtempt/ = NOUN: απόπειρα; VERB: επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω; USER: προσπάθειες, απόπειρες, τις προσπάθειες, προσπαθειών, επιχειρεί

GT GD C H L M O
attendees /ə.tenˈdiː/ = USER: συμμετέχοντες, παρευρισκόμενους, παρευρισκόμενοι, συμμετεχόντων, οι συμμετέχοντες

GT GD C H L M O
attention /əˈten.ʃən/ = NOUN: σημασία, περίθαλψη; USER: προσοχή, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη

GT GD C H L M O
audience /ˈɔː.di.əns/ = NOUN: ακροατήριο, ακρόασις; USER: ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό

GT GD C H L M O
audio /ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά

GT GD C H L M O
auditorium /ˌôdiˈtôrēəm/ = NOUN: αίθουσα, αίθουσα ακροατών; USER: αίθουσα, Auditorium, αμφιθέατρο, αίθουσα συνεδριάσεων, κοίλο

GT GD C H L M O
augmented /ˌôɡˈmentəd/ = VERB: αυξάνω; USER: επαυξημένης, επαυξημένη, πολυπληθέστερων, επαυξημένου, ενισχυένη

GT GD C H L M O
august /ɔːˈɡʌst/ = ADJECTIVE: σεβάσμιος; USER: Αύγουστος, Αυγ., Αύγ., Αύγουστο, Αυγ

GT GD C H L M O
author /ˈɔː.θər/ = NOUN: συγγραφέας, πρωτουργός; USER: συγγραφέας, Συντάκτης, συγγραφέα, Συντάχθηκε, Συντάχθηκε από

GT GD C H L M O
authored /ˈôTHər/ = USER: Συγγραφέα, Authored,

GT GD C H L M O
autism /ˈôˌtizəm/ = USER: αυτισμό, αυτισμού, αυτισμός, ο αυτισμός, τον αυτισμό,

GT GD C H L M O
automated /ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποιημένη, αυτοματοποιημένο, αυτοματοποιημένες, αυτοματοποιημένα, αυτόματη

GT GD C H L M O
automatically /ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως; USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα

GT GD C H L M O
autonomous /ɔːˈtɒn.ə.məs/ = ADJECTIVE: αυτονόμος; USER: αυτόνομες, αυτόνομων, αυτόνομο, αυτόνομη, αυτόνομα

GT GD C H L M O
avatars /ˈæv.ə.tɑːr/ = USER: avatars, είδωλα, άβαταρ, αβατάρ, τα avatars

GT GD C H L M O
avid /ˈæv.ɪd/ = ADJECTIVE: άπληστος; USER: άπληστος, μανιώδεις, άπληστο, φανατικός, τους μανιώδεις

GT GD C H L M O
awakening /əˈweɪ.kən.ɪŋ/ = NOUN: αφύπνιση; USER: αφύπνιση, ξύπνημα, αφύπνισης, αφύπνησης

GT GD C H L M O
award /əˈwɔːd/ = NOUN: βραβείο, επιδίκαση; VERB: απονέμω, επιδικάζω; USER: βραβείο, ανάθεσης, ανάθεση, σύναψης, Συναφθείσα

GT GD C H L M O
awarded /əˈwɔːd/ = VERB: απονέμω, επιδικάζω; USER: απονεμηθεί, απονέμεται, χορηγούνται, απονεμήθηκε, ανατεθεί

GT GD C H L M O
awardee

GT GD C H L M O
awards /əˈwɔːd/ = NOUN: βραβείο, επιδίκαση; VERB: απονέμω, επιδικάζω; USER: Βραβεία, τα βραβεία, Διακρίσεις, βραβείων, Choice Τα

GT GD C H L M O
b = NOUN: σι; USER: σι, β,

GT GD C H L M O
baby /ˈbeɪ.bi/ = NOUN: μωρό, βρέφος, νήπιο; USER: μωρό, βρέφος, μωρού, το μωρό, μωρών

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
bad /bæd/ = ADJECTIVE: κακός; USER: κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα

GT GD C H L M O
balloons /bəˈluːn/ = NOUN: μπαλόνι, αερόστατο; USER: μπαλόνια, αερόστατα, Balloons, μπαλονιών, τα μπαλόνια

GT GD C H L M O
band /bænd/ = NOUN: ζώνη, μπάντα, ταινία, ορχήστρα, δεσμός, όμιλος; VERB: συνενώ, συγκεντρώνω; USER: μπάντα, ζώνη, ταινία, συγκρότημα, ζώνης

GT GD C H L M O
bar /bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο; VERB: κωλύω, αποθαρρύνω; USER: μπαρ, ράβδος, μπάρα, Bar, γραμμή

GT GD C H L M O
baroque /bəˈrɒk/ = NOUN: μπαρόκ; ADJECTIVE: μπαρόκ τεχνοτροπίας; USER: μπαρόκ, Baroque

GT GD C H L M O
barrel /ˈbær.əl/ = NOUN: βαρέλι, κύλινδρος, βυτίο, υδροθάλαμος, σωλήνας όπλου, κύλινδρος αντλίας, σφόνδυλος κιόνα; USER: βαρέλι, κυλίνδρου, βαρελιού, κάννη, κύλινδρο

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
basic /ˈbeɪ.sɪk/ = ADJECTIVE: βασικός, θεμελιώδης; USER: βασικός, βασικές, βασικού, βασική, βασικών

GT GD C H L M O
basis /ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή; USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση

GT GD C H L M O
bath /bɑːθ/ = NOUN: λούτρο, λούσιμο; USER: λουτρό, μπάνιο, μπανιέρα, bath, μπάνιου

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
beach /biːtʃ/ = NOUN: παραλία, αμμουδιά, ακρογιαλιά; USER: παραλία, Beach, παραλίας, θάλασσα, στην παραλία

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
begins /bɪˈɡɪn/ = VERB: αρχίζω; USER: αρχίζει, ξεκινά, ξεκινάει, αρχίσει

GT GD C H L M O
behavior /bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική; USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των

GT GD C H L M O
beings /ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση; USER: όντα, όντων, πλάσματα, τα όντα, ανθρώπων

GT GD C H L M O
belt /belt/ = NOUN: ζώνη, ιμάντας, ταινία, λουρί; VERB: ζώνω, περιζώνω, δέρνω με λουρίδα; USER: ζώνη, ιμάντας, ταινία, ιμάντα, ζώνης

GT GD C H L M O
beneficial /ˌben.ɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: ευεργετικός; USER: ευεργετικός, ευεργετική, επωφελής, ευεργετικές, ευεργετικά

GT GD C H L M O
bergs

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
beta /ˈbiː.tə/ = NOUN: βήτα; USER: βήτα, β, beta, βητα

GT GD C H L M O
biennial /baɪˈen.i.əl/ = ADJECTIVE: διετής; USER: διετής, διετή, ανά διετία, διετούς, διετείς

GT GD C H L M O
big /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός; USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα

GT GD C H L M O
bill /bɪl/ = NOUN: νομοσχέδιο, λογαριασμός, τιμολόγιο, χαρτονόμισμα, γραμμάτιο, πρόγραμμα, ράμφος πτηνού, επίσημο έγγραφο, μεσαιωνικό δόρυ με λόγχη και πελέκι; VERB: τοιχοκολλώ διαφημιστικές αφίσες, στέλνω λογαριασμό; USER: νομοσχέδιο, λογαριασμός, λογαριασμό, λογαριασμού, νομοσχεδίου

GT GD C H L M O
bio /baɪ.əʊ-/ = USER: βιο, bio, Βιογραφικό, βιολογικά, βιολογικών

GT GD C H L M O
biologically /ˌbaɪ.əˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = USER: βιολογικά, βιολογικώς, βιολογική, βιολογικής

GT GD C H L M O
biomedical /ˌbīōˈmedikəl/ = USER: βιοϊατρική, βιοϊατρικής, βιοϊατρικές, βιοϊατρικών, βιοϊατρικό

GT GD C H L M O
blender /ˈblen.dər/ = NOUN: μίξερ, αναδευτήρας; USER: μίξερ, μπλέντερ, αναμικτήρα, αναμείκτη, blender

GT GD C H L M O
board /bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου; VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω; USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους

GT GD C H L M O
bodies /ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα; USER: φορείς, οργανισμούς, φορέων, όργανα, σώματα

GT GD C H L M O
body /ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα; USER: σώμα, σώματος, το σώμα, οργανισμό, οργανισμός, οργανισμός

GT GD C H L M O
bond /bɒnd/ = NOUN: δεσμός, ομολογία, εγγυητής; VERB: θέτω υπό εγγύηση, υποθηκεύω; USER: δεσμός, ομολογία, ομολόγων, δεσμό, δεσμού

GT GD C H L M O
book /bʊk/ = NOUN: βιβλίο; VERB: εγγράφω; USER: βιβλίο, Κάντε κράτηση, βιβλίου, το βιβλίο, κλείσετε, κλείσετε

GT GD C H L M O
books /bʊk/ = NOUN: βιβλίο; VERB: εγγράφω; USER: βιβλία, τα βιβλία, βιβλίων, books, βιβλία που, βιβλία που

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
boy /bɔɪ/ = NOUN: αγόρι, παιδί; USER: αγόρι, παιδί, αγοριού, αγόρι που, boy

GT GD C H L M O
boys /bɔɪ/ = NOUN: αγόρι, παιδί; USER: αγόρια, τα αγόρια, boys, αγοριών, παιδιά

GT GD C H L M O
brain /breɪn/ = NOUN: εγκέφαλος, μυαλό; USER: εγκέφαλος, μυαλό, εγκεφάλου, εγκέφαλο, του εγκεφάλου

GT GD C H L M O
branch /brɑːntʃ/ = NOUN: υποκατάστημα, διακλάδωση, κλάδος; VERB: διακλαδώ, διακλαδούμαι; USER: υποκατάστημα, κλάδος, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου

GT GD C H L M O
breaks /breɪk/ = NOUN: διακοπή, θραύση, διάσπαση; VERB: σπάζω, παραβιάζω, δαμάζω, ρηγνύω, θραύω; USER: διαλείμματα, διακοπές, τα διαλείμματα, διαλειμμάτων, διαμερίσματα

GT GD C H L M O
bridge /brɪdʒ/ = NOUN: γέφυρα, γεφύρωμα; VERB: γεφυρώνω; USER: γέφυρα, Bridge, γέφυρας, γέφυρα του, γεφύρι

GT GD C H L M O
bringing /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρνοντας, άσκηση, φέρει, να φέρει, φέρνει

GT GD C H L M O
brings /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρνει, φέρνει την, προσφέρει, φέρει, επιφέρει

GT GD C H L M O
broadcasting /ˈbrɔːd.kɑːst/ = ADJECTIVE: ραδιοφωνικός; USER: μετάδοση, ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης, ραδιοτηλεοπτικών, μετάδοσης, ραδιοτηλεόρασης

GT GD C H L M O
bronze /brɒnz/ = NOUN: μπρούντζος; VERB: επικαλύπτω με μπρούντζο; USER: μπρούντζος, χάλκινο, χάλκινα, μπρούντζο, χαλκού

GT GD C H L M O
brookings = USER: Brookings, Μπρούκινγκς

GT GD C H L M O
brown /braʊn/ = ADJECTIVE: καστανός, φαιός, καφές, μελαμψός; NOUN: καστανόχρους; USER: καφέ, καστανό, brown, καστανά, καφετιά

GT GD C H L M O
buenos = USER: buenos, Μπουένος, προορισμό Μπουένος, το Μπουένος

GT GD C H L M O
build /bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω; USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
built /ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το; USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο

GT GD C H L M O
bulletin /ˈbʊl.ə.tɪn/ = NOUN: δελτίο; USER: δελτίο, ΔΕΛΤΙΟ, ανακοινώσεων, Bulletin, ενημερωτικό δελτίο

GT GD C H L M O
busan = USER: Busan, Μπουσάν, του Busan, στη Busan,

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
c /ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: ντο, γ,

GT GD C H L M O
cabala = USER: cabala, καμπάλα, την καμπάλα,

GT GD C H L M O
calc = USER: calc, υπολ, υπολογ, αλάτων, υπολογισθέν

GT GD C H L M O
calculus /ˈkæl.kjʊ.ləs/ = NOUN: λογισμός, λιθίαση, διαφορικός λογισμός; USER: λογισμός, λογισμού, λογισμό, πέτρας, του λογισμού

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
caltech = USER: Caltech, του Caltech, Κάλτεκ, το Caltech

GT GD C H L M O
camera /ˈkæm.rə/ = NOUN: κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή; USER: κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή, κάμερας, φωτογραφικής μηχανής

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
cancelled /ˈkæn.səl/ = ADJECTIVE: ακυρώθηκε; USER: ακυρώθηκε, ακυρώσεις, ακυρωθεί, Για ακυρώσεις, ακυρώνεται

GT GD C H L M O
capabilities /ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα; USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες

GT GD C H L M O
capable /ˈkeɪ.pə.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, άξιος, επιδεκτικός; USER: ικανός, ικανή, ικανό, θέση να, σε θέση να

GT GD C H L M O
care /keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα; VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει

GT GD C H L M O
career /kəˈrɪər/ = NOUN: καριέρα, σταδιοδρομία, επάγγελμα, τρέξιμο, στάδιο; USER: καριέρα, σταδιοδρομία, σταδιοδρομίας, καριέρας, την καριέρα, την καριέρα

GT GD C H L M O
carpenter /ˈkɑː.pɪn.tər/ = NOUN: ξυλουργός, μαραγκός; USER: ξυλουργός, μαραγκός, Carpenter, ξυλουργού, ξυλουργό

GT GD C H L M O
cartoon /kɑːˈtuːn/ = NOUN: γελοιογραφία, κινούμενα σχέδια, σκίτσο; VERB: γελοιογραφώ; USER: γελοιογραφία, κινούμενα σχέδια, σκίτσο, κινουμένων σχεδίων, καρτούν

GT GD C H L M O
case /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση

GT GD C H L M O
cashflow /ˈkæʃ ˌfləʊ/ = USER: ταμειακές ροές, ταμειακών ροών, Cashflow, ταμειακή ροή, η ταμειακή ροή,

GT GD C H L M O
casino /kəˈsiː.nəʊ/ = NOUN: καζίνο, λέσχη, κοντσίνα; USER: καζίνο, λέσχη, Casino, χαρτοπαικτική λέσχη, χαρτοπαικτικών λεσχών

GT GD C H L M O
casinos /kəˈsiː.nəʊ/ = NOUN: καζίνο, λέσχη, κοντσίνα; USER: καζίνο, χαρτοπαικτικές λέσχες, καζίνα, καζίνων, λέσχες

GT GD C H L M O
casting /kast/ = NOUN: χύσιμο, αντίτυπο; USER: χύσιμο, χύτευση, χύτευσης, χυτεύσεως, casting

GT GD C H L M O
catalogues /ˈkæt.əl.ɒɡ/ = NOUN: κατάλογος; USER: καταλόγους, κατάλογοι, καταλόγων, τους καταλόγους

GT GD C H L M O
cause /kɔːz/ = NOUN: αιτία, αίτιο, λόγος, αφορμή, υπόθεση, πρόξενος, σκοπός; VERB: προκαλώ, γίνομαι αιτία, προξενώ; USER: αιτία, προκαλέσει, να προκαλέσει, προκαλέσουν, προκαλούν

GT GD C H L M O
cave /keɪv/ = NOUN: σπήλαιο, σπηλιά; VERB: βυθίζομαι, κοιλαίνω, υποκύπτω; USER: σπήλαιο, σπηλιά, σπηλαίου, σπηλιάς, σπηλαίων

GT GD C H L M O
center /ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο; VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω; USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο

GT GD C H L M O
centers /ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο; USER: κέντρα, κέντρων, τα κέντρα, κέντρο

GT GD C H L M O
centre /ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο, κέντρο, κέντρο; VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω; USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο

GT GD C H L M O
centro = USER: Centro, Σέντρο, Το Centro, ομάδα centro,

GT GD C H L M O
century /ˈsen.tʃər.i/ = NOUN: αιώνας, εκατονταετία, εκατονταετηρίδα; USER: αιώνας, αιώνα, αι, αιώνα και, αιώνα και

GT GD C H L M O
ceo /ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων

GT GD C H L M O
ces /ˈsɜː.vɪks/ = USER: ces, CES που, ΟΚΕ, ΚΟΧ, έκθεση CES,

GT GD C H L M O
chair /tʃeər/ = NOUN: καρέκλα, έδρα; VERB: προεδρεύω; USER: καρέκλα, προεδρία, πρόεδρος, προέδρου, προεδρία του, προεδρία του

GT GD C H L M O
challenge /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν

GT GD C H L M O
chamber /ˈtʃeɪm.bər/ = NOUN: θάλαμος, επιμελητήριο, δωμάτιο, δώμα, κοιτώνας; USER: θάλαμος, επιμελητήριο, τμήμα, θάλαμο, θαλάμου

GT GD C H L M O
chancellors /ˈCHans(ə)lər/ = NOUN: καγκελάριος, πρύτανης, πρωτοσύγκελος, αρχιγραμματέας; USER: πρυτάνεις, Chancellors, καγκελλάριοι, Καγκελάριοι, καγκελάριους

GT GD C H L M O
chapter /ˈtʃæp.tər/ = NOUN: κεφάλαιο, τμήμα, κεφάλαιο βιβλίου; USER: κεφάλαιο, κεφαλαίου, γλώσσα Κεφάλαιο, το κεφάλαιο, κεφάλαιο αυτό

GT GD C H L M O
chapters /ˈtʃæp.tər/ = NOUN: κεφάλαιο, τμήμα, κεφάλαιο βιβλίου; USER: κεφάλαια, κεφαλαίων, τα κεφάλαια, κεφάλαια που

GT GD C H L M O
character /ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος; USER: χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα

GT GD C H L M O
characters /ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος; USER: χαρακτήρες, χαρακτήρων, τους χαρακτήρες, χαρακτήρες που

GT GD C H L M O
chase /tʃeɪs/ = NOUN: καταδίωξη, κυνηγητό, κυνήγι, γλυφή; VERB: κυνηγώ, καταδιώκω, διώκω, τρέχω από πίσω, λαξεύω, σκαλίζω; USER: κυνηγητό, καταδίωξη, κυνήγι, Chase, κυνηγήσει

GT GD C H L M O
chief /tʃiːf/ = NOUN: αρχηγός, σεφ, πρωτεύων; ADJECTIVE: κύριος, προϊστάμενος, πρώτιστος; USER: αρχηγός, προϊστάμενος, κύριος, επικεφαλής, διευθύνων

GT GD C H L M O
childhood /ˈtʃaɪld.hʊd/ = NOUN: παιδική ηλικία; USER: παιδική ηλικία, παιδικής ηλικίας, παιδική, την παιδική ηλικία, παιδικής

GT GD C H L M O
children /ˈtʃɪl.drən/ = NOUN: παιδιά; USER: παιδιά, παιδιών, τα παιδιά, των παιδιών, των παιδιών

GT GD C H L M O
chinese /ˈtʃaɪ.nə/ = NOUN: κινέζικα, Κινέζος; ADJECTIVE: κινέζικος, σινικός; USER: κινέζικα, Κινέζος, κινέζικο, κινεζική, chinese

GT GD C H L M O
christian /ˈkrɪs.tʃən/ = NOUN: Χριστιανός; ADJECTIVE: χριστιανικός; USER: Χριστιανός, Christian, χριστιανική, χριστιανικό, χριστιανικής

GT GD C H L M O
cinematic /sɪ.nəˈmæt.ɪk/ = ADJECTIVE: κινηματικός; USER: κινηματογραφική, cinematic, κινηματογραφικό, κινηματογραφικά, κινηματογραφικής

GT GD C H L M O
city /ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ; USER: πόλη, πόλης, της πόλης, Σίτι, Πόλη του

GT GD C H L M O
class /klɑːs/ = NOUN: κατηγορία, τάξη, κλάση, θέση; VERB: ταξινομώ, κατατάσσω; USER: κατηγορία, τάξη, κλάση, κατηγορίας, τάξης, τάξης

GT GD C H L M O
classes /klas/ = NOUN: κατηγορία, τάξη, κλάση, θέση; VERB: ταξινομώ, κατατάσσω; USER: κατηγορίες, τάξεις, μαθήματα, κλάσεις, τάξεων, τάξεων

GT GD C H L M O
classical /ˈklæs.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κλασσικός; USER: κλασσικός, κλασικής, κλασική, κλασικό, κλασσική

GT GD C H L M O
clay /kleɪ/ = NOUN: πηλός, άργιλος, λάσπη; ADJECTIVE: άργιλος, πήλινος; USER: πηλός, άργιλος, πηλό, άργιλο, αργίλου, αργίλου

GT GD C H L M O
clients /ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, πελατών, τους πελάτες, στους πελάτες, οι πελάτες

GT GD C H L M O
climax /ˈklaɪ.mæks/ = NOUN: αποκορύφωμα, κορύφωση, οργασμός, κορυφή, ανώτατο σημείο, ύψιστος βαθμός, βαθμιαία αποκορύφωση; VERB: κορυφούμαι, κορυφώ; USER: κορύφωση, αποκορύφωμα, αποκορύφωμά, κορυφώνονται, στο αποκορύφωμά

GT GD C H L M O
clinical /ˈklɪn.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κλινικός; USER: κλινικός, κλινικές, κλινική, κλινικών, κλινικά

GT GD C H L M O
clinician

GT GD C H L M O
club /klʌb/ = NOUN: λέσχη, κλαμπ, σύλλογος, όμιλος, ρόπαλο, σπαθί, μπαστούνι γκολφ; VERB: χτυπώ με ρόπαλο; USER: λέσχη, κλαμπ, σύλλογος, ομάδα, club

GT GD C H L M O
cm = USER: cm, εκ., εκατοστά, εκατοστό, εκ

GT GD C H L M O
cnr = USER: CNR, της CNR, η CNR, το CNR,

GT GD C H L M O
coauthor /kəʊˈɔː.θər/ = USER: coauthor, συγγραφέας, συνσυγγραφέας, συγγράψει

GT GD C H L M O
code /kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα; VERB: κρυπτογραφώ; USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού

GT GD C H L M O
coded /kəʊd.ɪd/ = VERB: κρυπτογραφώ; USER: κωδικοποιούνται, κωδικοποιημένες, κωδικοποιημένα, κωδικοποιηθεί, κωδικοποιείται

GT GD C H L M O
cog /kɒɡ/ = NOUN: οδούς τροχού, δόντι τροχού; USER: δόντι τροχού, Cog, οδοντωτό, γρανάζι, οδοντωτοι

GT GD C H L M O
cognition /kɒɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: γνώση, νόηση, γνώσις; USER: νόηση, γνώση, γνωστική λειτουργία, γνωστική, γνωστικής λειτουργίας

GT GD C H L M O
cognitive /ˈkɒɡ.nɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: αντίληπτφς; USER: γνωστική, γνωστικές, γνωστικών, γνωστικής, γνωστικό

GT GD C H L M O
cognitively = USER: γνωστικά, νοητικά, διανοητικά, με γνωστικά, των διανοητικά

GT GD C H L M O
cognizance /ˈkɒɡ.nɪ.zəns/ = NOUN: γνώση, αρμοδιότητα, δικαιοδοσία, ενημερότης, ενημερότητα; USER: γνώση, επιληφθεί, εκδικάσει, γνώσεως, λάβει γνώση

GT GD C H L M O
collaborate /kəˈlæb.ə.reɪt/ = VERB: συνεργάζομαι, συνεργώ; USER: συνεργάζομαι, συνεργάζονται, συνεργαστούν, συνεργάζεται, συνεργαστεί

GT GD C H L M O
collaborated /kəˈlæb.ə.reɪt/ = VERB: συνεργάζομαι, συνεργώ; USER: συνεργάστηκε, συνεργάστηκαν, συνεργαστεί, συνεργάζεται, συνεργασθεί

GT GD C H L M O
collaborates /kəˈlabəˌrāt/ = VERB: συνεργώ, συνεργάζομαι; USER: συνεργάζεται, οι συνεργάτες, συνεργάτες της,

GT GD C H L M O
collaborating /kəˈlæb.ə.reɪt/ = VERB: συνεργάζομαι, συνεργώ; USER: συνεργασία, συνεργαζόμενα, συνεργαζόμενων, συνεργαζόμενες, συνεργάζεται

GT GD C H L M O
collaboration /kəˌlæb.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, σύμπραξη; USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, σύμπραξη

GT GD C H L M O
collaborative /kəˈlabərətiv/ = USER: συνεργατική, συνεργατικά, συνεργατικής, συνεργασίας, συλλογική

GT GD C H L M O
college /ˈkɒl.ɪdʒ/ = NOUN: κολλέγιο, σώμα, σύλλογος, λυκείο; USER: κολέγιο, κολλέγιο, College, κολλεγίων, κολεγίου

GT GD C H L M O
com /ˌdɒtˈkɒm/ = USER: com, gr Το, ΚΟΑ

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
comedy /ˈkɒm.ə.di/ = NOUN: κωμωδία; USER: κωμωδία, Comedy, κωμωδίας, κωμωδία του, κωμική

GT GD C H L M O
comes /kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά

GT GD C H L M O
coming /ˈkʌm.ɪŋ/ = NOUN: ερχομός, έλευση; ADJECTIVE: ερχόμενος; USER: έλευση, έρχονται, προέρχονται, έρχεται, που προέρχονται

GT GD C H L M O
commerce /ˈkɒm.ɜːs/ = NOUN: εμπόριο; USER: εμπόριο, Εμπορίου, Commerce, εμπορικά, το εμπόριο

GT GD C H L M O
commitment /kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση; USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή

GT GD C H L M O
committee /kəˈmɪt.i/ = NOUN: επιτροπή; USER: επιτροπή, επιτροπής, της επιτροπής, ΕΟΚΕ, ΟΚΕ

GT GD C H L M O
common /ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος; NOUN: βοσκότοπος; USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών

GT GD C H L M O
communication /kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα; USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών

GT GD C H L M O
communities /kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα; USER: κοινότητες, κοινοτήτων, των κοινοτήτων, τις κοινότητες, κοινωνίες

GT GD C H L M O
community /kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα; USER: κοινότητα, Κοινότητας, κοινότητάς, της κοινότητάς, κοινότητά

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
compassion /kəmˈpæʃ.ən/ = NOUN: συμπόνια, ευσπλαχνία; USER: συμπόνια, ευσπλαχνία, συμπόνιας, τη συμπόνια, συμπάθεια

GT GD C H L M O
compel /kəmˈpel/ = VERB: υποχρεώνω, αναγκάζω, βιάζω, εξωθώ, καταναγκάζω; USER: υποχρεώσει, υποχρεώνουν, αναγκάσει, υποχρεώσουν, εξαναγκάσει

GT GD C H L M O
competition /ˌkɒm.pəˈtɪʃ.ən/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνισμός, αγώνας, άμιλλα, αγώνισμα, συνάντηση; USER: ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, τον ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού

GT GD C H L M O
competitions /ˌkɒm.pəˈtɪʃ.ən/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνισμός, αγώνας, άμιλλα, αγώνισμα, συνάντηση; USER: διαγωνισμών, διαγωνισμοί, διαγωνισμούς, διοργανώσεις, αγώνες

GT GD C H L M O
competitors /kəmˈpet.ɪ.tər/ = NOUN: ανταγωνιστής, αντίπαλος, συναγωνιζόμενος; USER: ανταγωνιστές, ανταγωνιστών, ανταγωνιστές της, οι ανταγωνιστές, τους ανταγωνιστές

GT GD C H L M O
complete /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός; VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
completing /kəmˈpliːt/ = VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: ολοκλήρωση, την ολοκλήρωση, συμπλήρωση, ολοκληρώνοντας, συμπληρώνοντας

GT GD C H L M O
complex /ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ; ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος; USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες

GT GD C H L M O
complexes /ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ; USER: σύμπλοκα, συμπλέγματα, συγκροτήματα, συγκροτημάτων, συμπλοκών

GT GD C H L M O
composer /kəmˈpəʊ.zər/ = NOUN: συνθέτης, μουσικοσυνθέτης, μελοποιός; USER: συνθέτης, συνθέτη, Composer, Σύνθεση, μουσικοσυνθέτης

GT GD C H L M O
composite /ˈkɒm.pə.zɪt/ = ADJECTIVE: σύνθετος, μικτός; USER: σύνθετος, σύνθετο, σύνθετα, σύνθετου, σύνθετη

GT GD C H L M O
composition /ART) / = NOUN: σύνθεση, σύσταση, συγκρότηση, στοιχειοθεσία, έκθεση; USER: σύνθεση, σύσταση, σύνθεσης, συνθέσεως, σύνθεση που

GT GD C H L M O
computational /kɒm.pjʊˈteɪ.ʃən.əl/ = USER: υπολογιστική, υπολογιστικές, υπολογιστικών, υπολογιστικά, Υπολογιστικής

GT GD C H L M O
computer /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών

GT GD C H L M O
concept /ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα; USER: έννοια, ιδέα, έννοιας, αντίληψη, έννοια της

GT GD C H L M O
conceptual /kənˈsep.tju.əl/ = NOUN: σχετικός με την σύλληψη ή αντίληψη; USER: εννοιολογική, εννοιολογικής, εννοιολογικό, εννοιολογικές, εννοιολογικά

GT GD C H L M O
concrete /ˈkɒŋ.kriːt/ = NOUN: σκυρόδεμα, τσιμέντο, μπετό; ADJECTIVE: συγκεκριμένος, συμπαγής; VERB: συμπηγνύω; USER: σκυρόδεμα, τσιμέντο, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες

GT GD C H L M O
conducting /kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω; USER: διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διενέργεια, τη διενέργεια

GT GD C H L M O
conf /ˈkəʊ.ni/ = USER: conf, Συνδ, Διασκ, συνδιάσκεψης,

GT GD C H L M O
conference /ˈkɒn.fər.əns/ = NOUN: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, σύσκεψη; USER: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, συνέδριο, συνέντευξη, διάσκεψης

GT GD C H L M O
conferences /ˈkɒn.fər.əns/ = NOUN: διάσκεψη, συνδιάσκεψη, σύσκεψη; USER: συνέδρια, διασκέψεις, συνεδρίων, διασκέψεων, συνεντεύξεις

GT GD C H L M O
congressional /kəŋˈɡreʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: βουλευτικός, του κογκρέσσου; USER: βουλευτικός, Κογκρέσου, του Κογκρέσου, Κογκρέσο, το Κογκρέσο

GT GD C H L M O
conscious /ˈkɒn.ʃəs/ = ADJECTIVE: συνειδητός, ενσυνείδητος, γνωρίζων, συναισθανόμενος, όποιος έχει επίγνωση, συνειδώς; USER: συνειδητός, συνειδητή, συνείδηση, συνειδητό, επίγνωση

GT GD C H L M O
consortium /kənˈsɔː.ti.əm/ = NOUN: κονσόρτσιουμ, ομάδα τράπεζων για οικονομική ενίσχυση έθνους; USER: κονσόρτσιουμ, κοινοπραξία, κοινοπραξίας, consortium, όμιλο

GT GD C H L M O
constituent /kənˈstiCHo͞oənt/ = NOUN: ψηφοφόρος, συστατικό μέρος, εκλογέας, εκλογεύς; ADJECTIVE: συστατικός, συντακτικός, συνταγματικός; USER: συστατικό, στοιχείου, συστατικού, συστατικά, συστατικών

GT GD C H L M O
constructed /kənˈstrʌkt/ = VERB: κατασκευάζω, φτιάχνω, κτίζω, οικοδομώ, χτίζω; USER: κατασκευαστεί, κατασκευασμένο, κατασκευασμένη, κατασκευάστηκε, κατασκευασμένα

GT GD C H L M O
construction /kənˈstrʌk.ʃən/ = NOUN: κατασκευή, δομή, οικοδομή, ερμηνεία, κτίριο, κατασκεύασμα, έννοια, κτίση, σύνταξη γραμματική; USER: κατασκευή, κατασκευής, την κατασκευή, κατασκευών, κατασκευές

GT GD C H L M O
consulate /ˈkɒn.sjʊ.lət/ = NOUN: προξενείο; USER: προξενείο, Προξενείου, το προξενείο, προξενείο της, προξενική

GT GD C H L M O
consumer /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτικών

GT GD C H L M O
contends /kənˈtend/ = VERB: υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, αγωνίζομαι, αντιμάχομαι, διαφιλονικώ, μάχομαι, πολεμώ; USER: υποστηρίζει, ισχυρίζεται, φρονεί, ζητεί από, ζητεί

GT GD C H L M O
continues /kənˈtɪn.juː/ = USER: συνεχίζεται, συνεχίζει, εξακολουθεί, συνεχίσει, συνεχιστεί

GT GD C H L M O
contract /ˈkɒn.trækt/ = NOUN: σύμβαση, συμβόλαιο, συμφωνητικό; VERB: αναλαμβάνω, συστέλλομαι, συνάπτω, συστέλλω, ζαρώνω, στενεύω, συμβάλλομαι, συναιρούμαι, παίρνω, κολλώ, κάνω συμβόλαι; USER: σύμβαση, συμβόλαιο, σύμβασης, συμβάσεως, της σύμβασης

GT GD C H L M O
contracted /kənˈtrækt/ = ADJECTIVE: συνεσταλμένος; USER: συμβάσεις, σύμβαση, συνήψε, συνάψει, συναφθεί, συναφθεί

GT GD C H L M O
contracting /kənˈtrækt/ = ADJECTIVE: συμβαλλόμενος; USER: αναθέτουσες, αναθέτουσα, οι αναθέτουσες, αναθέτουσας, συμβαλλόμενα

GT GD C H L M O
contracts /ˈkɒn.trækt/ = NOUN: σύμβαση, συμβόλαιο, συμφωνητικό; USER: συμβάσεις, συμβάσεων, συμβόλαια, τις συμβάσεις, οι συμβάσεις

GT GD C H L M O
contributions /ˌkɒn.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεργασία, άρθρο; USER: συνεισφορές, εισφορές, εισφορών, συνεισφορών, των εισφορών

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
converging /kənˈvɜːdʒ/ = VERB: συγκλίνω, συγκεντρούμαι; USER: συγκλίνουσες, συγκλίνουν, συγκλίνει, συγκλίνουσα, συγκλίνοντα

GT GD C H L M O
conversation /ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη; USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης

GT GD C H L M O
conversational /ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: ομιλητικός, καθομιλούμενος, ομιλούμενος; USER: ομιλητικός, συνομιλητικό, συνομιλίας, συνομιλητική, συνδιάλεξης

GT GD C H L M O
conversations /ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη; USER: συνομιλίες, συζητήσεις, συνομιλιών, τις συνομιλίες, συζητήσεων

GT GD C H L M O
converse /ˈkɒn.vɜːs/ = NOUN: αντίστροφο, αντίθετο, ομιλία, αντίστροφος; VERB: συνομιλώ, συνδιαλέγομαι; ADJECTIVE: αντίστροφος; USER: αντίστροφο, συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, αντίθετο, συνομιλούν

GT GD C H L M O
coolest /kuːl/ = USER: πιο cool, πιο δροσερό

GT GD C H L M O
cooperative /kəʊˈɒp.ər.ə.tɪv/ = NOUN: συνεργατική; ADJECTIVE: συνεργάσιμος, συνεργατικός, συνεργαζόμενος; USER: συνεργατική, συνεργασίας, συνεταιριστικές, συνεταιρισμού, συνεταιριστικών

GT GD C H L M O
corporation /ˌkɔː.pərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εταιρεία, σωματείο, νομικό πρόσωπο, συντεχνία, μετοχική εταιρεία, δημοτικό συμβούλιο, σωματείο νομικώς ανεγνωρισμένο, ανώνυμος εταιρεία; USER: εταιρεία, Corporation, εταιριών, εταιρειών, των εταιριών

GT GD C H L M O
cosmological /ˌkɒz.məˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κοσμολογικός; USER: κοσμολογικός, κοσμολογική, κοσμολογικές, κοσμολογικής, κοσμολογικό

GT GD C H L M O
costumes /ˈkɒs.tjuːm/ = NOUN: ενδυμασία, στολή, μαγιό, ταγέρ; USER: κοστούμια, φορεσιές, ενδυμασίες, στολές, τα κοστούμια

GT GD C H L M O
counter /ˈkaʊn.tər/ = NOUN: γκισέ, μετρητής, απαριθμητής, πάγκος, τράπεζα καταστήματος, μάρκα χαρτοπαιξία; USER: αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίσει, καταπολέμηση, αντιμετωπίσουν

GT GD C H L M O
course /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; VERB: τρέχω, κυνηγώ; USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια

GT GD C H L M O
courses /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; USER: μαθήματα, μαθημάτων, τα μαθήματα, γήπεδα, προγράμματα

GT GD C H L M O
coursework /ˈkɔːs.wɜːk/ = USER: μαθημάτων, μαθήματα, παρακολούθηση μαθημάτων, παρακολούθησης μαθημάτων, coursework

GT GD C H L M O
cover /ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη; VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ; USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν

GT GD C H L M O
crate /kreɪt/ = NOUN: σακαράκα, κοφίνι, κάλαθος, σκελετός για πακετάρισμα, κιβώτιο για πακετάρισμα; VERB: πακετάρω; USER: σακαράκα, κλουβί, κιβώτιο, καφάσι, καφασιού

GT GD C H L M O
crc

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
created /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε

GT GD C H L M O
creating /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας

GT GD C H L M O
creative /kriˈeɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: δημιουργικός; NOUN: δημιουργός; USER: δημιουργικός, δημιουργική, δημιουργικό, δημιουργικές, δημιουργικών

GT GD C H L M O
creativity /kriˈeɪ.tɪv/ = USER: δημιουργικότητα, δημιουργικότητας, τη δημιουργικότητα, η δημιουργικότητα, δημιουργικότητά

GT GD C H L M O
creatures /ˈkriː.tʃər/ = NOUN: πλάσμα, δημιούργημα, ζώο, ο; USER: πλάσματα, τα πλάσματα, πλασμάτων, πλάσματα του, πλάσματα που

GT GD C H L M O
crew /kruː/ = NOUN: πλήρωμα, όμιλος; USER: πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, πληρωμάτων, το πλήρωμα

GT GD C H L M O
critic /ˈkrɪt.ɪk/ = NOUN: κριτήριο; USER: κριτικός, επικριτής, κριτικό, κριτικού, ο κριτικός

GT GD C H L M O
crocodiles /krɒk/ = USER: κροκόδειλοι, κροκόδειλους, οι κροκόδειλοι, κροκοδείλους, κροκοδείλων,

GT GD C H L M O
cross /krɒs/ = NOUN: σταυρός, διασταύρωση; ADJECTIVE: διαγώνιος, διασταυρωμένος, δύστροπος, ενάντιος, σκυθρωπός, σταυρωτός; VERB: διασχίζω, περνώ, σταυρώνω, διασταυρώνω, εμποδίζω, περνώ απέναντι; USER: σταυρός, διασταύρωση, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει

GT GD C H L M O
cs /ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: cs, ΑΧ, θμ,

GT GD C H L M O
cto = USER: cto, ΚΟΤ,

GT GD C H L M O
culminating /ˈkəlməˌnāt/ = VERB: αποκορυφώνομαι, μεσουρανώ; USER: αποκορύφωμα, με αποκορύφωμα, πιστοποιείται, που πιστοποιείται, καταλήγοντας

GT GD C H L M O
culmination /ˈkʌl.mɪ.neɪt/ = NOUN: αποκορύφωμα, μεσουράνημα; USER: αποκορύφωμα, κορύφωση, κατάληξη, επιστέγασμα, αποκορύφωση

GT GD C H L M O
currently /ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή; USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος

GT GD C H L M O
curricula /kəˈrikyələm/ = NOUN: διδακτέα ύλη, πρόγραμμα μαθημάτων, σειρά μαθημάτων, σειρά σπουδών; USER: προγράμματα σπουδών, προγραμμάτων σπουδών, τα προγράμματα σπουδών, σπουδών, προγράμματα"

GT GD C H L M O
curriculum /kəˈrɪk.jʊ.ləm/ = NOUN: διδακτέα ύλη, πρόγραμμα μαθημάτων, σειρά μαθημάτων, σειρά σπουδών; USER: διδακτέα ύλη, πρόγραμμα μαθημάτων, πρόγραμμα σπουδών, προγράμματος σπουδών, σπουδών

GT GD C H L M O
custom /ˈkʌs.təm/ = NOUN: έθιμο, συνήθεια, έθος; USER: έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα

GT GD C H L M O
cuts /kʌt/ = NOUN: τομή, κόψιμο, ελάττωση, μερίδιο, χαρακιά; VERB: κόβω, τέμνω, χαράσσω, κόπτω; USER: περικοπές, τεμάχια, μειώσεις, περικοπών, κοψίματα

GT GD C H L M O
d /əd/ = NOUN: ρε; USER: δ, d, Α, ϋ, ά

GT GD C H L M O
dam /dæm/ = NOUN: φράγμα, δεξαμενή, υδροφράκτης, μητέρα ζώου, μητέρα τετραπόδου ζώου, υδρόφραγμα, υδροφράχτης; VERB: φράσσω, φράσσω ύδατα, κατασκευάζω φράγμα; USER: φράγμα, φράγματος, του φράγματος, φραγμάτων, μητέρα

GT GD C H L M O
dance /dɑːns/ = NOUN: χορός; VERB: χορεύω, χοροπηδώ; USER: χορεύουν, χορό, χορεύει, χορός, χορέψουν

GT GD C H L M O
dark /dɑːk/ = NOUN: σκοτάδι, σκότος; ADJECTIVE: σκοτεινός, σκούρος, μελαχροινός, μαυριδερός, μελαψός; USER: σκοτάδι, σκοτεινός, σκούρο, σκοτεινό, σκοτεινή

GT GD C H L M O
dartmouth = USER: Ντάρτμουθ, Dartmouth, Χάλιφαξ, προορισμό Ντάρτμουθ

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
dated /ˈdeɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: χρονολογημένος, παλιός, παλαιός; USER: με ημερομηνία, ημερομηνία, της, ημερομηνίας, χρονολογείται

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
daze /deɪz/ = NOUN: σάστισμα; VERB: ζαλίζω, καταπλήσσω, αποσβολώνω; USER: σάστισμα, ζαλίζω, ζάλη, παραζάλη, daze

GT GD C H L M O
de

GT GD C H L M O
dealt /delt/ = VERB: μοιράζω, καταφέρω, μεταχειρίζομαι; USER: αντιμετωπίζεται, αντιμετωπίζονται, εξετάζονται, αντιμετωπιστεί, ασχολήθηκε

GT GD C H L M O
dean /diːn/ = NOUN: κοσμήτορας, πρύτανης, αρχιμανδρίτης, διευθυντής; USER: πρύτανης, κοσμήτορας, Dean, κοσμήτορα, πρύτανη

GT GD C H L M O
decades /ˈdek.eɪd/ = NOUN: δεκαετία, δεκάδα; USER: δεκαετίες, εδώ και δεκαετίες, δεκαετιών, και δεκαετίες

GT GD C H L M O
december /dɪˈsem.bər/ = NOUN: Δεκέμβριος; USER: Δεκέμβριος, Δεκ., Δεκέμβρης, Δεκέμβριο, Δεκ

GT GD C H L M O
decision /dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση; USER: απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, αποφάσεων, απόφασή

GT GD C H L M O
dedicated /ˈded.ɪ.keɪ.tɪd/ = VERB: αφιερώνω, εγκαινιάζω; USER: αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερωμένος, αφιερώνεται, αφιερωμένες

GT GD C H L M O
deep /diːp/ = ADJECTIVE: βαθύς; USER: βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές

GT GD C H L M O
delight /dɪˈlaɪt/ = NOUN: απόλαυση, χαρά, τέρψη, μεγάλη ευχαρίστηση, ηδονή; VERB: χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ηδονίζομαι; USER: απόλαυση, χαρά, τέρψη, ευχαριστήσει, ενθουσιάσει

GT GD C H L M O
deliver /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; NOUN: διανομέας, λυτρότητα; USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν

GT GD C H L M O
delivered /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; USER: διατυπώθηκε, παραδίδονται, παραδοθεί, παραδίδεται, παραδόθηκαν

GT GD C H L M O
demonstrated /ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη; USER: κατέδειξε, αποδεικνύεται, αποδειχθεί, έδειξε, απέδειξε

GT GD C H L M O
demonstration /ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο; USER: επίδειξη, διαδήλωση, επίδειξης, της επίδειξης, την επίδειξη

GT GD C H L M O
demonstrations /ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο; USER: διαδηλώσεις, επιδείξεις, διαδηλώσεων, τις διαδηλώσεις, επιδείξεων

GT GD C H L M O
demos /ˈdem.əʊ/ = NOUN: διαδήλωση; USER: demos, επιδείξεις, δήμος, δήμο, δήμου

GT GD C H L M O
denver /dɪˌnʌn.siˈeɪ.ʃən/ = USER: Ντένβερ, Denver, τοποθεσία Ντένβερ

GT GD C H L M O
department /dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος; USER: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, Τμήματος, Department

GT GD C H L M O
deploy /dɪˈplɔɪ/ = VERB: παρατάσσω, αναπτύσσω; USER: ανάπτυξη, αναπτύξετε, την ανάπτυξη, αναπτύξει, αναπτύσσουν

GT GD C H L M O
deployed /dɪˈplɔɪ/ = VERB: παρατάσσω, αναπτύσσω; USER: αναπτυχθεί, αναπτύσσονται, έχουν αναπτυχθεί, αναπτύσσεται, αναπτυχθούν

GT GD C H L M O
dept = USER: dept, Τμήμα, Τμήματος, Τμ"

GT GD C H L M O
described /dɪˈskraɪb/ = VERB: περιγράφω, χαρακτηρίζω; USER: περιγράφεται, περιγράφονται, περιγράφηκε, περιγραφεί, που περιγράφονται, που περιγράφονται

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
designated /ˈdezigˌnāt/ = VERB: ορίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, διορίζω; USER: ορισθεί, οριστεί, έχει οριστεί, ορίζεται, ορίζονται

GT GD C H L M O
designation /ˌdez.ɪɡˈneɪ.ʃən/ = NOUN: ονομασία, προσδιορισμός, περιγραφή, διορισμός; USER: ονομασία, προσδιορισμός, περιγραφή, διορισμός, ονομασίας

GT GD C H L M O
designed /dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω; USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη

GT GD C H L M O
designer /dɪˈzaɪ.nər/ = NOUN: σχεδιαστής; USER: σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, ντιζάιν

GT GD C H L M O
designing /dɪˈzaɪ.nɪŋ/ = NOUN: σχέδιο, σχεδίασμα; ADJECTIVE: υστερόβουλος, πανούργος, δολόπλοκος, ραδιούργος; USER: σχεδιασμό, το σχεδιασμό, σχεδίαση, τον σχεδιασμό, σχεδιάζοντας

GT GD C H L M O
designs /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; USER: σχέδια, τα σχέδια, σχεδίων, σχεδιάζει, σχέδιά

GT GD C H L M O
desire /dɪˈzaɪər/ = VERB: επιθυμία, επιθυμώ, ποθώ, λιμπίζομαι, λαχταρώ; NOUN: πόθος, λαχτάρα; USER: επιθυμία, την επιθυμία, επιθυμίας, βούληση, η επιθυμία

GT GD C H L M O
develop /dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω; USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει

GT GD C H L M O
developed /dɪˈvel.əpt/ = ADJECTIVE: αναπτηγμένος; USER: αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, ανεπτυγμένες, αναπτυγμένες, αναπτυγμένες

GT GD C H L M O
developing /dɪˈvel.ə.pɪŋ/ = ADJECTIVE: υπανάπτυκτος; USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτυσσόμενων, αναπτυσσόμενες, ανάπτυξης

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
device /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης

GT GD C H L M O
devices /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων

GT GD C H L M O
devolves /dɪˈvɒlv/ = VERB: μεταβιβάζω, εναπόκειμαι; USER: περιέρχεται, μεταβιβάζει, αποκεντρώνει, βαρύνει, μεταβιβάζει την

GT GD C H L M O
diagnosis /ˌdīəgˈnōsis/ = NOUN: διάγνωση; USER: διάγνωση, διάγνωσης, τη διάγνωση

GT GD C H L M O
dialogue /ˈdaɪ.ə.lɒɡ/ = NOUN: διάλογος; USER: διάλογος, διαλόγου, διάλογο, του διαλόγου, ο διάλογος

GT GD C H L M O
dick /dɪk/ = NOUN: ψωλή, τσουτσούνι, μυστικός αστυφύλακας, φαλλός; USER: ψωλή, Dick, πουλί, πούτσο, τον πούτσο

GT GD C H L M O
did /dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
diffusion /dɪˈfjuːz/ = NOUN: διάχυση, διάδοση; USER: διάχυση, διάδοση, διάχυσης, διάδοσης, διαχύσεως

GT GD C H L M O
digital /ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός; USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών

GT GD C H L M O
dimensions /ˌdaɪˈmen.ʃən/ = NOUN: διάσταση, μέγεθος; USER: διαστάσεις, διαστάσεων, τις διαστάσεις, οι διαστάσεις, διάσταση

GT GD C H L M O
direct /daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: απευθείας, άμεσος, ευθύς, ειλικρινής; VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω; USER: κατευθύνουν, κατευθύνει, άμεση, διευθύνουν, απευθείας

GT GD C H L M O
directed /diˈrekt,dī-/ = VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω; USER: κατευθύνεται, σκηνοθεσία, κατευθύνονται, κατευθυνόμενη, απευθύνονται

GT GD C H L M O
director /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη

GT GD C H L M O
disciplinary /ˌdɪs.əˈplɪn.ər.i/ = ADJECTIVE: πειθαρχικός; USER: πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικών, πειθαρχικής

GT GD C H L M O
disciplines /ˈdɪs.ə.plɪn/ = NOUN: πειθαρχία, γυμνάζω; USER: κλάδους, κλάδων, επιστήμες, ειδικότητες, επιστημονικούς κλάδους

GT GD C H L M O
disco /ˈdɪs.kəʊ/ = NOUN: ντίσκο; USER: ντίσκο, disco, ντισκοτέκ

GT GD C H L M O
discover /dɪˈskʌv.ər/ = VERB: ανακαλύπτω; USER: ανακαλύψετε, ανακαλύπτουν, ανακαλύψουν, ανακαλύψει, ανακαλύψτε

GT GD C H L M O
discussing /dɪˈskʌs/ = VERB: συζητώ; USER: συζητώντας, συζήτηση, συζητάμε, συζητούν, συζητά

GT GD C H L M O
discussion /dɪˈskʌʃ.ən/ = NOUN: συζήτηση; USER: συζήτηση, συζήτησης, συζητήσεις, συζητήσεων, τη συζήτηση

GT GD C H L M O
disease /dɪˈziːz/ = NOUN: ασθένεια, νόσος, νόσημα, αρρώστια; USER: νόσος, ασθένεια, νόσημα, νόσου, νόσο

GT GD C H L M O
disintegrate /dɪˈsɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: αποκλήρωση; USER: αποσυντίθενται, αποσυντεθεί, διαλυθεί, διασπώνται, αποσυντίθεται

GT GD C H L M O
disintegrating /disˈin(t)əˌɡrāt/ = USER: αποσύνθεσης, διάσπασης, αποσάθρωσης, αποσαθρώσεως, αποσυνθέσεως,

GT GD C H L M O
disorders /dɪˈsɔː.dər/ = VERB: απαγκιστρώνω, αποδεσμεύω; USER: απεμπλακεί, αποσύμπλεξη, απεμπλέκεται, απενεργοποιημένη, απεμπλοκή

GT GD C H L M O
disorientation = NOUN: αποπροσανατολισμός; USER: αποπροσανατολισμός, αποπροσανατολισμό, αποπροσανατολισμού, τον αποπροσανατολισμό, απώλεια προσανατολισμού

GT GD C H L M O
disparate /ˈdɪs.pər.ət/ = ADJECTIVE: ανόμοιος; USER: ανόμοια, ανόμοιων, ανόμοιες, διαφορετικών, διαφορετικές

GT GD C H L M O
display /dɪˈspleɪ/ = NOUN: επίδειξη, έκθεση; VERB: εκθέτω, επιδεικνύω, παρουσιάζω, δείχνω; USER: επίδειξη, εμφανίσετε, εμφανιστεί, εμφάνιση, εμφανίσει, εμφανίσει

GT GD C H L M O
displayed /dɪˈspleɪ/ = ADJECTIVE: εκτεθειμένος; USER: εμφανίζεται, εμφανίζονται, που εμφανίζεται, εμφανιστεί, αναγράφονται

GT GD C H L M O
disrupt /dɪsˈrʌpt/ = VERB: διασπώ, αναστατώνω, διαρρηγνύω; USER: διαταράσσουν, διαταράξουν, διαταράξει, να διαταράξει, διακόψει

GT GD C H L M O
dissertation /ˌdɪs.əˈteɪ.ʃən/ = NOUN: διατριβή; USER: διατριβή, διατριβής, διπλωματική εργασία, διπλωματικής εργασίας

GT GD C H L M O
distant /ˈdɪs.tənt/ = ADJECTIVE: μακρινός, απομακρυσμένος, μακρυνός; USER: μακρινός, απομακρυσμένος, Distant, μακρινό, μακρινή

GT GD C H L M O
distinguished /dɪˈstɪŋ.ɡwɪʃt/ = ADJECTIVE: διακεκριμένος, διαπρεπής, αριστούχος; USER: διακεκριμένος, διαπρεπής, διακεκριμένους, διακεκριμένων, διακεκριμένο

GT GD C H L M O
distribution /ˌdɪs.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: διανομή; USER: διανομή, διανομής, κατανομή, κατανομής, τη διανομή

GT GD C H L M O
diverse /daɪˈvɜːs/ = ADJECTIVE: ποικίλος, διάφορος; USER: ποικίλες, διαφορετικές, ποικίλα, διαφορετικά, ποικίλο

GT GD C H L M O
division /dɪˈvɪʒ.ən/ = NOUN: διαίρεση, τμήμα, μεραρχία, διχασμός, μοίρασια, συνομοταξία, μεταρχία; USER: διαίρεση, τμήμα, Division, κατανομή, διαίρεσης

GT GD C H L M O
dock /dɒk/ = NOUN: προκυμαία, λιμάνι, εδώλιο δικαστήριου; VERB: πλευρίζω; USER: προκυμαία, λιμάνι, αποβάθρα, δεξαμενής, dock

GT GD C H L M O
doctoral /ˈdɒk.tər.ət/ = ADJECTIVE: διδακτορικός; USER: διδακτορικός, διδακτορικού, διδακτορική, διδακτορικών, διδακτορικό

GT GD C H L M O
dog /dɒɡ/ = NOUN: σκυλί, σκύλος, κύων; USER: σκύλος, σκυλί, σκύλου, σκύλο, σκυλιών

GT GD C H L M O
domain /dəˈmeɪn/ = NOUN: πεδίο ορισμού, κτήση, κυριότητα, κτήματα, διεύθυνση Διαδικτύου; USER: τομέα, τομέας, περιοχή, πεδίο, χώρου

GT GD C H L M O
donated /dəʊˈneɪt/ = VERB: προσφέρω, δωρίζω, χαρίζω; USER: δώρισε, δωρεά, δωρίζονται, δωρίσει, δωρεές

GT GD C H L M O
done /dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος; USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
doors /dɔːr/ = NOUN: πόρτα; USER: πόρτες, θυρών, τις πόρτες, θύρες, οι πόρτες, οι πόρτες

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
dozen /ˈdʌz.ən/ = NOUN: δωδεκάδα, ντουζίνα; USER: δωδεκάδα, ντουζίνα, δώδεκα, δεκάδες, δωδεκάδες

GT GD C H L M O
dozens /ˈdʌzən/ = USER: δεκάδες, δωδεκάδες, δεκάδων

GT GD C H L M O
dragons /ˈdræɡ.ən/ = NOUN: δράκων, δράκοντας; USER: δράκους, δράκοι, dragons, δράκων, δράκοντες

GT GD C H L M O
drawing /ˈdrɔː.ɪŋ/ = NOUN: σχέδιο, τράβηγμα, σχεδιάγραμμα, ιχνογραφία; USER: σχέδιο, κατάρτιση, την κατάρτιση, εκπόνηση, αντλώντας

GT GD C H L M O
dreamlike /ˈdriːm.laɪk/ = USER: ονειρικό, ονειρική, ονειρικούς, ονειρεμένη, ονειρικές

GT GD C H L M O
drive /draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; NOUN: αμαξοπορεία; USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν

GT GD C H L M O
driving /ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση; USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε

GT GD C H L M O
dutch /dʌtʃ/ = NOUN: Ολλανδός; ADJECTIVE: ολλανδικός; USER: Ολλανδός, ολλανδικός, dutch, ολλανδική, Ολλανδικά

GT GD C H L M O
duties /ˈdjuː.ti/ = NOUN: καθήκοντα; USER: καθήκοντα, δασμών, καθηκόντων, δασμοί, δασμούς

GT GD C H L M O
dynamics /daɪˈnæm.ɪks/ = NOUN: δυναμική; USER: δυναμική, δυναμικής, δυναμικές, δυναμική της, τη δυναμική

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
eap /ˌiː.eɪˈpiː/ = USER: EAP, ΠΔΠ, ΕΑΠ, ΠΒΕ, ΠΠΔ

GT GD C H L M O
early /ˈɜː.li/ = ADVERB: νωρίς, από νωρίς; ADJECTIVE: πρώιμος, πρόωρος; USER: νωρίς, από νωρίς, αρχές, αρχές του, έγκαιρη, έγκαιρη

GT GD C H L M O
earned /ˌhɑːdˈɜːnd/ = ADJECTIVE: κερδηθείς; USER: κέρδισε, κερδίσει, κερδισμένα, κέρδισαν

GT GD C H L M O
edicts /ˈiː.dɪkt/ = NOUN: διάταγμα, χρυσόβουλλο; USER: διατάγματα, τα διατάγματα, διατάγματα του, διαταγμάτων, διατάγματα που

GT GD C H L M O
edited /ˈed.ɪt/ = VERB: εκδίδω, συντάσσω; USER: edited, επεξεργασία, άλλαξε, επιμέλεια, επεξεργαστεί

GT GD C H L M O
edition /ɪˈdɪʃ.ən/ = NOUN: έκδοση; USER: έκδοση, εκδόσεις, έκδοσης, έκδοσης

GT GD C H L M O
editor /ˈed.ɪ.tər/ = NOUN: συντάκτης, εκδότης; USER: συντάκτης, εκδότης, πρόγραμμα επεξεργασίας, editor, επεξεργαστή

GT GD C H L M O
editorial /ˌediˈtôrēəl/ = ADJECTIVE: σύνταξης; NOUN: κύριο άρθρο; USER: σύνταξης, κύριο άρθρο, συντακτική, συντακτικής, συντακτικές

GT GD C H L M O
editorials /ˌed.ɪˈtɔː.ri.əl/ = NOUN: κύριο άρθρο; USER: editorials, άρθρα σύνταξης, διαφημιστικά ρεπορτάζ, διαφημιστικές καταχωρίσεις, Αφιερώματα,

GT GD C H L M O
edu /dɒtˌiː.diːˈjuː/ = USER: edu, ΕΠΑ, ΜΝΕ, εκπαί, εκπαιδευτική

GT GD C H L M O
education /ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση; USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
educational /ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: εκπαιδευτικός; USER: εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτικά, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικές

GT GD C H L M O
eerily /ˈɪə.ri/ = USER: παράξενα, eerily, μυστηριωδώς, τρομακτικά, ανατριχιαστικά

GT GD C H L M O
effects /ɪˈfekt/ = NOUN: υπάρχοντα; USER: αποτελέσματα, επιπτώσεις, επιδράσεις, εφέ, συνέπειες

GT GD C H L M O
effort /ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια; USER: προσπάθεια, προσπάθειας, προσπάθειες, προσπάθεια για, προσπαθειών

GT GD C H L M O
efforts /ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια; USER: προσπάθειες, οι προσπάθειες, τις προσπάθειες, προσπαθειών, προσπάθειες για

GT GD C H L M O
ego /ˈiː.ɡəʊ/ = NOUN: εγώ; USER: εγώ, ego, το εγώ, εγωισμό, εγωισμό

GT GD C H L M O
elaine = USER: Elaine, Ελέιν, τη Elaine, Ιλέιν, η Elaine

GT GD C H L M O
elastomer

GT GD C H L M O
elastomers

GT GD C H L M O
electrically / goods/ = USER: ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικώς, ηλεκτρικό, ηλεκτρικής

GT GD C H L M O
electricity /ilekˈtrisitē,ˌēlek-/ = NOUN: ηλεκτρισμός; USER: ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρική ενέργεια, ηλεκτρισμού, ηλεκτρικής

GT GD C H L M O
electro /iˈlektrō/ = USER: electro, ηλεκτρο, ηλεκτρομαγνητικά, ήλεκτρο, ηλεκτρολογικά

GT GD C H L M O
electronic /ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = ADJECTIVE: ηλεκτρονικός; USER: ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
electronics /ɪˌlekˈtrɒn.ɪks/ = NOUN: ηλεκτρονική, επιστήμη των ηλεκτρονίων; USER: ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικών, Electronics, ηλεκτρονικών ειδών

GT GD C H L M O
elementary /ˌeləˈment(ə)rē/ = NOUN: στοιχειώδης; USER: στοιχειώδης, στοιχειώδη, δημοτικό, στοιχειώδεις, στοιχειώδες

GT GD C H L M O
elements /ˈel.ɪ.mənt/ = NOUN: στοιχεία; USER: στοιχεία, στοιχείων, τα στοιχεία, στοιχεία που

GT GD C H L M O
eli = USER: eli, Ο Eli, Έλι, την Eli, της Eli,

GT GD C H L M O
elicits /ɪˈlɪs.ɪt/ = VERB: εκμαιεύω, εξάγω, αποσπώ; USER: αποσπά, προκαλεί, εκμαιεύει, επάγει, διεγείρει

GT GD C H L M O
embodied /ɪmˈbɒd.i/ = VERB: ενσωματώνω, συσσωματώνω; USER: ενσωματώνεται, ενσωματώνονται, που ενσωματώνονται, ενσωματωμένη, ενσωματωθεί

GT GD C H L M O
emerge /ɪˈmɜːdʒ/ = VERB: αναδύομαι, αναφαίνομαι; USER: αναδύονται, αναδυθεί, προκύψουν, προκύπτουν, εμφανίζονται

GT GD C H L M O
emergence /ɪˈmɜː.dʒəns/ = NOUN: εμφάνιση; USER: εμφάνιση, ανάδυση, εμφάνισης, ανάδειξη, δημιουργία

GT GD C H L M O
emergent /ɪˈmɜː.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: αναφαινόμενος; USER: αναδυόμενη, αναδυόμενες, αναδυόμενων, εμφανιζόμενες, επείγουσα

GT GD C H L M O
emerging /ɪˈmɜː.dʒɪŋ/ = VERB: αναδύομαι, αναφαίνομαι; USER: αναδυόμενες, αναδυόμενων, αναδυόμενη, τις αναδυόμενες, αναδύεται

GT GD C H L M O
emotionally /ɪˈməʊ.ʃən.əl/ = USER: συναισθηματικά, συναισθηματική

GT GD C H L M O
emotive /ɪˈməʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: υποβλητικός; USER: συγκινησιακή, συναισθηματική, συγκινητικό, συναισθηματικό, συγκινητική

GT GD C H L M O
employees /ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος; USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους

GT GD C H L M O
employment /ɪmˈplɔɪ.mənt/ = NOUN: εργασία, πρόσληψη; USER: εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, της απασχόλησης

GT GD C H L M O
emulation /ˈem.jʊ.leɪt/ = NOUN: άμιλλα; USER: άμιλλα, εξομοίωσης, εξομοίωση, προσομοίωση, προσομοίωσης

GT GD C H L M O
enabling /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, δυνατότητα

GT GD C H L M O
encouraging /enˈkərij,-ˈkə-rij/ = VERB: ενθαρρύνω, εμψυχώνω; USER: ενθάρρυνση, ενθαρρύνοντας, την ενθάρρυνση, ενθάρρυνση της, ενθαρρύνει

GT GD C H L M O
eng

GT GD C H L M O
engagement /enˈgājmənt/ = NOUN: σύμπλεξη, συμπλοκή, αρραβώνες, μνηστεία, ασχολία, υπόσχεση; USER: σύμπλεξη, δέσμευση, εμπλοκή, αρραβώνων, εμπλοκής

GT GD C H L M O
engendered /ɪnˈdʒen.dər/ = VERB: γεννώ, προκαλώ, προξενώ; USER: προκάλεσε, που προκάλεσε, προκαλούνται, που προκλήθηκαν, προκλήθηκαν

GT GD C H L M O
engine /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα

GT GD C H L M O
engineer /ˌen.dʒɪˈnɪər/ = NOUN: μηχανικός, μηχανοδηγός; VERB: σχεδιάζω; USER: μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί

GT GD C H L M O
engineered /ˌenjəˈni(ə)r/ = VERB: σχεδιάζω; USER: μηχανικής, μηχανική, κατασκευασμένο, κατασκευαστεί, σχεδιαστεί

GT GD C H L M O
engineering /ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική; USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enhancement /ɪnˈhɑːns/ = NOUN: απορρόφηση; USER: ενίσχυση, εξάρτημα, βελτίωση, αύξηση, ενίσχυσης

GT GD C H L M O
enter /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε

GT GD C H L M O
entertainment /ˌentərˈtānmənt/ = NOUN: ψυχαγωγία, διασκέδαση; USER: ψυχαγωγία, διασκέδαση, ψυχαγωγίας, Entertainment, διασκέδασης, διασκέδασης

GT GD C H L M O
entire /ɪnˈtaɪər/ = ADJECTIVE: ολόκληρος; USER: ολόκληρος, ολόκληρο, ολόκληρο το, ολόκληρη, σύνολο

GT GD C H L M O
entitled /ɪnˈtaɪ.tl̩/ = VERB: εξουσιοδοτώ, δίνω δικαίωμα, τιτλοφορώ; USER: με τίτλο, τίτλο, δικαιούνται, δικαιούται, δικαίωμα

GT GD C H L M O
entrails /ˈen.treɪlz/ = NOUN: εντόσθια ζώου; USER: εντόσθια ζώου, εντόσθια, σωθικά, σπλάχνα, εντερα

GT GD C H L M O
entrepreneurship /ˌɒn.trə.prəˈnɜː.ʃɪp/ = USER: επιχειρηματικότητας, επιχειρηματικότητα, της επιχειρηματικότητας, την επιχειρηματικότητα, επιχειρηματικού πνεύματος

GT GD C H L M O
environment /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
environmental /enˌvīrənˈmen(t)l,-ˌvī(ə)rn-/ = USER: περιβάλλοντος, περιβαλλοντικών, περιβαλλοντικής, περιβαλλοντικές, περιβαλλοντική

GT GD C H L M O
environments /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλοντα, περιβαλλόντων, περιβάλλον, περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
epileptic /ˌep.ɪˈlep.tɪk/ = ADJECTIVE: επιληπτικός, σεληνιακός; USER: επιληπτικός, επιληπτικές, επιληπτικών, επιληπτικούς, επιληπτική

GT GD C H L M O
equipment /ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός; USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές

GT GD C H L M O
escape /ɪˈskeɪp/ = NOUN: διαφυγή, απόδραση, δραπέτευση; VERB: δραπετεύω, διασώζομαι, διαφεύγω; USER: απόδραση, διαφυγή, ξεφύγουν, ξεφύγει, ξεφύγουν από

GT GD C H L M O
et /etˈæl/ = USER: et, ΕΤ, κ.ά.

GT GD C H L M O
etc /ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά; USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ

GT GD C H L M O
ethics /ˈeθ.ɪk/ = NOUN: ηθική, δεοντολογία, ηθικολογία, ηθολογία; USER: δεοντολογία, ηθική, δεοντολογίας, ηθικής, τη δεοντολογία

GT GD C H L M O
euro /ˈjʊə.rəʊ/ = NOUN: ευρώ; USER: ευρώ, του ευρώ, euro, σε ευρώ

GT GD C H L M O
european /ˌyərəˈpēən,ˌyo͝orə-/ = ADJECTIVE: ευρωπαϊκός; NOUN: Ευρωπαίος; USER: Ευρωπαϊκή, Ευρωπαϊκό, ευρώπη, Ευρωπαϊκής, Ευρωπαϊκού, Ευρωπαϊκού

GT GD C H L M O
evening /ˈiːv.nɪŋ/ = NOUN: απόγευμα, εσπέρα; ADJECTIVE: βραδιάτικος; USER: απόγευμα, βράδυ, το βράδυ, βραδιά, βραδινό, βραδινό

GT GD C H L M O
event /ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν; USER: συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει

GT GD C H L M O
events /ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν; USER: εκδηλώσεις, γεγονότα, τα γεγονότα, εκδηλώσεων, συμβάντα, συμβάντα

GT GD C H L M O
ever /ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε; USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο

GT GD C H L M O
every /ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος; USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά

GT GD C H L M O
evolve /ɪˈvɒlv/ = VERB: αναπτύσσω, εκτυλίσσομαι; USER: εξελιχθούν, εξελίσσονται, εξελίσσεται, εξελιχθεί, να εξελιχθεί

GT GD C H L M O
excel /ɪkˈsel/ = VERB: προέχω, υπερτερώ; USER: excel, υπερέχουν, Το Excel, υπερέχει, του Excel

GT GD C H L M O
executive /ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός; NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος; USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά

GT GD C H L M O
exhibited /ɪɡˈzɪb.ɪt/ = VERB: εκθέτω, επιδεικνύω; USER: παρουσίασαν, εκτεθεί, εκτίθενται, παρουσίασε, εξέθεσε

GT GD C H L M O
exhibitor /iɡˈzibədər/ = USER: εκθέτης, εκθέτη, αιθουσάρχη, εκθέτες, εκθετών,

GT GD C H L M O
existence /ɪɡˈzɪs.təns/ = NOUN: ύπαρξη; USER: ύπαρξη, ύπαρξης, ύπαρξή, υπάρξεως, την ύπαρξη

GT GD C H L M O
existential /ˌegziˈstenCHəl/ = ADJECTIVE: υπαρξιακός; USER: υπαρξιακός, υπαρξιακή, υπαρξιακό, υπαρξιακής, υπαρξιακά

GT GD C H L M O
expanding /ɪkˈspænd/ = VERB: διαστέλλω, εξαπλώνω, εξαπλώνομαι; USER: επέκταση, την επέκταση, επεκτείνοντας, επεκτείνεται, επέκταση της

GT GD C H L M O
expectations /ˌek.spekˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσδοκία, αναμονή, ελπίδα, προσμονή; USER: προσδοκίες, προσδοκιών, τις προσδοκίες, οι προσδοκίες, προσδοκίες των

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
experiences /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρίες, εμπειρία, εμπειριών, την εμπειρία, τις εμπειρίες

GT GD C H L M O
experimental /ikˌsperəˈmen(t)l/ = ADJECTIVE: πειραματικός; USER: πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικό, πειραματικά

GT GD C H L M O
experiments /ɪkˈsper.ɪ.mənt/ = NOUN: πείραμα; VERB: πειραματίζομαι; USER: πειράματα, πειραμάτων, τα πειράματα, πειράματα που, πειράματα σε

GT GD C H L M O
exploring /ɪkˈsplɔːr/ = VERB: εξερευνώ, διερευνώ; USER: εξερεύνηση, εξερευνώντας, διερεύνηση, εξερευνήσετε, διερευνά

GT GD C H L M O
expression /ɪkˈspreʃ.ən/ = NOUN: έκφραση; USER: έκφραση, έκφρασης, εκφράσεως, την έκφραση, της έκφρασης, της έκφρασης

GT GD C H L M O
expressions /ɪkˈspreʃ.ən/ = NOUN: έκφραση; USER: εκφράσεις, εκφράσεων, εκφράσεις του, έκφρασης, τις εκφράσεις

GT GD C H L M O
expressive /ɪkˈspres.ɪv/ = ADJECTIVE: εκφραστικός; USER: εκφραστικός, εκφραστική, εκφραστικό, εκφραστικά, εκφραστικές

GT GD C H L M O
extends /ɪkˈstend/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι; USER: εκτείνεται, επεκτείνεται, επεκτείνει, διευρύνει, παρατείνει

GT GD C H L M O
extremely /ɪkˈstriːm.li/ = ADVERB: επακρώς; USER: εξαιρετικά, είναι εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα, άκρως

GT GD C H L M O
eye /aɪ/ = NOUN: μάτι, οφθαλμός; VERB: παρατηρώ; USER: μάτι, ματιών, μάτια, τα μάτια, ματιού

GT GD C H L M O
eyebeam

GT GD C H L M O
f /ef/ = USER: φά, στ,

GT GD C H L M O
fabrication /ˈfæb.rɪ.keɪt/ = NOUN: κατασκεύασμα, σκευωρία; USER: κατασκεύασμα, κατασκευή, κατασκευής, παραγωγή, παρασκευής

GT GD C H L M O
face /feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο; VERB: αντικρύζω, ατενίζω; USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν

GT GD C H L M O
faces /feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο; VERB: αντικρύζω, ατενίζω; USER: πρόσωπα, όψεις, πρόσωπά, αντιμετωπίζει, επιφάνειες

GT GD C H L M O
facial /ˈfeɪ.ʃəl/ = ADJECTIVE: προσώπου; NOUN: μασάζ; USER: προσώπου, του προσώπου, πρόσωπο

GT GD C H L M O
facilitate /fəˈsɪl.ɪ.teɪt/ = VERB: διευκολύνω, ευκολύνω; USER: διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκολυνθεί η, διευκολύνει, διευκόλυνση

GT GD C H L M O
facilities /fəˈsɪl.ɪ.ti/ = NOUN: εγκαταστάσεις; USER: εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεων, παροχές, διευκολύνσεις, τις εγκαταστάσεις

GT GD C H L M O
factory /ˈfæk.tər.i/ = NOUN: εργοστάσιο, φάμπρικα; USER: εργοστάσιο, εργοστασίου, εργοστάσιό, εργοστασιακή, εργοστασιακές

GT GD C H L M O
faculty /ˈfæk.əl.ti/ = NOUN: σχολή, ικανότητα, ιδιότητα, δύναμη, καθηγητικό σώμα; USER: σχολή, ΔΕΠ, σχολής, ικανότητα, καθηγητές

GT GD C H L M O
fall /fɔːl/ = NOUN: πτώση, φθινόπωρο, άλωση, πέσιμο; VERB: πέφτω; USER: πτώση, εμπίπτουν, πέσει, εμπίπτει, πέφτουν

GT GD C H L M O
family /ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι; USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά

GT GD C H L M O
fantasy /ˈfæn.tə.si/ = NOUN: φαντασία, φαντασίωση; USER: φαντασία, φαντασίωση, φαντασίας, φανταστικό, fantasy

GT GD C H L M O
fast /fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος; NOUN: νηστεία; VERB: νηστεύω; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία

GT GD C H L M O
fatigue /fəˈtiːɡ/ = NOUN: κούραση, κόπος; USER: κούραση, κόπωση, κόπωσης, κούρασης, την κούραση

GT GD C H L M O
favorable /ˈfāv(ə)rəbəl/ = ADJECTIVE: ευνοϊκός, ευνοϊκός, αίσιος, αίσιος; USER: ευνοϊκός, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών

GT GD C H L M O
favorably /ˈfāv(ə)r(ə)blē/ = USER: ευνοϊκά, θετικά, ευνοϊκή, θετικό, ευνοϊκής

GT GD C H L M O
fears /fɪər/ = NOUN: φόβος, φοβία; VERB: φοβάμαι, φοβούμαι; USER: φόβοι, φόβους, τους φόβους, οι φόβοι, φόβων

GT GD C H L M O
feature /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικό, δυνατότητα, διαθέτουν, λειτουργία, χαρακτηριστικό γνώρισμα

GT GD C H L M O
featured /ˈfiː.tʃər/ = VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτήρισε, χαρακτηρίστηκε, εμφανίζεται, εμφανίζονται, προτεινόμενες

GT GD C H L M O
features /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες

GT GD C H L M O
february /ˈfeb.ru.ər.i/ = NOUN: Φεβρουάριος, Φλεβάρης; USER: Φεβρουάριος, Φλεβάρη, Φεβ., Φεβ, Φεβρουάριο

GT GD C H L M O
feet /fiːt/ = NOUN: πόδι, πρόποδες, βάση, πους, άκρο; USER: πόδια, ποδιών, τα πόδια, μέτρα, feet

GT GD C H L M O
fellow /ˈfel.əʊ/ = NOUN: σύντροφος; USER: συναδέλφους, τους συναδέλφους, συμπολίτες, συνάδελφοι, συναδέλφων

GT GD C H L M O
fernandez = USER: Φερνάντες, Fernandez, Φερνάντεζ

GT GD C H L M O
festival /ˈfes.tɪ.vəl/ = NOUN: φεστιβάλ, γιορτή, πανηγύρι, εορτή, πανηγύρις; USER: φεστιβάλ, γιορτή, πανηγύρι, Festival, εορτή

GT GD C H L M O
few /fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι; USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες

GT GD C H L M O
fiberglass /ˈfʌɪbəglɑːs/ = USER: fiberglass, φίμπεργκλας, υαλοβάμβακα, ίνες υάλου, πολυεστερικών

GT GD C H L M O
fiction /ˈfɪk.ʃən/ = NOUN: μυθιστόρημα, μύθος; USER: μυθιστόρημα, μύθος, φαντασίας, φαντασία, μυθοπλασίας

GT GD C H L M O
fields /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς

GT GD C H L M O
figurative /ˈfigyərətiv/ = ADJECTIVE: εικονικός, μεταφορικός; USER: εικονιστικό, εικονιστικά, παραστατικά, εικονιστικών, εικονιστικού

GT GD C H L M O
figure /ˈfɪɡ.ər/ = NOUN: εικόνα, αριθμός, μορφή, φιγούρα, ψηφίο, τύπος; VERB: μορφοποιώ, λογαριάζω; USER: καταλάβω, υπολογίσετε, σχήμα, καταλάβουμε, υπολογίσει

GT GD C H L M O
figures /ˈfɪɡ.ər/ = NOUN: εικόνα, αριθμός, μορφή, φιγούρα, ψηφίο, τύπος; VERB: μορφοποιώ, λογαριάζω; USER: στοιχεία, αριθμοί, Τα ποσά, αριθμητικά στοιχεία, αριθμητικά

GT GD C H L M O
film /fɪlm/ = NOUN: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, λεπτή μεμβράνη, φωτογραφική πλάκα; VERB: φωτογραφώ; USER: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, ταινίας, ταινιών, ταινιών

GT GD C H L M O
filmmaker /ˈfɪlmˌmeɪ.kər/ = USER: σκηνοθέτης, σκηνοθέτη, κινηματογραφιστή, κινηματογραφιστής, ο σκηνοθέτης

GT GD C H L M O
filter /ˈfɪl.tər/ = NOUN: φίλτρο, διηθητικό κύκλωμα, διυλιστήριο; VERB: φιλτράρω, λαμπικάρω, διηθώ, διυλίζω; USER: φίλτρο, φιλτράρισμα, φιλτράρετε, φιλτράρουν, φιλτράρει

GT GD C H L M O
final /ˈfaɪ.nəl/ = ADJECTIVE: poslední, konečný, závěrečný, definitivní, neodvolatelný; NOUN: finále; USER: τελικός, τελική, τελικό, τελικής, τελικού, τελικού

GT GD C H L M O
financing /ˈfīnans,fəˈnans/ = NOUN: χρηματοδότηση; USER: χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτήσεως, χρηματοδοτικές

GT GD C H L M O
fine /faɪn/ = NOUN: πρόστιμο, χρηματική ποινή, πρόστημο; ADVERB: ωραία; ADJECTIVE: λεπτός, ωραίος, έξοχος, κομψός; VERB: επιβάλλω; USER: πρόστιμο, ωραία, προστίμου, λεπτή, χαρά

GT GD C H L M O
finite /ˈfaɪ.naɪt/ = ADJECTIVE: πεπερασμένος, περιορισμένος, τετελεσμένος; USER: πεπερασμένος, πεπερασμένο, πεπερασμένων, πεπερασμένη, πεπερασμένου

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
fishing /ˈfɪʃ.ɪŋ/ = NOUN: αλιεία, ψάρεμα; USER: ψάρεμα, αλιεία, αλιείας, αλιευτικών, αλιευτικές

GT GD C H L M O
fit /fɪt/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, ικανός, υγιής, φορμαρισμένος, παροξυσμός; VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω; NOUN: σπασμός, παροξυσμός; USER: κατάλληλος, ικανός, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει

GT GD C H L M O
fittest /fit/ = USER: ισχυρότερου, ισχυρότερος, δυνατότερου, ισχυροτέρου, δυνατότερα,

GT GD C H L M O
fixtures /ˈfɪks.tʃər/ = NOUN: αναπόσπαστο εξάρτημα; USER: φωτιστικά, εξαρτήματα, λοιπός εξοπλισμός, φωτιστικών, Επόμενοι

GT GD C H L M O
floats /fləʊt/ = NOUN: φλοτέρ, άρμα, σχεδία, κουλούρα; USER: πλωτήρες, επιπλέει, άρματα, αρμάτων, σωσίβια

GT GD C H L M O
flood /flʌd/ = NOUN: πλημμύρα, κατακλυσμός; VERB: πλημμυρίζω; USER: πλημμύρα, πλημμυρών, των πλημμυρών, πλημμύρες, πλημμύρας

GT GD C H L M O
foam /fəʊm/ = NOUN: αφρός, αφρολέξ; VERB: αφρίζω; USER: αφρός, αφρού, αφρό, αφρώδες, αφρώδες υλικό

GT GD C H L M O
foot /fʊt/ = NOUN: πόδι, πρόποδες, βάση, πους, άκρο; VERB: αθροίζω, πατώ, πεζοπορώ, αθροίζω και σημειώνω; USER: πόδι, πρόποδες, πόδια, τα πόδια, ποδιών, ποδιών

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
force /fɔːs/ = NOUN: δύναμη, βία, ισχύς, ζόρι; VERB: ζορίζω, βιάζω, φορτσάρω, εξαναγκάζω; USER: αναγκάσει, δύναμη, αναγκάζουν, ισχύει, αναγκάσουν

GT GD C H L M O
forces /fɔːs/ = NOUN: δύναμη, βία, ισχύς, ζόρι; VERB: ζορίζω, βιάζω, φορτσάρω, εξαναγκάζω; USER: δυνάμεις, δυνάμεων, οι δυνάμεις, τις δυνάμεις, δυνάμεις της

GT GD C H L M O
form /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή

GT GD C H L M O
former /ˈfɔː.mər/ = ADJECTIVE: πρώην, τέως, προηγούμενος, πρότερος; NOUN: μορφωτής; USER: πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη

GT GD C H L M O
forms /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών

GT GD C H L M O
forth /fɔːθ/ = ADVERB: εμπρός, έξω; USER: εμπρός, καθεξής, ορίζονται, πίσω, εκτίθενται

GT GD C H L M O
forward /ˈfɔː.wəd/ = ADVERB: προς τα εμπρός, εμπρός; ADJECTIVE: μπροστινός, πρόθυμος, αυθάδης; VERB: διαβιβάζω, προάγω; USER: προς τα εμπρός, εμπρός, τα εμπρός, μπροστά, υποβάλει

GT GD C H L M O
foundation /faʊnˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: θεμέλιο, ίδρυμα, θεμέλια, θεμελίωση; USER: θεμέλιο, ίδρυμα, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος

GT GD C H L M O
founded /found/ = ADJECTIVE: ιδρύθηκε το; USER: ιδρύθηκε το, ιδρύθηκε, ίδρυσε, στηρίζεται, που ιδρύθηκε

GT GD C H L M O
founder /ˈfaʊn.dər/ = NOUN: ιδρυτής, θεμελιωτής, χύτης; VERB: βυθίζω, καταποντίζομαι; USER: ιδρυτής, ιδρυτή, ο ιδρυτής, τον ιδρυτή, ιδρυτικό

GT GD C H L M O
four /fɔːr/ = USER: four-, four, four; USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις

GT GD C H L M O
fourier = USER: Fourier, Φουριέ, ανάλυσης κατά Fourier, ΡουπβΓ

GT GD C H L M O
fourth /fɔːθ/ = USER: fourth-, fourth; USER: τέταρτος, τέταρτο, τέταρτη, τέταρτου, τέταρτης, τέταρτης

GT GD C H L M O
free /friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα; ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος; VERB: ελευθερώνω; USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς

GT GD C H L M O
freelance /ˈfriː.lɑːns/ = USER: freelance, ανεξάρτητος, ελεύθερους, ελεύθερος, ανεξάρτητων

GT GD C H L M O
freeman /ˈfriː.mən/ = USER: Freeman, ελεύθερος, Φρίμαν, επίτιμος πολίτης, επίτιμος δημότης

GT GD C H L M O
friendly /ˈfrend.li/ = ADJECTIVE: φιλικός; USER: φιλικός, φιλικό, παιδιά, φιλική, φιλικό προς

GT GD C H L M O
friends /frend/ = NOUN: φίλος, φίλη; USER: φίλους, φίλοι, τους φίλους, φίλων, παγκοσμίως, παγκοσμίως

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
front /frʌnt/ = NOUN: εμπρός, μέτωπο, πρόσοψη, πρόσοψις; VERB: αντιμετωπίζω; ADJECTIVE: εμπρόσθινος; USER: εμπρός, πρόσοψη, μέτωπο, μπροστά, μπροστινό, μπροστινό

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
fully /ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα; USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως

GT GD C H L M O
functioned /ˈfʌŋk.ʃən/ = USER: λειτούργησαν, λειτούργησε, λειτουργούσε, λειτουργούσαν, λειτουργεί

GT GD C H L M O
functioning /ˈfʌŋk.ʃən/ = USER: λειτουργία, λειτουργίας, λειτουργεί, λειτουργούν, τη λειτουργία

GT GD C H L M O
fund /fʌnd/ = ADJECTIVE: λειτουργικός, υπηρεσιακός; USER: κεφάλαιο, Ταμείο, Ταμείου, κεφαλαίων, του Ταμείου

GT GD C H L M O
funded /fʌnd/ = VERB: συγκεντρώ εις χρεώγραφα; USER: χρηματοδοτείται, χρηματοδοτούνται, χρηματοδοτήθηκε, χρηματοδοτήθηκαν, χρηματοδοτηθεί

GT GD C H L M O
funding /ˈfʌn.dɪŋ/ = VERB: συγκεντρώ εις χρεώγραφα; USER: χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, η χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, της χρηματοδότησης

GT GD C H L M O
fundraiser /ˈfəndˌrāzər/ = USER: έρανο, fundraiser, έρανος, για έρανο, έρανο για,

GT GD C H L M O
futile /ˈfjuː.taɪl/ = ADJECTIVE: μάταιος, ανωφελής; USER: μάταιος, μάταιη, μάταιο, μάταιες, ανώφελη

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
g /dʒiː/ = NOUN: σολ; USER: g, ζ, γρ, γραμ.

GT GD C H L M O
gala /ˈɡɑː.lə/ = NOUN: εορτάσιμος, πανηγύρη, εορτή; USER: gala, γκαλά, Εορταστικό, εορταστική, άτομο Εορταστικό

GT GD C H L M O
gallery /ˈɡæl.ər.i/ = NOUN: στοά, θεωρείο, πινακοθήκη, γαλαρία, γκάλερι, υπερώο, εξώστης, υπόνομος, αίθουσα εκθέσεως; USER: γκάλερι, θεωρείο, στοά, πινακοθήκη, γαλαρία

GT GD C H L M O
gallons /ˈɡæl.ən/ = NOUN: γαλόνι; USER: γαλόνια, λίτρα, γαλλόνια, γαλονιών, gallons

GT GD C H L M O
gaming /ˈɡeɪ.mɪŋ/ = VERB: παίζω; USER: gaming, τυχερών παιχνιδιών, παιχνίδια, παιχνιδιών, τυχερού παιχνιδιού

GT GD C H L M O
garnering /ˈɡɑː.nər/ = VERB: αποθηκεύω; USER: Παγίωση,

GT GD C H L M O
gather /ˈɡæð.ər/ = VERB: μαζεύω, συλλέγω, συναθροίζω, συνάγω, συναθροίζομαι; USER: συγκεντρώσει, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνει

GT GD C H L M O
gathering /ˈɡæð.ər.ɪŋ/ = NOUN: συγκέντρωση, συνάθροιση, συναγωγή; USER: συγκέντρωση, συλλογή, τη συλλογή, συλλογής, τη συγκέντρωση

GT GD C H L M O
gen /dʒen/ = USER: gen, γενιάς, γενιά, Γεν, Γεν.

GT GD C H L M O
gender /ˈdʒen.dər/ = NOUN: γένος, γένος γραμματικής; USER: γένος, φύλο, φύλων, των φύλων, φύλο είναι

GT GD C H L M O
general /ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός; NOUN: στρατηγός; USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές

GT GD C H L M O
generally /ˈdʒen.ə r.əl.i/ = ADVERB: γενικά, γενικώς; USER: γενικά, γενικώς, γένει, εν γένει, γενικότερα, γενικότερα

GT GD C H L M O
generate /ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ; USER: παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, δημιουργία, παράγει

GT GD C H L M O
generated /ˈjenəˌrāt/ = VERB: παράγω, γεννώ; USER: παράγεται, δημιουργούνται, δημιουργείται, παράγονται, που παράγεται

GT GD C H L M O
genetically = ADVERB: γενεσιολογικά; USER: γενετικώς, γενετικά, γενετική, τα γενετικώς

GT GD C H L M O
genius /ˈdʒiː.ni.əs/ = NOUN: ιδιοφυία, μεγαλοφυία, δαιμόνιο πνεύμα; USER: ιδιοφυία, μεγαλοφυία, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, genius

GT GD C H L M O
geographic /ˌdʒi.əˈɡræf.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: γεωγραφικός; USER: γεωγραφικός, γεωγραφική, γεωγραφικής, γεωγραφικές, γεωγραφικών

GT GD C H L M O
geometry /dʒiˈɒm.ə.tri/ = NOUN: γεωμετρία; USER: γεωμετρία, γεωμετρίας, γεωμετρία του, γεωμετρία της, τη γεωμετρία

GT GD C H L M O
gestures /ˈdʒes.tʃər/ = NOUN: χειρονομία; USER: χειρονομίες, χειρονομιών, κινήσεις, κινήσεων, τις χειρονομίες

GT GD C H L M O
ghost /ɡəʊst/ = NOUN: φάντασμα, πνεύμα, στοιχείο; USER: φάντασμα, Ghost, φαντασμάτων

GT GD C H L M O
girls /ɡɜːl/ = NOUN: κορίτσι, κοπέλα, κόρη; USER: κορίτσια, τα κορίτσια, κοριτσιών, των κοριτσιών, κορίτσια που

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
given /ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος; USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που

GT GD C H L M O
giving /ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς

GT GD C H L M O
glendale = USER: Glendale, Glendale της, Γκλέντεϊλ,

GT GD C H L M O
goal /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου

GT GD C H L M O
goo /go͞o/ = NOUN: κόλλα; USER: κόλλα, Goo, Προϊό, των Goo, γλίτσα,

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
government /ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση; USER: κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, την κυβέρνηση, κυβερνητικές

GT GD C H L M O
graduate /ˈɡrædʒ.u.ət/ = ADJECTIVE: απόφοιτος; NOUN: πτυχιούχος, διπλωματούχος; VERB: αποφοιτώ, βαθμολογώ, λαμβάνω βαθμό ή πτυχίο; USER: αποφοιτήσουν, απόφοιτος, πτυχιούχος, αποφοιτούν, βαθμολογήσει

GT GD C H L M O
grand /ɡrænd/ = ADJECTIVE: μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής, μέγας, σπουδαίος; USER: μεγαλειώδης, μεγάλο, μεγάλη, grand, Γκραντ, Γκραντ

GT GD C H L M O
grant /ɡrɑːnt/ = NOUN: χορήγηση, παραχώρηση, δωρεά; VERB: δίνω, παρέχω, παραχωρώ, χαρίζω; USER: χορηγεί, χορηγήσουν, χορηγούν, χορήγηση, χορηγήσει

GT GD C H L M O
gras /ˌmɑː.di ˈɡrɑː/ = USER: γκρα, gras, γκρά,

GT GD C H L M O
greatest /ɡreɪt/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα

GT GD C H L M O
green /ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής; NOUN: πρασινάδα; USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου

GT GD C H L M O
greeted /ɡriːt/ = VERB: χαιρετώ, υποδέχομαι; USER: χαιρετίστηκε, χαιρέτησε, υποδέχτηκαν, υποδεχτεί, υποδέχτηκε

GT GD C H L M O
grip /ɡrɪp/ = NOUN: λαβή, πιάσιμο, χειρολαβή, βαλίτσα, γρίππη; VERB: πιάνομαι, πιάνω, σφίγγω; USER: λαβή, πιάσιμο, πρόσφυση, κράτημα, λαβής

GT GD C H L M O
grotto /ˈɡrɒt.əʊ/ = NOUN: σπήλαιο, σπηλιά; USER: σπηλιά, σπήλαιο, Grotto, σπηλαίου, σπηλιάς

GT GD C H L M O
group /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που

GT GD C H L M O
groups /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδες, ομάδων, των ομάδων, τις ομάδες, ομάδες που

GT GD C H L M O
guest /ɡest/ = NOUN: επισκέπτης, φιλοξενούμενος, προσκεκλημένος, καλεσμένος, προσκαλεσμένος, ξενιζόμενος, μουσαφίρης; USER: επισκέπτης, επισκεπτών, φιλοξενούμενων, επισκέπτη, πελατών

GT GD C H L M O
guidance /ˈɡaɪ.dəns/ = NOUN: οδηγία, χειραγώγηση; USER: οδηγία, καθοδήγηση, καθοδήγησης, οδηγίες, προσανατολισμού

GT GD C H L M O
guise /ɡaɪz/ = NOUN: πρόσχημα, ενδυμασία, ήθος, όψη, εξωτερικό παρουσιαστικό; USER: πρόσχημα, μανδύα, ενδυμασία, προσωπείο, ήθος

GT GD C H L M O
guitar /ɡɪˈtɑːr/ = NOUN: κιθάρα; USER: κιθάρα, κιθάρας, την κιθάρα

GT GD C H L M O
guitarist /ɡɪˈtɑː.rɪst/ = USER: κιθαρίστας, κιθαρίστα, ο κιθαρίστας, κιθαρίστας των, κιθάρα

GT GD C H L M O
gymnasium /jimˈnāzēəm/ = NOUN: γυμναστήριο, γυμνάσιο; USER: γυμναστήριο, γυμνάσιο, Γυμνασίου, Gymnasium, γυμναστηρίου

GT GD C H L M O
h /eɪtʃ/ = USER: h, Η, ω, ώρες, ώρα

GT GD C H L M O
had /hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει

GT GD C H L M O
halloween /ˌhæl.əʊˈiːn/ = NOUN: 31 Οκτώβρη, παραμονή των άγιων πάντων; USER: Απόκριες, halloween, αποκριές, αποκριών, Αποκριάτικες

GT GD C H L M O
hangs /hæŋ/ = NOUN: κρέμασμα; USER: κρέμεται, κολλάει, κρεμά, κρεμάει, κλείνει

GT GD C H L M O
happening /ˈhæp.ən.ɪŋ/ = NOUN: συμβάν; ADJECTIVE: τυχόν; USER: συμβαίνει, συμβαίνουν, συμβεί, που συμβαίνουν, συνέβαινε

GT GD C H L M O
hardware /ˈhɑːd.weər/ = NOUN: σκεύη, σιδηρά εργαλεία, μηχανήματα υπολογιστών; USER: hardware, υλικού, υλικό, το υλικό, του υλικού

GT GD C H L M O
harry /ˈhær.i/ = VERB: λυμαίνομαι, βασανίζω; USER: βασανίζω, λυμαίνομαι, Harry, Χάρι, Ο Χάρι

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
hazy /ˈheɪ.zi/ = USER: ομιχλώδης, θολός, αμυδρός, ασαφής, θολό

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
head /hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός; VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός; USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι

GT GD C H L M O
headed /ˈhed.ɪd/ = VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός; USER: με τίτλο, επικεφαλής, με επικεφαλής, τίτλο, φεύγει

GT GD C H L M O
headline /ˈhed.laɪn/ = NOUN: επικεφαλίδα, τίτλος εφημερίδας; USER: επικεφαλίδα, τίτλο, τίτλος, Μότο, Headline

GT GD C H L M O
healthcare /ˈhelθ.keər/ = USER: υγειονομική περίθαλψη, υγειονομικής περίθαλψης, της υγειονομικής περίθαλψης, υγείας, υγειονομικής

GT GD C H L M O
heart /hɑːt/ = NOUN: καρδιά, θάρρος; USER: καρδιά, καρδιάς, καρδιακή, κέντρο, την καρδιά

GT GD C H L M O
height /haɪt/ = NOUN: ύψος, ανάστημα, μπόι; USER: ύψος, ύψους, Υψος, το ύψος, ύψος του

GT GD C H L M O
heinrich = USER: Heinrich, Χάινριχ, Ο Heinrich, τον Heinrich, Ερρίκου

GT GD C H L M O
hellenic /həˈlen.ɪk/ = ADJECTIVE: ελληνικός; USER: hellenic, Ελληνική, Ελληνικό, Ελληνικής, ελλαδικό

GT GD C H L M O
helping /ˈhel.pɪŋ/ = NOUN: βοήθεια, μερίδα φαγητού, μερίδα, μερίς φαγητού; USER: βοήθεια, βοηθώντας, βοηθήσει, βοηθά, βοηθούν

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
hewitt /hjuː/ = USER: Hewitt, της Hewitt, Χιούιτ, Η Hewitt,

GT GD C H L M O
hicks /hɪk/ = NOUN: χωριάτης, αγροίκος; USER: Hicks, Χικς

GT GD C H L M O
hidden /ˈhɪd.ən/ = ADJECTIVE: μυστικός, κεκρυμμένος; USER: κρυμμένο, κρυφή, κρυμμένα, κρυφές, κρυφό

GT GD C H L M O
highlights /ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: ανταύγειες; USER: ανταύγειες, Highlights, τονίζει, Τα κυριότερα σημεία, αναδεικνύει

GT GD C H L M O
highly /ˈhaɪ.li/ = ADVERB: υψηλά, υψηλώς, μεγαλόπρεπα; USER: υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής

GT GD C H L M O
hiking /ˈhaɪ.kɪŋ/ = VERB: πεζοπορώ; USER: πεζοπορία, πεζοπορίας, ορειβασία, Πεζοπορεία, τουρισμός

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
history /ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία; USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού

GT GD C H L M O
hobbies /ˈhɒb.i/ = NOUN: χόμπι, ευχάριστη απασχόληση, προσφιλής ενασχόλησις, μονομανία, είδος γερακίου; USER: χόμπι, Χόμπυ, τα χόμπι, hobbies, Ομοσπονδίες

GT GD C H L M O
holds /həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο; VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: κατέχει, έχει, κάτοχος, κατέχει το, κρατά

GT GD C H L M O
hole /həʊl/ = NOUN: οπή, τρύπα, τρώγλη; USER: τρύπα, οπή, οπής, οπών, τρύπας

GT GD C H L M O
holography /hɒlˈɒɡ.rə.fi/ = USER: ολογραφία, ολογραφίας, Holography, η ολογραφία, την ολογραφία

GT GD C H L M O
honors /ˈɒn.əz dɪˌɡriː/ = NOUN: τιμή; USER: τιμά, τιμητικές διακρίσεις, διακρίσεις, τιμές, άριστα

GT GD C H L M O
hopes /həʊp/ = NOUN: ελπίδα; VERB: ελπίζω, ευελπιστώ; USER: ελπίζει, ευελπιστεί, ελπίδες, ελπίζει ότι, επιθυμεί, επιθυμεί

GT GD C H L M O
hoping /həʊp/ = VERB: ελπίζω, ευελπιστώ; USER: ελπίζοντας, ελπίδα, την ελπίδα, ελπίζει, ελπίζουν, ελπίζουν

GT GD C H L M O
hospital /ˈhɒs.pɪ.təl/ = NOUN: νοσοκομείο; USER: νοσοκομείο, νοσοκομείου, νοσοκομειακή, νοσοκομείων, νοσοκομεία

GT GD C H L M O
hosted /həʊst/ = USER: φιλοξενείται, φιλοξένησε, που φιλοξενείται, φιλοξενηθεί, φιλοξενούνται

GT GD C H L M O
hosting /hōst/ = USER: φιλοξενία, φιλοξενίας, hosting, φιλοξενώντας, φιλοξενεί

GT GD C H L M O
hot /hɒt/ = ADJECTIVE: καυτό, ζεστός, καυτός, θερμός, καυτερό, καυτερός, καυστικός; USER: καυτό, καυτός, ζεστός, θερμός, ζεστό

GT GD C H L M O
house /haʊs/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος, βουλή; VERB: στεγάζω, εστιώ; USER: σπίτι, κατοικία, οικία, σπιτιού, το σπίτι, το σπίτι

GT GD C H L M O
html

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
humanities /hjuːˈmæn.ə.ti/ = NOUN: κλασσικές μελέτες; USER: ανθρωπιστικές επιστήμες, ανθρωπιστικών, ανθρωπιστικές, ανθρωπιστικών επιστημών, ανθρωπιστικές σπουδές

GT GD C H L M O
humanizing /ˈhjuː.mə.naɪz/ = VERB: εξανθρωπίζω, ανθρωπίζω; USER: εξανθρωπισμού, εξανθρωπισμό, εξανθρωπισμό των, ανθρωποποίησης, εξανθρωπίσουν

GT GD C H L M O
humanlike = USER: humanlike, ανθρωπόμορφα, ανθρωπόμορφο, ανθρωπόμορφη, ανθρωποειδούς

GT GD C H L M O
humanoid /ˈ(h)yo͞oməˌnoid/ = ADJECTIVE: ανθρωποειδής; USER: ανθρωποειδής, ανθρωποειδές, ανθρωποειδών, humanoid, ανθρωποειδή,

GT GD C H L M O
humanoids

GT GD C H L M O
hundreds /ˈhʌn.drəd/ = USER: εκατοντάδες, εκατοντάδων, τις εκατοντάδες

GT GD C H L M O
hunt /hʌnt/ = NOUN: κυνήγι; VERB: κυνηγώ; USER: κυνήγι, πρόλαβε, κυνηγιού, κυνηγούν, το κυνήγι

GT GD C H L M O
husband /ˈhʌz.bənd/ = NOUN: σύζυγος, σύζυγος άνδρας; VERB: διαχειρίζομαι; USER: σύζυγος, σύζυγο, σύζυγός, σύζυγό, ο σύζυγός

GT GD C H L M O
hybrid /ˈhaɪ.brɪd/ = NOUN: υβρίδιο, μικτογενής, μιγάς; USER: υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδική

GT GD C H L M O
hygiene /ˈhaɪ.dʒiːn/ = NOUN: υγιεινή; USER: υγιεινή, υγιεινής, την υγιεινή, υγιεινή των, την υγιεινή των

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
ict /ˌaɪ.siːˈtiː/ = USER: ict, ΤΠΕ, των ΤΠΕ, τηλεματικες, τις ΤΠΕ

GT GD C H L M O
id /ɪd/ = ABBREVIATION: ταυτότητα; USER: ταυτότητα, id, Αριθμός, Κωδικός, ταυτότητας

GT GD C H L M O
ideation /ˌaɪdiˈeɪʃən/ = USER: ιδεασμό, ιδεασμός, ιδεασμού, αυτοκτονίας,

GT GD C H L M O
identity /aɪˈden.tɪ.ti/ = NOUN: ταυτότητα, ταυτότης; USER: ταυτότητα, ταυτότητας, ταυτότητά, την ταυτότητα, την ταυτότητά

GT GD C H L M O
illusion /ɪˈluː.ʒən/ = NOUN: ψευδαίσθηση, αυταπάτη, παραίσθηση; USER: ψευδαίσθηση, αυταπάτη, παραίσθηση, ψευδαίσθησης, πλάνη

GT GD C H L M O
illustration /ˌɪl.əˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: εικόνα, επεξήγηση, εικονογραφία, εικών; USER: εικόνα, επεξήγηση, εικονογράφηση, απεικονίσεων, απεικόνιση

GT GD C H L M O
illustrations /ˌɪl.əˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: εικόνα, επεξήγηση, εικονογραφία, εικών; USER: εικονογραφήσεις, απεικονίσεις, εικόνες, εικονογραφήσεων, εικονογράφηση

GT GD C H L M O
illustrator /ˈiləˌstrātər/ = NOUN: εικονογράφος; USER: εικονογράφος, Illustrator, εικονογράφηση, εικονογράφο, το Illustrator

GT GD C H L M O
imagery /ˈɪm.ɪ.dʒər.i/ = NOUN: εικόνες; USER: εικόνες, εικόνων, απεικόνιση, καλολογικά, καλολογικά στοιχεία

GT GD C H L M O
immersive /ɪˈmɜːs/ = USER: immersive, καθηλωτική, συναρπαστικότερα, καθηλωτικό, συναρπαστική

GT GD C H L M O
impact /imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση; VERB: προσκρούω, εμπήγω; USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο

GT GD C H L M O
impending /ɪmˈpen.dɪŋ/ = ADJECTIVE: επικείμενος; USER: επικείμενος, επικείμενη, επικείμενης, την επικείμενη, επικείμενες

GT GD C H L M O
imperative /ɪmˈper.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: επιτακτικός, προστακτικός; NOUN: προστακτική έγγλισις, προστακτική έγκλιση; USER: επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό

GT GD C H L M O
imperatives /ɪmˈper.ə.tɪv/ = NOUN: προστακτική έγγλισις, προστακτική έγκλιση; USER: επιταγές, επιταγών, επιτακτικές, επιτακτικές ανάγκες, επιταγές της

GT GD C H L M O
implemented /ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμοστεί, εφαρμόζονται, υλοποιηθεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή

GT GD C H L M O
importance /ɪmˈpɔː.təns/ = NOUN: σπουδαιότητα, σπουδαιότης; USER: σπουδαιότητα, σημασία, σημασίας, σημαντικό, σημασία που, σημασία που

GT GD C H L M O
improve /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει

GT GD C H L M O
improving /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτίωση, τη βελτίωση, βελτίωση της, τη βελτίωση της, βελτιώνοντας

GT GD C H L M O
improvisation /ˌɪm.prə.vaɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: αυτοσχεδίαση; USER: αυτοσχεδιασμός, αυτοσχεδιασμό, αυτοσχεδιασμού, τον αυτοσχεδιασμό

GT GD C H L M O
improvisational = USER: αυτοσχε'ιαστική, αυτοσχε'ιαστικό, αυτοσχε'ιασμό, αυτοσχε'ιαστικές, αυτοσχε'ιασμού,

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
inc /ɪŋk/ = USER: inc, Φ.Π.Α., με Φ.Π.Α., βαρών, περ.

GT GD C H L M O
included /ɪnˈkluːd/ = ADJECTIVE: συμπεριλαμβανομένος; USER: περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριληφθούν, που περιλαμβάνονται

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
incorporated /inˈkôrpəˌrātid/ = ADJECTIVE: συσσωματωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματώνεται, ενσωματώνονται, ενσωματώθηκαν, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
increase /ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση; VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν

GT GD C H L M O
increasingly /ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο; USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και

GT GD C H L M O
independent /ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος; USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες

GT GD C H L M O
indianapolis = USER: Indianapolis, Ιντιανάπολις, Ινδιανάπολη, τοποθεσία Ιντιανάπολις, προορισμό Ιντιανάπολις

GT GD C H L M O
indigo /ˈindəˌɡō/ = NOUN: ινδικό, λουλάκι; USER: λουλάκι, λουλακί, ίντιγκο, indigo, ινδικοκαρμίνιο,

GT GD C H L M O
industrial /ɪnˈdʌs.tri.əl/ = ADJECTIVE: βιομηχανικός; USER: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικής, βιομηχανικών, βιομηχανικές

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
infantile /ˈɪn.fən.taɪl/ = ADJECTIVE: νηπιακός, παιδικός, νηπιώδης; USER: νηπιακός, παιδικός, βρεφική, παιδική, παιδικής

GT GD C H L M O
influential /ˌinflo͞oˈenCHəl/ = ADJECTIVE: με επιρροή, ισχυρός, σημαίνων; USER: με επιρροή, ισχυρός, επιρροή, σημαίνοντες, ισχυρό

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
initiated /ɪˈnɪʃ.i.eɪt/ = VERB: μυώ, εισάγω; USER: κίνησε, ξεκίνησε, άρχισε, ξεκινήσει, κινήθηκε

GT GD C H L M O
initiative /ɪˈnɪʃ.ə.tɪv/ = NOUN: πρωτοβουλία; USER: πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για

GT GD C H L M O
initiatives /ɪˈnɪʃ.ə.tɪv/ = NOUN: πρωτοβουλία; USER: πρωτοβουλίες, πρωτοβουλιών, τις πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες που, πρωτοβουλίες για

GT GD C H L M O
initiator = NOUN: μυητής, εισάγων εις τα μυστήρια; USER: εκκινητή, εμπνευστής, ενάρξεως, εκκινητής, διεγέρτη

GT GD C H L M O
initiatory = ADJECTIVE: μυητικός, αρχικός, εισαγωγικός; USER: μυητικός, αρχικός, εισαγωγικός, μυητικοί, μυητικό

GT GD C H L M O
innovation /ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση; USER: καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία

GT GD C H L M O
innovative /ˈɪn.ə.və.tɪv/ = USER: καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμων, καινοτόμο, καινοτόμος

GT GD C H L M O
innovator /ˈɪn.ə.veɪt/ = NOUN: νεωτεριστής; USER: νεωτεριστής, καινοτόμος, πρωτοπόρος, καινοτόμο, πρωτότυπο

GT GD C H L M O
inspire /ɪnˈspaɪər/ = VERB: εμπνέω; USER: εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνεύσουν, εμπνέει, να εμπνεύσει

GT GD C H L M O
inspired /ɪnˈspaɪəd/ = ADJECTIVE: εμπνευσμένος; USER: εμπνευσμένος, εμπνευσμένο, εμπνευσμένη, ενέπνευσε, εμπνευσμένα

GT GD C H L M O
installation /ˌɪn.stəˈleɪ.ʃən/ = NOUN: εγκατάσταση, εγκαθίδρυση; USER: εγκατάσταση, εγκατάστασης, τοποθέτηση, την εγκατάσταση, εγκατάσταση του

GT GD C H L M O
installed /ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω; USER: εγκατεστημένο, εγκατασταθεί, εγκατεστημένα, εγκαταστήσει, εγκατεστημένη

GT GD C H L M O
institute /ˈɪn.stɪ.tjuːt/ = NOUN: ινστιτούτο, ίδρυμα, εκπαιδευτήριο; VERB: συνιστώ, εισάγω, θεσπίζω; USER: ινστιτούτο, ίδρυμα, Ινστιτούτου, Institute, ιδρύματος

GT GD C H L M O
institution /ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən/ = NOUN: ίδρυμα, θεσμός, σύσταση, κατάστημα; USER: ίδρυμα, θεσμός, όργανο, φορέα, ιδρύματος

GT GD C H L M O
institutions /ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən/ = NOUN: ίδρυμα, θεσμός, σύσταση, κατάστημα; USER: ιδρύματα, θεσμικών οργάνων, ιδρυμάτων, όργανα, θεσμών

GT GD C H L M O
instructor /ɪnˈstrʌk.tər/ = NOUN: εκπαιδευτής, καθοδηγητής, διδάσκαλος; USER: εκπαιδευτής, εκπαιδευτή, εκπαιδευτικός, δάσκαλος, εκπαιδευτικό

GT GD C H L M O
int = USER: int, Μεσαίος, Ιηί, Διεθνές, Διεθνή

GT GD C H L M O
integrated /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
integrating /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω; USER: ενσωμάτωση, ενσωματώνοντας, ενσωμάτωσης, την ενσωμάτωση, ένταξη

GT GD C H L M O
integrative /-ˌgrātiv/ = USER: ενοποιητική, ενοποιητικές, ολοκληρωμένη, ενσωμάτωσης, ολοκλήρωσης

GT GD C H L M O
intelligence /inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση; USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών

GT GD C H L M O
intelligent /inˈtelijənt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, νοήμων; USER: έξυπνος, νοήμων, ευφυή, έξυπνη, ευφυής

GT GD C H L M O
inter /ɪnˈtɜːr/ = VERB: θάπτω, ενταφιάζω; USER: μεταξύ, μεταξύ των, εταξύ

GT GD C H L M O
interacting /ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία; USER: αλληλεπιδρώντας, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδρούν, αλληλεπίδρασης, αλληλεπιδρά

GT GD C H L M O
interaction /ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση; USER: αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, διάδραση, αλληλεπιδράσεων

GT GD C H L M O
interactions /ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση; USER: αλληλεπιδράσεις, αλληλεπιδράσεων, αλληλεπίδρασης, αλληλεπίδραση, τις αλληλεπιδράσεις

GT GD C H L M O
interactive /ˌintərˈaktiv/ = ADJECTIVE: αλληλεπιδραστικός; USER: διαδραστικό, διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικών, διαδραστικών

GT GD C H L M O
interface /ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης

GT GD C H L M O
interfaces /ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: διεπαφές, διασυνδέσεις, διεπαφών, interfaces, διασυνδέσεων

GT GD C H L M O
interim /ˈɪn.tər.ɪm/ = ADJECTIVE: προσωρινός; NOUN: ενδιάμεσο διάστημα, το μεταξύ; USER: προσωρινός, ενδιάμεση, ενδιάμεσης, ασφαλιστικών, ενδιάμεσες

GT GD C H L M O
international /ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής; USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών

GT GD C H L M O
interpretation /ɪnˌtɜː.prɪˈteɪ.ʃən/ = NOUN: ερμηνεία, εξήγηση; USER: ερμηνεία, ερμηνείας, την ερμηνεία, διερμηνεία, διερμηνείας

GT GD C H L M O
interstices

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
invented /ɪnˈvent/ = VERB: εφευρίσκω, επινοώ; USER: εφευρέθηκε, εφηύρε, εφεύρει, επινόησε, εφευρεθεί

GT GD C H L M O
invention /ɪnˈven.ʃən/ = NOUN: εφεύρεση; USER: εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, ευρεσιτεχνία

GT GD C H L M O
inventions /ɪnˈven.ʃən/ = NOUN: εφεύρεση; USER: εφευρέσεις, εφευρέσεων, εφευρέσεων που, εφευρέσεις που, τις εφευρέσεις

GT GD C H L M O
invest /ɪnˈvest/ = VERB: επενδύω, ενδύω, τοποθετώ, τοποθετώ χρήματα, περιβάλλω, περικυκλώ; USER: επενδύσεις, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύσει, επενδύει

GT GD C H L M O
investigate /inˈvestiˌgāt/ = VERB: ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω; USER: διερευνήσει, ερευνήσει, διερεύνηση, τη διερεύνηση, διερευνηθεί

GT GD C H L M O
investigating /inˈvestiˌgāt/ = VERB: ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω; USER: διερεύνηση, διερεύνησης, τη διερεύνηση, ερευνά, διερευνά

GT GD C H L M O
investigation /ɪnˌves.tɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο; USER: έρευνα, έρευνας, διερεύνηση, της έρευνας, διερεύνησης

GT GD C H L M O
investment /ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία; USER: επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, των επενδύσεων, επένδυσης

GT GD C H L M O
investments /ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία; USER: επενδύσεις, επενδύσεων, τις επενδύσεις, οι επενδύσεις, των επενδύσεων

GT GD C H L M O
invited /ɪnˈvaɪt/ = ADJECTIVE: καλεσμένος; USER: κάλεσε, προσκληθεί, καλείται, καλούνται, κληθούν

GT GD C H L M O
invitees

GT GD C H L M O
involved /ɪnˈvɒlvd/ = ADJECTIVE: εμπλεγμένος, περίπλοκος; USER: συμμετέχουν, που συμμετέχουν, εμπλέκονται, που εμπλέκονται, συμμετέχει

GT GD C H L M O
involving /ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω; USER: με τη συμμετοχή, συμμετοχή, τη συμμετοχή, αφορούν, που αφορούν

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
island /ˈaɪ.lənd/ = NOUN: νησί, νήσος; USER: νησί, νήσος, νησιού, νήσου, νησιωτικές

GT GD C H L M O
islands /ˈaɪ.lənd/ = NOUN: νησί, νήσος; USER: νησιά, νησιών, τα νησιά, νησιά του, Νήσοι

GT GD C H L M O
issue /ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος; VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ; USER: έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης

GT GD C H L M O
issued /ˈɪʃ.uː/ = ADJECTIVE: εκδοθείς; USER: εκδίδεται, εκδοθεί, εκδίδονται, που εκδίδονται, εξέδωσε

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
italian /ɪˈtæl.jən/ = NOUN: ιταλικά, Ιταλός; ADJECTIVE: ιταλικός; USER: ιταλικά, Ιταλός, ιταλικός, italian, ιταλική

GT GD C H L M O
itf = USER: ITF, ΙΤΡ, η ITF, της ITF, την ITF,

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
j /dʒeɪ/ = USER: ι, j, ϋ,

GT GD C H L M O
january /ˈdʒæn.jʊ.ri/ = NOUN: Ιανουάριος, Γενάρης; USER: Ιανουάριος, Γενάρης, Ιαν., Ιανουάριο, Γενάρη

GT GD C H L M O
jazz /dʒæz/ = NOUN: τζαζ, ζωηρά ιδιόρρυθμος μουσική; ADJECTIVE: τζαζ; VERB: ζωηρεύω; USER: τζαζ, Jazz, μουσική τζαζ, της τζαζ, με μουσική τζαζ

GT GD C H L M O
jet /dʒet/ = NOUN: αεριωθούμενο, πίδακας, γαγάτης, τζέτ, αεριοθούμενο αεροπλάνο, φωτοβολίδα, πύραυλος, μαύρο γυαλί; VERB: αναβλύζω, εκτοξεύω, εκρέω, εκπηδώ; ADJECTIVE: κρουνός; USER: αεριωθούμενο, πίδακας, jet, τζετ, εκτόξευση

GT GD C H L M O
jong /ˌmɑːˈdʒɒŋ/ = USER: Jong, Γιονγκ

GT GD C H L M O
journal /ˈdʒɜː.nəl/ = NOUN: εφημερίδα, ημερολόγιο, οδοιπορία, στροφέας άξονα, ημερολόγιο διάφορων πράξεων; USER: εφημερίδα, ημερολόγιο, περιοδικό, Εφημερίδα αριθ., περιοδικού

GT GD C H L M O
journals /ˈdʒɜː.nəl/ = NOUN: εφημερίδα, ημερολόγιο, οδοιπορία, στροφέας άξονα, ημερολόγιο διάφορων πράξεων; USER: περιοδικά, περιοδικών, επιστημονικά περιοδικά, εφημερίδες

GT GD C H L M O
jpl = USER: JPL, του JPL, δικαιοσύνης και ειρήνης νομοθεσίας, το JPL, λόγω νομοθεσίας,

GT GD C H L M O
jules = USER: Jules, Ζυλ, τον Jules, Ο Jules

GT GD C H L M O
july /dʒʊˈlaɪ/ = NOUN: Ιούλιος, Αλωνάρης; USER: Ιούλιος, Ιουλ., Ιούλ., Ιούλη, Ιουλ

GT GD C H L M O
june /dʒuːn/ = NOUN: Ιούνιος; USER: Ιούνιος, Ιουν., Ιούν., Ιούνη, Ιουν, Ιουν

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
juxtapose /ˌdʒʌk.stəˈpəʊz/ = VERB: αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω; USER: αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλει, αντιπαραθέτουμε, αντιπαρατεθεί, αντιπαρατεθεί με

GT GD C H L M O
k = ABBREVIATION: μεγάλο; USER: l, ιβ, αριθ. L, Ι, λίτρο

GT GD C H L M O
keens

GT GD C H L M O
kent /ken/ = USER: kent, Κεντ

GT GD C H L M O
kern /kərn/ = NOUN: εξοχή τυπογραφικού στοιχείου από το σώμα του γράμματος; USER: εξοχή τυπογραφικού στοιχείου από το σώμα του γράμματος, Kern, πύκνωση, εφαρμοστεί πύκνωση, πύκνωση ζεύγους

GT GD C H L M O
keynote /ˈkiː.nəʊt/ = NOUN: νότα μουσικής, βασικός τόνος; USER: νότα μουσικής, βασικός τόνος, ομιλία, εναρκτήρια, εναρκτήρια ομιλία

GT GD C H L M O
kinetic /kɪˈnet.ɪk/ = ADJECTIVE: κινητικός; USER: κινητικός, κινητική, κινητικής, κινητικές, κινητικών

GT GD C H L M O
kitchenware /ˈkɪtʃ.ən.weər/ = NOUN: μαγειρικά σκεύη; USER: μαγειρικά σκεύη, κουζινικά σκεύη, μαγειρικά, κουζινικά, Κουζινικά σκεύη Μπάνιο,

GT GD C H L M O
knight /naɪt/ = NOUN: ιππότης, άλογο σκάκιου; USER: ιππότης, ιππότη, knight, ιπποτών, ιππέα

GT GD C H L M O
kristen = USER: Kristen, Κρίστεν, Ο Kristen, του Kristen, τον Kristen,

GT GD C H L M O
l = ABBREVIATION: μεγάλο; USER: μεγάλο, l,

GT GD C H L M O
lab /læb/ = NOUN: εργαστήριο; USER: εργαστήριο, Lab, εργαστηρίου, εργαστηριακές, εργαστήριό

GT GD C H L M O
labelled /ˈleɪ.bəl/ = VERB: επιγράφω, σημειώ, σημειώνω; USER: επισημαίνονται, χαρακτηρισμένα, επισημανθεί, ετικέτα, επισήμανση

GT GD C H L M O
laboratories /ˈlabrəˌtôrē/ = NOUN: εργαστήριο; USER: εργαστήρια, εργαστηρίων, τα εργαστήρια, εργαστήρια που, εργαστηρίων που

GT GD C H L M O
laboratory /ˈlabrəˌtôrē/ = NOUN: εργαστήριο; USER: εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστηριακές, εργαστηριακών, εργαστηριακή

GT GD C H L M O
labs /læb/ = NOUN: εργαστήριο; USER: εργαστήρια, labs, εργαστηρίων, τα εργαστήρια, εργαστήριο

GT GD C H L M O
labyrinth /ˈlæb.ə.rɪnθ/ = NOUN: λαβύρινθος; USER: λαβύρινθος, λαβύρινθο, λαβυρίνθου, του λαβυρίνθου, λαβύρινθου

GT GD C H L M O
labyrinthine /ˌlabəˈrinˌTHēn,-ˈrinTHin,-ˈrinˌTHīn/ = ADJECTIVE: λαβυρινθώδης; USER: λαβυρινθώδης, δαιδαλώδη, δαιδαλώδεις, δαιδαλώδες, λαβυρινθώδεις

GT GD C H L M O
lagoon /ləˈɡuːn/ = NOUN: λιμνοθάλασσα, λίμνη; USER: λιμνοθάλασσα, λιμνοθάλασσας, λίμνη, στη λιμνοθάλασσα, lagoon

GT GD C H L M O
landscape /ˈlænd.skeɪp/ = NOUN: τοπίο; USER: τοπίο, τοπίου, θαλασσινό, το τοπίο, τοπίων

GT GD C H L M O
language /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές

GT GD C H L M O
large /lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο; ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς; USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα

GT GD C H L M O
lausanne = NOUN: Λοζάνη; USER: Λοζάνη, lausanne, Λωζάνη, Λωζάνης, Λωζάννης

GT GD C H L M O
lead /liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα; VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί

GT GD C H L M O
leader /ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής; USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής

GT GD C H L M O
leaders /ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής; USER: ηγέτες, οι ηγέτες, ηγετών, τους ηγέτες, ηγέτες της

GT GD C H L M O
leadership /ˈliː.də.ʃɪp/ = NOUN: ηγεσία, αρχηγία; USER: ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, της ηγεσίας

GT GD C H L M O
leading /ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών; NOUN: αρχηγία, οδηγία; USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν

GT GD C H L M O
leagues /liːɡ/ = NOUN: σύνδεσμος, λεύγα, λεύγη; USER: πρωταθλήματα, πρωταθλημάτων, τα πρωταθλήματα, ομίλους

GT GD C H L M O
learn /lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ; USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει

GT GD C H L M O
learned /ˈlɜː.nɪd/ = ADJECTIVE: πολυμαθής, μάθητος; USER: αντλήθηκαν, μάθει, έμαθε, έμαθαν, έμαθα, έμαθα

GT GD C H L M O
learning /ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost; USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές

GT GD C H L M O
leash /liːʃ/ = NOUN: λουρί; VERB: δένω, συνδέω, κρατώ από το λωρίον; USER: λουρί, το λουρί, λουριών, δένω

GT GD C H L M O
lecture /ˈlek.tʃər/ = NOUN: διάλεξη, παράδοση, επίπληξη, νουθεσία, διδαχή; VERB: διδάσκω, επιπλήττω, δίδω διάλεξη; USER: διάλεξη, διαλέξεις, διάλεξη με, μιλήσει, διδακτικό

GT GD C H L M O
lecturer /ˈlek.tʃər.ər/ = NOUN: λέκτορας, ομιλητής, υφηγητής; USER: λέκτορας, ομιλητής, καθηγητής, διδάσκοντος, καθηγητή

GT GD C H L M O
lectures /ˈlek.tʃər/ = NOUN: διάλεξη, παράδοση, επίπληξη, νουθεσία, διδαχή; USER: διαλέξεις, διαλέξεων, ομιλίες, μαθήματα

GT GD C H L M O
led /led/ = VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδήγησε, οδήγησαν, υπό την ηγεσία, επικεφαλής, οδηγήσει

GT GD C H L M O
lee /liː/ = ADJECTIVE: υπήνεμος; NOUN: υπήνεμο μέρος, καταφύγιο; USER: lee, Λι, υπήνεμη, ο Lee, απάνεμο

GT GD C H L M O
legal /ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος; USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές

GT GD C H L M O
legs /leg/ = NOUN: πόδι, σκέλος, κνήμη, γάμπα; USER: πόδια, τα πόδια, ποδιών, σκέλη, στα πόδια

GT GD C H L M O
length /leŋθ/ = NOUN: μήκος, διάρκεια; USER: μήκος, διάρκεια, μήκους, το μήκος, μήκος της

GT GD C H L M O
less /les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα; ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων; USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο

GT GD C H L M O
licenses /ˈlaɪ.səns/ = NOUN: άδεια, επαγγελματική άδεια, υπερβολική ελευθερία, υπερβολική ελευθερεία; USER: άδειες, αδειών, πιστοποιητικά, πιστοποιητικών, τις άδειες

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
lifelike /ˈlaɪf.laɪk/ = ADJECTIVE: όμοιος με ζωντανό; USER: όμοιος με ζωντανό, ζωντανές, ζωντανά, ζωντανή, ζωντανό

GT GD C H L M O
light /laɪt/ = NOUN: φως, φανός, φωτιά, σέλας; ADJECTIVE: ελαφρός, φωτεινός, ανοικτός, ανάλαφρος; VERB: φωτίζω, ανάπτω, καταβαίνω; USER: φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση

GT GD C H L M O
lighting /ˈlaɪ.tɪŋ/ = NOUN: φωτισμός, άναμμα; USER: φωτισμός, φωτισμού, φωτισμό, φωτιστικά, διατάξεων φωτισμού

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
likened /ˈlīkən/ = VERB: παρομοιάζω; USER: παρομοιαστεί, παρομοίασε, παρομοιάζεται, παρομοιάσει, παρομοιαστεί με,

GT GD C H L M O
likeness /ˈlaɪk.nəs/ = NOUN: ομοιότητα, ομοιότης; USER: ομοιότητα, ομοίωση, ομοίωμα, ομοιότητας

GT GD C H L M O
liminal

GT GD C H L M O
linear /ˈlɪn.i.ər/ = ADJECTIVE: γραμμικός, επιμήκης; USER: γραμμικός, γραμμική, γραμμικό, γραμμικής, γραμμικές

GT GD C H L M O
lingual /ˌmʌltiˈlɪŋgwəl/ = ADJECTIVE: γλωσσικός; USER: γλωσσικός, γλωσσική, γλωσσικό, γλωσσικά, γλωσσικές

GT GD C H L M O
lists /lɪst/ = NOUN: παλαίστρα, κονίστρα, τόπος αγώνων; USER: λίστες, καταλόγους, κατάλογοι, καταλόγων, λιστών

GT GD C H L M O
literally /ˈlɪt.ər.əl.i/ = USER: κυριολεκτικά, στην κυριολεξία, κυριολεξία, γράμμα, κυριολεκτικά να

GT GD C H L M O
live /lɪv/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω; ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, ζωηρός; USER: ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει, ζει

GT GD C H L M O
living /ˈlɪv.ɪŋ/ = NOUN: ζωή, προς το ζήν; ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, έμβιος; USER: ζωή, ζουν, διαβίωσης, που ζουν, ζωής

GT GD C H L M O
loaning /ləʊn/ = VERB: 'ανείζω; USER: Δανεισμός, 'ανεισμού,

GT GD C H L M O
long /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος; VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ; ADVERB: επί μάκρον; USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη

GT GD C H L M O
longer /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος; ADVERB: περισσότερα, μακρότερα; USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
lorentz = USER: Lorentz, Λόρεντζ, του Lorentz, αναλλοίωτου Lorentz

GT GD C H L M O
los /ˈlaɪ.ləʊ/ = USER: los, Λος, ομάδα los, τοποθεσία Λος, προορισμό Λος

GT GD C H L M O
loss /lɒs/ = NOUN: απώλεια, ζημιά, χάσιμο, πτώση, χαμός, χασούρα; USER: απώλεια, ζημιά, απώλειας, ζημία, την απώλεια

GT GD C H L M O
ltd = USER: ltd, Λτδ, ΕΠΕ, Ε.Π.Ε., Ε.Π.Ε.

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
ma /mɑː/ = USER: ma, Μασαχουσέτη, ΜΑ, Μ.Α., μάνα

GT GD C H L M O
machina /ˌdeɪ.əs eks ˈmæk.ɪ.nə/ = USER: μηχανής, machina, από μηχανής,

GT GD C H L M O
machine /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων

GT GD C H L M O
machined /məˈʃiːn/ = USER: μηχανικά, κατεργασία, μηχανική, επεξεργασμένα, κατασκευαστεί

GT GD C H L M O
machines /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων

GT GD C H L M O
machining /məˈʃiːn/ = USER: μηχανική κατεργασία, κατεργασία, μεταλλοτεχνίας, μηχανική, κατεργασίας

GT GD C H L M O
macho /ˈmætʃ.əʊ/ = USER: macho, μάτσο, μαχητική, φαλλοκρατών, φαλλοκράτης

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
magazine /ˌmæɡ.əˈziːn/ = NOUN: περιοδικό; USER: περιοδικό, περιοδικού, περιοδικών, το περιοδικό, γεμιστήρα

GT GD C H L M O
magnetism /ˈmagnəˌtizəm/ = NOUN: μαγνητισμός; USER: μαγνητισμός, μαγνητισμό, μαγνητισμού, το μαγνητισμό, ο μαγνητισμός

GT GD C H L M O
maintained /mānˈtān/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι; USER: διατηρηθεί, διατηρείται, διατηρηθούν, διατηρούνται, διατήρησε

GT GD C H L M O
maintenance /ˈmeɪn.tɪ.nəns/ = NOUN: συντήρηση, διατήρηση, τήρηση, υποστήριξη; USER: συντήρηση, διατήρηση, συντήρησης, τη συντήρηση, διατροφής

GT GD C H L M O
makers /ˈmeɪ.kər/ = NOUN: κατασκευαστής, δημιουργός, ποιητής, κάνων; USER: κατασκευαστές, διαμορφωτές, ιθύνοντες, φορείς χάραξης, υπεύθυνους χάραξης

GT GD C H L M O
male /meɪl/ = ADJECTIVE: αρσενικός; NOUN: άρρεν; USER: αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, άνδρες, αρσενικά

GT GD C H L M O
man /mæn/ = NOUN: άνθρωπος, άνδρας, ανήρ; VERB: επανδρώνω, εφοδιάζω με άνδρες, επανδρώ; USER: άνθρωπος, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ανθρώπου, ανθρώπου

GT GD C H L M O
managed /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων

GT GD C H L M O
manager /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ

GT GD C H L M O
managing /ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των

GT GD C H L M O
mandarin /ˈmæn.dər.ɪn/ = NOUN: μανταρίνι, μανδαρίνι; ADJECTIVE: μανδαρίνος; USER: μανταρίνι, Mandarin, μανταρινιού, μανταρινιών, μανταρινιές

GT GD C H L M O
manhood /ˈmæn.hʊd/ = NOUN: ανδρική ηλικία, ανδρισμός, ανδρότης, ανδρότητα; USER: ανδρική ηλικία, ανδρισμός, ανδρισμό, ανδρισμού, έφηβος

GT GD C H L M O
manufacturing /ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση; USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
maquette

GT GD C H L M O
maquettes

GT GD C H L M O
march /mɑːtʃ/ = NOUN: πορεία, εμβατήριο, βάδισμα, οδοιπορία, σύνορο; VERB: βαδίζω, πορεύομαι; USER: πορεία, Μάρτιος, εμβατήριο, βαδίζω, Μαρτίου

GT GD C H L M O
mardi /ˌmɑː.di ˈɡrɑː/ = USER: Mardi, απόκριες, το Mardi, του Mardi, πάρτι για την καθαρή,

GT GD C H L M O
maris /ˈmɑːriː/ = USER: maris, των maris, Μαρής, Μάρις,

GT GD C H L M O
mark = NOUN: σημάδι, σημείο, βαθμός, μάρκο, στόχος, σκοπός, μάρκο γερμανίας, σημαντήρας; VERB: σημειώνω, μαρκάρω; USER: σήμα, το σήμα, σήματος, σήμανση, σημάδι,

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
markets /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορές, αγορών, τις αγορές, των αγορών

GT GD C H L M O
marlins = NOUN: είδος μεγάλου ψαριού; USER: μάρλιν, marlins, Marlins της, των marlins,

GT GD C H L M O
mass /mæs/ = NOUN: μάζα, όγκος, λειτουργία, σύνολο, θεία λειτουργία, σωρός; VERB: μαζεύω, συσσωρεύω; USER: μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, βάρος

GT GD C H L M O
material /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; ADJECTIVE: ουσιώδης, υλικός, σημαντικός; USER: υλικό, ύλη, υλικού, υλικών, υλικά

GT GD C H L M O
materials /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών

GT GD C H L M O
math /ˌmæθˈmæt.ɪks/ = USER: math-abbreviation, math; USER: μαθηματικά, μαθηματικών, τα μαθηματικά, math, μαθηματικό

GT GD C H L M O
mathews = USER: Mathews, Μάθιους"

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
maya = USER: maya, Μάγια, Μάγιας

GT GD C H L M O
meaning /mēn/ = NOUN: έννοια, νόημα; USER: έννοια, νόημα, την έννοια, σημαίνει, που σημαίνει

GT GD C H L M O
mechanical /məˈkæn.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: μηχανικός; USER: μηχανικός, μηχανική, μηχανικές, μηχανικά, μηχανικό, μηχανικό

GT GD C H L M O
mechanisms /ˈmek.ə.nɪ.zəm/ = NOUN: μηχανισμός; USER: μηχανισμούς, μηχανισμοί, μηχανισμών, τους μηχανισμούς, των μηχανισμών, των μηχανισμών

GT GD C H L M O
media /ˈmiː.di.ə/ = NOUN: μέσα ενημέρωσης; USER: μέσα ενημέρωσης, μέσα, μέσων, μέσων ενημέρωσης, media

GT GD C H L M O
medical /ˈmed.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ιατρικός, υγειονομικός; USER: ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικών, ιατρικής

GT GD C H L M O
meeting /ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα; USER: συνάντηση, συνεδρίαση, συνεδρίασης, σύσκεψη, συνεδρίασή, συνεδρίασή

GT GD C H L M O
meetings /ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα; USER: συναντήσεις, συνεδριάσεις, συνεδριάσεων, συναντήσεων, συσκέψεις

GT GD C H L M O
member /ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος; USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών

GT GD C H L M O
members /ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος; USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του

GT GD C H L M O
memberships /ˈmembəʃɪp/ = NOUN: μέλη, ιδιότητα του μέλους, συναδελφότητα, συναδελφότης; USER: συνδρομές, Συμμετοχές σε, ιδιότητες μέλους, συνδρομές σε, ιδιότητα μέλους

GT GD C H L M O
menlo = USER: Menlo, Μένλο

GT GD C H L M O
mentored /ˈmɛntɔː/ = USER: μέντορας, μέντοράς, mentored, καθοδηγούνται, μέντορα

GT GD C H L M O
merit /ˈmer.ɪt/ = NOUN: αξία, προτέρημα, ποσό; VERB: αξίζω; USER: αξίζουν, χρήζουν, αξίζει, αξίζει να, δικαιολογούν

GT GD C H L M O
meritorious /ˈmeriˌtôrēəs/ = ADJECTIVE: άξιος, αξιέπαινος, αξιόλογος; USER: άξιος, αξιέπαινος, αξιόλογος, άξια, αξιέπαινο

GT GD C H L M O
mermaid /ˈmɜː.meɪd/ = NOUN: γοργόνα, σειρήνα, νεράιδα; USER: γοργόνα, Mermaid, γοργόνας, γοργόνων

GT GD C H L M O
methods /ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα; USER: μεθόδους, μέθοδοι, μεθόδων, τις μεθόδους, μεθόδους που

GT GD C H L M O
miles /maɪl/ = NOUN: μίλι, μίλιο; USER: χιλιόμετρα, μίλια, χλμ, χλμ., μιλίων

GT GD C H L M O
military /ˈmɪl.ɪ.tər.i/ = ADJECTIVE: στρατιωτικός; USER: στρατιωτικός, στρατιωτική, στρατιωτικές, στρατιωτικών, στρατιωτικής

GT GD C H L M O
mind /maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια; VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω; USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε

GT GD C H L M O
minutes /ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: πρακτικά; USER: πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτά με τα

GT GD C H L M O
miracles /ˈmɪr.ɪ.kl̩/ = NOUN: θαύμα; USER: θαύματα, θαυμάτων, τα θαύματα, θαύματα που, θαύμα

GT GD C H L M O
mischief /ˈmɪs.tʃɪf/ = NOUN: κακό, σκανδαλιά, αταξία, βλάβη, ζημιά; VERB: κάνω κακό; USER: κακό, αταξία, σκανδαλιά, αταξίες, σκανταλιές

GT GD C H L M O
mixed /mɪkst/ = ADJECTIVE: μικτός, ανάμεικτος, ανάμικτος, ανομοιογενής, σύμμικτος, συμμιγής, ανάκατος; USER: μικτός, μικτή, μικτές, μικτό, μικτών

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
modern /ˈmɒd.ən/ = ADJECTIVE: σύγχρονος, μοντέρνος, νέος, νεώτερος; USER: σύγχρονος, μοντέρνος, σύγχρονη, σύγχρονες, μοντέρνα

GT GD C H L M O
monetary /ˈmʌn.ɪ.tri/ = ADJECTIVE: νομισματικός, χρηματικός; USER: νομισματικός, νομισματικής, νομισματική, νομισματικών, νομισματικά

GT GD C H L M O
money /ˈmʌn.i/ = NOUN: χρήματα, χρήμα, λεφτά, παραδάκι, παράς; USER: χρήματα, χρήμα, λεφτά, χρημάτων, τα χρήματα, τα χρήματα

GT GD C H L M O
monstrosities /mɒnˈstrɒs.ə.ti/ = NOUN: τερατούργημα, τερατωδία; USER: τερατουργήματα, τερατουργήματα που, εκτρώματα, monstrosities, τα τερατουργήματα,

GT GD C H L M O
monterey = USER: Μοντερέι, Monterey, τοποθεσία Μοντερέι, προορισμό Μοντερέι

GT GD C H L M O
months /mʌnθ/ = NOUN: μήνας; USER: μήνες, μηνών, months, μήνα

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
morning /ˈmɔː.nɪŋ/ = NOUN: πρωί, πρωία; ADJECTIVE: πρωινός; USER: πρωί, το πρωί, πρωινό, πρωινή

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
motion /ˈməʊ.ʃən/ = NOUN: κίνηση, πρόταση, κίνημα; VERB: κάνω σημείο; USER: κίνηση, πρόταση, κίνησης, πρότασης, κινήσεως

GT GD C H L M O
mounted /ˈmaʊn.tɪd/ = ADJECTIVE: έφιππος; USER: τοποθετημένο, τοποθετημένη, τοποθετημένα, τοποθετηθεί, τοποθετείται

GT GD C H L M O
movement /ˈmuːv.mənt/ = NOUN: κίνηση, κίνημα, μετακίνηση, κίνηση λογαριασμού; USER: κίνημα, κίνηση, μετακίνηση, κυκλοφορία, κυκλοφορίας

GT GD C H L M O
moves /muːv/ = NOUN: κίνηση; VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ; USER: κινήσεις, κινείται, μετακινείται, κινήσεων, τις κινήσεις

GT GD C H L M O
mtv /ˌem.tiːˈviː/ = USER: mtv, το MTV, του MTV, της MTV

GT GD C H L M O
mud /mʌd/ = NOUN: λάσπη, βόρβορος, πηλός, βούρκος; USER: λάσπη, λάσπης, ιλύος, τη λάσπη, λάσπες

GT GD C H L M O
multimodal /ˈməltiˌmōd,ˈməltī-/ = USER: πολυτροπικές, πολυτροπικών, πολυτροπική, πολυτροπικού, τις πολυτροπικές,

GT GD C H L M O
muscle /ˈmʌs.l̩/ = NOUN: μυς, μυώνας, μυς του σώματος, κογχύλιο; USER: μυς, μυών, των μυών, μυ, μυϊκή

GT GD C H L M O
muscles /ˈmʌs.l̩/ = NOUN: μυς, μυώνας, μυς του σώματος, κογχύλιο; USER: μύες, μυς, μυών, τους μυς, οι μύες

GT GD C H L M O
museum /mjuːˈziː.əm/ = NOUN: μουσείο; USER: μουσείο, Museum, μουσείου, μουσείων, μουσεία, μουσεία

GT GD C H L M O
museums /mjuːˈziː.əm/ = NOUN: μουσείο; USER: μουσεία, μουσείων, τα μουσεία, Μουσεία για

GT GD C H L M O
music /ˈmjuː.zɪk/ = NOUN: μουσική; USER: μουσική, μουσικής, τη μουσική, μουσικά, μουσικού

GT GD C H L M O
musician /mjuːˈzɪʃ.ən/ = USER: μουσικός, μουσικό, μουσικού

GT GD C H L M O
mutual /ˈmjuː.tʃu.əl/ = ADJECTIVE: αμοιβαίος, κοινός; USER: αμοιβαίας, αμοιβαία, αμοιβαίου, αμοιβαίων, αμοιβαίο

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
myself /maɪˈself/ = PRONOUN: εγώ ο ίδιος; USER: εγώ ο ίδιος, εαυτό μου, τον εαυτό μου, ίδιος, ο ίδιος

GT GD C H L M O
mythical /ˈmɪθ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: μυθικός, μυθώδης; USER: μυθικός, μυθικό, μυθική, μυθικού, μυθικά

GT GD C H L M O
n /en/ = USER: n, ν, η, κ, Β

GT GD C H L M O
name /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα

GT GD C H L M O
nanyang = USER: Nanyang, Νανγιάνγκ, Nanyang της,

GT GD C H L M O
narrative /ˈnær.ə.tɪv/ = NOUN: αφήγημα, διήγημα; ADJECTIVE: αφηγηματικός, διηγηματικός; USER: αφήγημα, αφηγηματικός, διήγημα, αφήγηση, αφήγησης

GT GD C H L M O
nasa /ˈnæs.ə/ = USER: nasa, της NASA, τη NASA, η NASA, ΝΑΣΑ

GT GD C H L M O
national /ˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: εθνικός, υπήκοος; USER: εθνικός, υπήκοος, εθνικό, εθνικών, εθνικές

GT GD C H L M O
natural /ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος; USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική

GT GD C H L M O
naturalistic /ˌnaCHərəˈlistik/ = ADJECTIVE: φυσιοκρατικός, νατουραλιστικός; USER: φυσιοκρατικός, νατουραλιστικών, νατουραλιστική, νατουραλιστικό, νατουραλιστικά

GT GD C H L M O
nautili

GT GD C H L M O
nautiluses

GT GD C H L M O
navigate /ˈnæv.ɪ.ɡeɪt/ = VERB: κυβερνώ, πλέω, διαπλέω, πιλοτάρω; USER: πλοήγηση, πλοηγηθείτε, περιηγηθείτε, πλοηγηθεί, μεταβείτε

GT GD C H L M O
navigated /ˈnæv.ɪ.ɡeɪt/ = VERB: κυβερνώ, πλέω, διαπλέω, πιλοτάρω; USER: πλοήγηση, πλοηγείται, πλοηγηθούν, ναυτιλία, αεροναυτιλία

GT GD C H L M O
nearly /ˈnɪə.li/ = ADVERB: σχεδόν, πλησίον; USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν το, έφτασε, από σχεδόν

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
negotiated /nəˈɡəʊ.ʃi.eɪt/ = VERB: διαπραγματεύομαι, εμπορεύομαι, υπερπηδώ, υπερνικώ; USER: διαπραγματεύσιμη, διαπραγμάτευση, διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσεων, διαπραγματεύθηκε

GT GD C H L M O
negotiation /nəˌɡəʊ.ʃiˈeɪ.ʃən/ = NOUN: διαπραγμάτευση; USER: διαπραγμάτευση, διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσεων, διαπραγματεύσεις, των διαπραγματεύσεων

GT GD C H L M O
ness /-nəs/ = USER: ness, Νες, κότητας, τητας, τητα

GT GD C H L M O
neural /ˈnjʊə.rəl/ = ADJECTIVE: νευρικός; USER: νευρικός, νευρικών, νευρικού, νευρωνικά, νευρωνικών

GT GD C H L M O
neurological /ˌnjʊə.rəˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: νευρολογικός; USER: νευρολογικές, νευρολογική, νευρολογικά, νευρολογικών, νευρολογικής

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
newport = USER: Νιούπορτ, Newport, τοποθεσία Νιούπορτ

GT GD C H L M O
news /njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι; USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση

GT GD C H L M O
newsletter /ˈnjuːzˌlet.ər/ = NOUN: εγκύκλιος; USER: newsletter, ενημερωτικό δελτίο, ενημερωτικού δελτίου, δελτίο, ενημερωτικό

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
night /naɪt/ = NOUN: νύχτα, βράδυ, νύκτα, νυξ, βράδιά; USER: νύχτα, βράδυ, νύκτα, διανυκτέρευση, βραδιά

GT GD C H L M O
nodes /nəʊd/ = NOUN: κόμβος, όζος; USER: κόμβοι, κόμβους, κόμβων, οι κόμβοι, τους κόμβους

GT GD C H L M O
nominee /ˌnɒm.ɪˈniː/ = NOUN: υποψήφιος, προταθείς υποψήφιος, υποδειχθείς υποψήφιος; USER: υποψήφιος, υποψήφιο, υποψηφίου, υποψήφια, ορισθέντα

GT GD C H L M O
non /nɒn-/ = USER: non, non, non; USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν

GT GD C H L M O
nondestructive

GT GD C H L M O
nonlinear = USER: μη γραμμική, γραμμική, μη γραμμικές, γραμμικών, μη γραμμικών

GT GD C H L M O
nonverbal /ˌnɒnˈvɜː.bəl/ = USER: λεκτική, μη λεκτική, nonverbal, μη λεκτικής, μη λεκτικές

GT GD C H L M O
north /nɔːθ/ = ADJECTIVE: βόρειος; NOUN: βορράς, βοράς, βορεινή περιοχή; USER: βόρεια, βορρά, North, Βόρειο, βόρεια Προάστια

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
noted /ˈnəʊ.tɪd/ = ADJECTIVE: φημισμένος, διάσημος, πασίγνωστος; USER: Σημειώνεται, σημείωσε, σημειωθεί, Επισημαίνεται, επισημανθεί

GT GD C H L M O
nov /nəʊˈvem.bər/ = USER: Νοέμβριος, Νοέμβριο, Νοέμβρης, Νοέμβρη, Νοέμ

GT GD C H L M O
nova /ˈnəʊvə/ = USER: nova, Νέα, τοποθεσία Νέα, Νόβα, της nova,

GT GD C H L M O
novel /ˈnɒv.əl/ = NOUN: μυθιστόρημα, μυθιστορία; ADJECTIVE: νέος, καινοφανής; USER: μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο

GT GD C H L M O
november /nəʊˈvem.bər/ = NOUN: Νοέμβριος; USER: Νοέμβριος, Νοέμ., Νοέμβρης, Νοέμβριο, Νοέμ

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
number /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά

GT GD C H L M O
numerous /ˈnjuː.mə.rəs/ = ADJECTIVE: πολυάριθμος; USER: πολυάριθμες, πολλές, πολυάριθμα, πολλά, πολυάριθμων

GT GD C H L M O
nyc = USER: nyc, Νέα Υόρκη, Υόρκη, Νέας Υόρκης

GT GD C H L M O
o /ə/ = USER: o, Ο, ιε, Ξ, Ξ Ο

GT GD C H L M O
objects /ˈɒb.dʒɪkt/ = NOUN: αντικείμενο, σκοπός, πράγμα; VERB: αντιλέγω; USER: αντικείμενα, αντικειμένων, τα αντικείμενα, αντικείμενα που

GT GD C H L M O
obstacle /ˈɒb.stɪ.kl̩/ = NOUN: εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα; USER: εμπόδιο, κώλυμα, εμποδίου, εμπόδια, εμπόδιο για

GT GD C H L M O
occupational /ˌɒk.jəˈpeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: επαγγελματικός; USER: επαγγελματικής, επαγγελματικές, επαγγελματικά, επαγγελματική, επαγγελματικών

GT GD C H L M O
october /ɒkˈtəʊ.bər/ = NOUN: Οκτώβριος; USER: Οκτώβριος, Οκτ., Οκτώβρης, Οκτώβριο, Οκτ

GT GD C H L M O
odyssey /ˈɒd.ɪ.si/ = NOUN: οδύσσεια; USER: οδύσσεια, Odyssey, οδύσσειας, οδύσσειά, οδύσσεια του

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offered /ˈɒf.ər/ = VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφέρονται, προσφέρεται, που προσφέρονται, προσφέρει, που προσφέρει

GT GD C H L M O
officer /ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος; USER: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, διατάκτη, υπάλληλο

GT GD C H L M O
officials /əˈfɪʃ.əl/ = NOUN: επίσημος ανώτερος υπάλληλος; USER: υπάλληλοι, υπαλλήλων, υπαλλήλους, αξιωματούχοι, αξιωματούχους

GT GD C H L M O
often /ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις; USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά

GT GD C H L M O
ogden = USER: Ogden, Όγκντεν, η Ogden, το Ogden,

GT GD C H L M O
oh /əʊ/ = INTERJECTION: Αμάν!; USER: αμάν, Οχάιο, ΟΗ, oh, ω

GT GD C H L M O
olympics /əˈlɪm.pɪks/ = USER: olympics, Ολυμπιακοί Αγώνες, Ολυμπιακοί, ολυμπιακούς Αγώνες, Ολυμπιακών Αγώνων

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
ongoing /process/ = USER: συνεχιζόμενες, εξελίξει, συνεχιζόμενη, εξέλιξη, συνεχή

GT GD C H L M O
online /ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
ooze /uːz/ = NOUN: λάσπη, ιλύς, διαρροή; VERB: διαρρέω, στάζω; USER: λάσπη, ιλύς, διαρροή, διαρρέω, στάζω

GT GD C H L M O
open /ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής; VERB: ανοίγω, ανοίγομαι; USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα

GT GD C H L M O
opening /ˈəʊ.pən.ɪŋ/ = NOUN: άνοιγμα, εγκαίνια, ξάνοιγμα; USER: άνοιγμα, το άνοιγμα, ανοίγματος, άνοιγμα των, ανοίγοντας

GT GD C H L M O
openly /ˈəʊ.pən.li/ = ADVERB: φανερά; USER: φανερά, ανοιχτά, ανοικτά, πιο ανοικτά, απροκάλυπτα

GT GD C H L M O
opera /ˈɒp.ər.ə/ = NOUN: όπερα, μελόδραμα; USER: όπερα, Opera, όπερας, την όπερα, Όπερα του

GT GD C H L M O
operatic /ˌɒp.ərˈæt.ɪk/ = ADJECTIVE: μελοδραματικός; USER: μελοδραματικός, οπερατική, οπερατικά, οπερατικό, operatic,

GT GD C H L M O
operating = ADJECTIVE: λειτουργικός; USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται

GT GD C H L M O
optical /ˈɒp.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: οπτικός; USER: οπτικός, οπτική, οπτικών, οπτικό, οπτικής

GT GD C H L M O
options /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
organic /ɔːˈɡæn.ɪk/ = ADJECTIVE: οργανικός, ενόργανος; USER: οργανικός, οργανική, οργανικά, οργανικό, οργανικών

GT GD C H L M O
organizations /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργανώσεις, οργανισμούς, οργανισμών, οργανώσεων, οργανισμοί

GT GD C H L M O
organized /ˈɔː.ɡən.aɪzd/ = ADJECTIVE: οργανωμένος; USER: οργανωμένος, διοργάνωσε, οργανώνονται, διοργανώθηκε, οργάνωσε

GT GD C H L M O
organizer /ˈôrgəˌnīzər/ = NOUN: διοργανωτής, οργανωτής; USER: διοργανωτής, οργανωτής, διοργανωτή, οργανωτή, organizer

GT GD C H L M O
organizing /ˈɔː.ɡən.aɪz/ = ADJECTIVE: οργανωτικός; USER: οργάνωση, την οργάνωση, οργανώνοντας, διοργάνωση, οργανωτική

GT GD C H L M O
original /əˈrɪdʒ.ɪ.nəl/ = NOUN: πρωτότυπο; ADJECTIVE: αρχικός, πρωτότυπος, αρχέτυπος, ιδιόμορφος; USER: πρωτότυπο, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
others /ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες

GT GD C H L M O
otherwise /ˈʌð.ə.waɪz/ = ADVERB: αλλιώς, αλλιώτικα; USER: αλλιώς, διαφορετικά, άλλως, άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο

GT GD C H L M O
outlets /ˈaʊt.let/ = NOUN: έξοδος, διέξοδος, αγορά, εκροή, ηλεκτρική σύνδεση; USER: καταστήματα, καταστημάτων, πρίζες, εξόδους, σημεία

GT GD C H L M O
output /ˈaʊt.pʊt/ = NOUN: παραγωγή, απόδοση, προϊόν; USER: παραγωγή, απόδοση, προϊόν, εξόδου, παραγωγής

GT GD C H L M O
outreach /ˈaʊt.riːtʃ/ = VERB: ξεπερνώ; USER: προβολής, προεκτάσεις, προσέγγισης, προβολή, την προβολή

GT GD C H L M O
outside /ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω; ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερικό μέρος; USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική

GT GD C H L M O
outstanding /ˌaʊtˈstæn.dɪŋ/ = ADJECTIVE: εκκρεμής, εξαιρετικός, σημαντικός, διαπρεπής, ξεχωριστός; USER: εκκρεμή, εκκρεμών, εκκρεμείς, εξαιρετική, εκκρεμούν

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
p /piː/ = USER: p, π, σ, ρ, σ.

GT GD C H L M O
page /peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης; VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος; USER: σελίδα, σελίδας, τη σελίδα, της σελίδας, σελίδα του

GT GD C H L M O
pages /peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης; VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος; USER: σελίδες, σελίδων, pages, τις σελίδες, σελίδες που

GT GD C H L M O
painted /peɪnt/ = VERB: ζωγραφίζω, βάφω, χρωματίζω; USER: ζωγραφισμένα, βαμμένα, ζωγραφισμένο, βαμμένο, ζωγράφισε

GT GD C H L M O
painting /ˈpeɪn.tɪŋ/ = NOUN: ζωγραφική, πίνακας, ζωγραφιά, χρωμάτισμα, εικών, ζωγραφικός πίνακας; USER: ζωγραφική, ζωγραφικής, τη ζωγραφική, βαφή, πίνακα

GT GD C H L M O
paintings /ˈpeɪn.tɪŋ/ = NOUN: ζωγραφική, πίνακας, ζωγραφιά, χρωμάτισμα, εικών, ζωγραφικός πίνακας; USER: πίνακες, ζωγραφικής, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ζωγραφιές

GT GD C H L M O
pamela = USER: pamela, Πάμελα, η Pamela, την Pamela, χρήστη pamela

GT GD C H L M O
pan /pæn/ = NOUN: τηγάνι, ταψί, τέντζερης; VERB: τηγανίζω, καθαρίζω χρυσόν, επικρίνω; USER: τηγάνι, Παν, ταψί, Pan, λεκάνη

GT GD C H L M O
panel /ˈpæn.əl/ = NOUN: πίνακας, φάτνωμα, κατάλογος ένορκων; VERB: φατνώ, πλαισιώ; USER: πίνακας, πίνακα, πάνελ, οθόνη, επιτροπή

GT GD C H L M O
panelist /ˈpæn·əl·ɪst/ = USER: panelist, μέλος της ειδικής ομάδας, ειδικής ομάδας, δοκιμαστή, μέλος πάνελ,

GT GD C H L M O
paper /ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτί, έγγραφο, εφημερίδα, χάρτης, βίβλος; ADJECTIVE: χάρτινος; VERB: καλύπτω με χάρτη; USER: χαρτί, έγγραφο, χαρτιού, το χαρτί, εγγράφου

GT GD C H L M O
papers /ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτιά; USER: χαρτιά, έγγραφα, εγγράφων, εργασίες, τα έγγραφα

GT GD C H L M O
parade /pəˈreɪd/ = NOUN: παρέλαση; VERB: παρελαύνω, παρατάσσω; USER: παρέλαση, Parade, παρέλασης, παρελαύνουν, παρέλαση της

GT GD C H L M O
paradigm /ˈpær.ə.daɪm/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, πρότυπο, παραδείγματος, μοντέλο, παραδειγματική

GT GD C H L M O
paradise /ˈparəˌdīs/ = NOUN: παράδεισος; USER: παράδεισος, Paradise, παράδεισο, Παραντάιζ, παραδείσου

GT GD C H L M O
park /pɑːk/ = NOUN: πάρκο, παρκ, σταθμός αυτοκινήτων, δενδρόκηπος, μαραίνομαι, κήπος αναψυχής, δάσος αναψυχής; VERB: παρκάρω, σταθμεύω; USER: πάρκο, σε πάρκο, πάρκου, στάθμευσης, χώρος

GT GD C H L M O
parks /pɑːk/ = NOUN: πάρκο, παρκ, σταθμός αυτοκινήτων, δενδρόκηπος, μαραίνομαι, κήπος αναψυχής, δάσος αναψυχής; VERB: παρκάρω, σταθμεύω; USER: πάρκα, πάρκων, Δημόσια πάρκα, Parks

GT GD C H L M O
participants /pɑːˈtɪs.ɪ.pənt/ = NOUN: συμμέτοχος, μετέχων, λαμβάνων μέρος; USER: συμμετέχοντες, συμμετεχόντων, οι συμμετέχοντες, τους συμμετέχοντες, των συμμετεχόντων

GT GD C H L M O
participated /pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι; USER: συμμετείχε, συμμετείχαν, συμμετάσχει, μέρος, συμμετοχή

GT GD C H L M O
participation /pɑːˌtɪs.ɪˈpeɪ.ʃən/ = NOUN: συμμετοχή; USER: συμμετοχή, συμμετοχής, τη συμμετοχή, της συμμετοχής, η συμμετοχή

GT GD C H L M O
partnerships /ˈpɑːt.nə.ʃɪp/ = NOUN: συνεταιρισμός, ομόρρυθμη εταιρεία, συντροφιά; USER: συνεργασίες, συμπράξεις, εταιρικές σχέσεις, συνεργασιών, συμπράξεων

GT GD C H L M O
parts /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρη, ανταλλακτικά, τμήματα, εξαρτημάτων, τα μέρη

GT GD C H L M O
party /ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς; USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος

GT GD C H L M O
pasadena = USER: Πασαντίνα, Pasadena, pasadena της, Πασαντένα της, Πασαντένα,

GT GD C H L M O
patent /ˈpeɪ.tənt/ = NOUN: ευρεσιτεχνία, προνόμιο εφευρέσεως; ADJECTIVE: φανερός, ολοφάνερος, εναρχής; VERB: ασφαλίζω διά προνόμιου ευρεσιτεχνίας; USER: ευρεσιτεχνία, ευρεσιτεχνίας, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας

GT GD C H L M O
patented /ˈpeɪ.tənt/ = VERB: ασφαλίζω διά προνόμιου ευρεσιτεχνίας; USER: κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, πατενταρισμένη, πατενταρισμένο, κατοχυρωμένη

GT GD C H L M O
patents /ˈpeɪ.tənt/ = NOUN: ευρεσιτεχνία, προνόμιο εφευρέσεως; USER: διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πατέντες, ευρεσιτεχνίας, διπλώματα

GT GD C H L M O
path /pɑːθ/ = NOUN: μονοπάτι, δρόμος, ατραπός; USER: μονοπάτι, δρόμος, διαδρομή, πορεία, διαδρομής

GT GD C H L M O
pathogenic

GT GD C H L M O
patterns /ˈpæt.ən/ = NOUN: πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, αχνάρι; USER: πρότυπα, μοτίβα, τα πρότυπα, σχέδια, σχήματα

GT GD C H L M O
patterson = USER: Patterson, Πάτερσον

GT GD C H L M O
pc /ˌpiːˈsiː/ = USER: pc, Υ, υπολογιστή, Τ.Κ., τεμ

GT GD C H L M O
peer /pɪər/ = ADJECTIVE: ομότιμος, ίσος, ισάξιος, ευπατρίδης; VERB: κοιτάζω εκ του πλησίον, περιεργάζομαι, προβάλλω, φαίνομαι; USER: ομότιμων, ομοτίμους, από ομοτίμους, ομοτίμων, ομότιμους

GT GD C H L M O
pending /ˈpen.dɪŋ/ = ADJECTIVE: εκκρεμής; PREPOSITION: κατά την διάρκειαν; USER: εκκρεμής, εν αναμονή, εκκρεμεί, αναμονή, εκκρεμούν

GT GD C H L M O
penn /ˈpen.i.wəθ/ = USER: Penn, Πεν, Αγώνων Penn

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
perceptive /pəˈsep.tɪv/ = ADJECTIVE: οξυδερκής, αντιληπτικός; USER: οξυδερκής, διορατική, διορατικός, αντιληπτική, διορατικό

GT GD C H L M O
perfect /ˈpɜː.fekt/ = ADJECTIVE: τέλειος, απόλυτος; NOUN: παρακείμενος; VERB: τελειοποιώ, τελειώ; USER: τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
performing /pərˈfôrm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω; USER: εκτέλεση, την εκτέλεση, εκτελεί, εκτελούν, που εκτελεί

GT GD C H L M O
personalities /ˌpərsəˈnalitē/ = NOUN: προσωπικότητα, προσωπικότης, ατομικότης; USER: προσωπικότητες, προσωπικοτήτων, προσωπικότητες που, προσωπικότητα

GT GD C H L M O
personality /ˌpərsəˈnalitē/ = NOUN: προσωπικότητα, προσωπικότης, ατομικότης; USER: προσωπικότητα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, την προσωπικότητά, την προσωπικότητα

GT GD C H L M O
pervasive /pəˈveɪ.sɪv/ = ADJECTIVE: διαχυτικός, διαβρωτικός, διαπεραστικός; USER: διάχυτη, διάχυτες, διαδεδομένο, κυρίαρχο, διαδεδομένη

GT GD C H L M O
ph /ˌpiːˈeɪtʃ/ = USER: ph, ρΗ, τηλ, το pH, φ

GT GD C H L M O
phase /feɪz/ = NOUN: φάση, φάσις; USER: φάση, φάσης, στάδιο, φάσεως, φάση της

GT GD C H L M O
phd /ˌpiː.eɪtʃˈdiː/ = USER: phd, διδακτορικό, διδακτορική, διδακτορικά, Διδάκτωρ

GT GD C H L M O
philosophically /ˌfɪl.əˈsɒf.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: φιλοσοφικώς; USER: φιλοσοφικώς, φιλοσοφικά, φιλοσοφική, φιλοσοφικής, από φιλοσοφική,

GT GD C H L M O
philosophy /fɪˈlɒs.ə.fi/ = NOUN: φιλοσοφία; USER: φιλοσοφία, φιλοσοφίας, τη φιλοσοφία, η φιλοσοφία, φιλοσοφία της

GT GD C H L M O
photoshop = USER: photoshop, το Photoshop, του Photoshop

GT GD C H L M O
physical /ˈfɪz.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φυσικός, σωματικός, υλικός; USER: φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικά

GT GD C H L M O
physics /ˈfɪz.ɪks/ = NOUN: φυσική; USER: φυσική, Φυσικής, τη φυσική, Physics, της φυσικής

GT GD C H L M O
physiological /-əˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φυσιολογικός; USER: φυσιολογικός, φυσιολογικές, φυσιολογική, φυσιολογικό, φυσιολογικών

GT GD C H L M O
pie /paɪ/ = NOUN: πίτα, καρακάξα, τυπογραφικά στοιχεία ανάμικτα; VERB: ανακατεύω; USER: πίτα, πίτας, πιτών, pie

GT GD C H L M O
pieces /pēs/ = NOUN: κομμάτι, τεμάχιο, νόμισμα, όπλο; VERB: συρράπτω, συνδυάζω; USER: κομμάτια, τεμάχια, τα κομμάτια, τεμαχίων, κομματιών

GT GD C H L M O
piers /pir/ = USER: προβλήτες, αποβάθρες, προβλητών, πεσσούς, μεσόβαθρα,

GT GD C H L M O
piezoelectric = USER: πιεζοηλεκτρικό,

GT GD C H L M O
pirate /ˈpaɪ.rət/ = NOUN: πειρατής, κλέπτης, λογοκλόπος; USER: πειρατής, πειρατικές, πειρατών, πειρατικό, πειρατή

GT GD C H L M O
pisa = USER: pisa, Πίζα, Πίζας, της Πίζας

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
planned /plan/ = ADJECTIVE: σχεδιασμένος; USER: προγραμματιστεί, προγραμματίζονται, σχεδιάζονται, προγραμματίζεται, σχεδιάζεται

GT GD C H L M O
planning /ˈplæn.ɪŋ/ = NOUN: σχεδίαση, σχεδίασμα; USER: σχεδιασμό, προγραμματισμό, τον προγραμματισμό, σχεδιασμού, σχεδιάζει

GT GD C H L M O
plano = USER: plano, Πλάνο, επιπεδο, επιπεδόκυρτο, επίπεδος,

GT GD C H L M O
platform /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα

GT GD C H L M O
platforms /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμες, πλατφορμών, εξέδρες, πλατφόρμα, πλατφόρμων

GT GD C H L M O
play /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο; VERB: παίζω; USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει

GT GD C H L M O
playful /ˈpleɪ.fəl/ = ADJECTIVE: παιχνιδιάρικος, παιγνιδιάρης; USER: παιχνιδιάρικος, παιχνιδιάρικο, παιχνιδιάρικη, παιχνιδιάρης, παιχνιδιάρικα

GT GD C H L M O
pleasure /ˈpleʒ.ər/ = NOUN: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, τέρψη, ευαρέσκεια; USER: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, χαρά, αναψυχής

GT GD C H L M O
plight /plaɪt/ = NOUN: κατάσταση, χάλι, σοβαρή κατάσταση; VERB: δεσμεύω, δίνω το λόγο μου; USER: χάλι, κατάσταση, δεινά, δυσχερή θέση, δεινή θέση

GT GD C H L M O
pm /ˌpiːˈem/ = INTERJECTION: Μμ!; USER: μμ, pm, μ.μ., πμ, π.υ.

GT GD C H L M O
poet /ˈpəʊ.ɪt/ = NOUN: ποιητής, βάρδος; USER: ποιητής, ποιητή, ποιήτρια, ο ποιητής

GT GD C H L M O
poetry /ˈpəʊ.ɪ.tri/ = NOUN: ποίηση; USER: ποίηση, ποίησης, την ποίηση, ποίησή, ποιητική, ποιητική

GT GD C H L M O
pole /pəʊl/ = NOUN: κοντάρι, πάσσαλος, παλούκι; VERB: σπρώχνω με κοντάρι; USER: κοντάρι, πόλο, πόλος, πόλου, πόλων

GT GD C H L M O
polymer /ˈpɒl.ɪ.mər/ = NOUN: πολυμερές; USER: πολυμερές, πολυμερούς, πολυμερών, πολυμερή, πολυμερές που

GT GD C H L M O
polytechnic /ˌpɒl.ɪˈtek.nɪk/ = NOUN: πολυτεχνείο; ADJECTIVE: πολύτεχνος, πολυτεχνικός; USER: πολυτεχνείο, πολυτεχνεία, πολυτεχνικές, πολυτεχνικά, τα πολυτεχνεία

GT GD C H L M O
pooh /po͞o,po͝o/ = USER: Pooh, Αρκουδάκι, Pooh την,

GT GD C H L M O
popular /ˈpɒp.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: δημοφιλής, λαϊκός, λαοφιλής; USER: δημοφιλής, δημοφιλή, δημοφιλές, δημοφιλείς, λαϊκή, λαϊκή

GT GD C H L M O
porosity

GT GD C H L M O
portrait /ˈpɔː.trət/ = NOUN: πορτρέτο, εικών; USER: πορτρέτο, πορτραίτο, πορτρέτου, προσωπογραφία, Portrait

GT GD C H L M O
portraits /ˈpɔː.trət/ = NOUN: πορτρέτο, εικών; USER: πορτρέτα, πορτραίτα, προσωπογραφίες, πορτρέτων, πορτραίτων

GT GD C H L M O
position /pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία; USER: θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, θέση της

GT GD C H L M O
positive /ˈpɒz.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: θετικός, ρητός; USER: θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές

GT GD C H L M O
positivity /ˌpɒz.əˈtɪv.ə.ti/ = USER: θετικότητα, θετικότητας, θετικής, η θετικότητα, positivity,

GT GD C H L M O
possibilities /ˌpɒs.əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: δυνατότητα, πιθανότητα, ενδεχόμενο, δυνατότης, δυνατό; USER: δυνατότητες, δυνατοτήτων, τις δυνατότητες, οι δυνατότητες, δυνατότητες που

GT GD C H L M O
post /pəʊst/ = NOUN: θέση, ταχυδρομείο, στύλος, σταθμός, κολόνα, πόστο; VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ; USER: θέση, καταχωρήσετε, δημοσιεύσετε, μετά, δημοσίευση

GT GD C H L M O
poster /ˈpəʊ.stər/ = NOUN: αφίσα, πόστερ, εικόνα, τοιχοκόλημα, τοιχοκολλητής; USER: αφίσα, αφίσας, ουρανό, poster, αφισών

GT GD C H L M O
postures /ˈpɒs.tʃər/ = NOUN: στάση, πόζα; USER: στάσεις, στάσεις του σώματος, στάσεων, θέσεις του σώματος, στάσεις του

GT GD C H L M O
posturing /ˈpɒs.tʃər.ɪŋ/ = USER: πόζες, με στόμφο, στάση, πόζα, στόμφο,

GT GD C H L M O
powered /-paʊəd/ = USER: τροφοδοτείται, powered, τροφοδοτούνται, κινούνται, που κινούνται

GT GD C H L M O
powerful /ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά

GT GD C H L M O
practice /ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση; VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω; USER: πρακτική, πράξη, εξάσκηση, πρακτικής, πρακτικών

GT GD C H L M O
precepts /ˈpriː.sept/ = NOUN: δίδαγμα, κανόνας, εντολή, ηθικό δίδαγμα; USER: παραινέσεις, επιταγές, εντολές, ηθικούς κανόνες, διδάγματα

GT GD C H L M O
precision /prɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: ακρίβεια, ακριβολογία; USER: ακρίβεια, ακριβείας, ακρίβειας, την ακρίβεια, ακριβειας

GT GD C H L M O
preliminary /priˈliməˌnerē/ = ADJECTIVE: προκαταρκτικός, προκριματικός; USER: προκαταρκτικός, προκαταρκτική, έκδοση προδικαστικής, προδικαστικής, προδικαστικά

GT GD C H L M O
present /ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι; ADJECTIVE: τωρινός; VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν

GT GD C H L M O
presentation /ˌprez.ənˈteɪ.ʃən/ = NOUN: παρουσίαση, παράσταση, προσαγωγή, προσφορά; USER: παρουσίαση, παρουσίασης, την παρουσίαση, υποβολή, προσκόμιση

GT GD C H L M O
presentations /ˌprez.ənˈteɪ.ʃən/ = NOUN: παρουσίαση, παράσταση, προσαγωγή, προσφορά; USER: παρουσιάσεις, παρουσιάσεων, παρουσίαση, τις παρουσιάσεις, παρουσίασης

GT GD C H L M O
presenting /prɪˈzent/ = VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσίαση, παρουσιάζοντας, παρουσιάζουν, την παρουσίαση, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
president /ˈprez.ɪ.dənt/ = NOUN: πρόεδρος, πρύτανης; USER: πρόεδρος, Πρόεδρε, πρόεδρο, προέδρου, στον Πρόεδρό

GT GD C H L M O
presidential /ˈprez.ɪ.dənt/ = ADJECTIVE: προεδρικός; USER: προεδρικός, προεδρικές, προεδρικών, προεδρικό, προεδρική

GT GD C H L M O
press /pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας; VERB: πιέζω, επιστρατεύω βίαια, πρεσάρω, σιδερώνω, ζορίζω, στριμώχνω, σιδηρώνω; USER: πίεση, πατήστε, πιέστε, πιέστε το πλήκτρο, πατήσετε

GT GD C H L M O
pride /praɪd/ = NOUN: υπερηφάνεια, περηφάνια, φιλότιμο, φιλοτιμία, υπεροψία; USER: υπερηφάνεια, περηφάνια, υπερηφάνειας, καμάρι, την υπερηφάνεια

GT GD C H L M O
primal /ˈpraɪ.məl/ = ADJECTIVE: πρωτογενής, αρχικός, πρώτος; USER: πρωτογενής, αρχικός, πρωταρχική, αρχέγονη, πρωταρχικής σπουδαιότητας

GT GD C H L M O
primordial /prīˈmôrdēəl/ = ADJECTIVE: πρωταρχικός, αρχέγονος, αρχικός; NOUN: πρωτογενής; USER: αρχέγονος, πρωταρχικός, πρωτογενής, αρχέγονη, πρωταρχική

GT GD C H L M O
principles /ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο; USER: αρχές, αρχών, τις αρχές, αρχές της, αρχές που

GT GD C H L M O
priority /praɪˈɒr.ɪ.ti/ = NOUN: προτεραιότητα, προτεραιότης; USER: προτεραιότητα, προτεραιότητας, κατά προτεραιότητα, προτεραιότητας που

GT GD C H L M O
priya = USER: Priya, Το Priya,

GT GD C H L M O
prize /praɪz/ = NOUN: βραβείο, έπαθλο, μόχλευσις, λάφυρο, μόχλευση; VERB: αναμοχλεύω, εκτιμώ, σηκώνω με μοχλό; USER: βραβείο, έπαθλο, βραβείου, το βραβείο, βραβείων

GT GD C H L M O
prizes /praɪz/ = NOUN: βραβείο, έπαθλο, μόχλευσις, λάφυρο, μόχλευση; USER: βραβεία, τα βραβεία, βραβείων, δώρα, έπαθλα

GT GD C H L M O
proc = USER: Proc, Πρακτικά, διεργασία, Ργοο

GT GD C H L M O
proceedings /prəˈsiːd/ = NOUN: διαδικασία, πρακτικά; USER: διαδικασία, πρακτικά, δίκης, διαδικασίας, διαδικασίες

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
processes /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους

GT GD C H L M O
produced /prəˈd(y)o͞os,prō-/ = VERB: παράγω, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω; USER: παράγεται, παράγονται, που παράγεται, που παράγονται, παραχθεί, παραχθεί

GT GD C H L M O
producing /prəˈd(y)o͞os,prō-/ = VERB: παράγω, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω; USER: παραγωγή, παραγωγής, παράγουν, την παραγωγή, παράγει, παράγει

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
production /prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση; USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
prof /prɒf/ = USER: prof, καθ., καθηγ, Ο καθηγητής, καθηγητής

GT GD C H L M O
professional /prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας; ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός; USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό

GT GD C H L M O
professor /prəˈfes.ər/ = NOUN: καθηγητής; USER: καθηγητής, καθηγητή, Καθηγήτρια, ο καθηγητής, τον καθηγητή

GT GD C H L M O
professors /prəˈfes.ər/ = NOUN: καθηγητής; USER: καθηγητές, καθηγητών, οι καθηγητές, τους καθηγητές

GT GD C H L M O
proficient /prəˈfɪʃ.ənt/ = NOUN: ειδήμωνας, εντριβής; ADJECTIVE: προοδευμένος; USER: καλά, ικανός, ικανό, ικανοί, κατέχουν

GT GD C H L M O
profit /ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: κέρδος, όφελος, ωφέλεια, απολαβή; VERB: κερδίζω, ωφελούμαι, ωφελώ; USER: κέρδος, κέρδους, κέρδη, κερδών, τα κέρδη

GT GD C H L M O
program /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων

GT GD C H L M O
programme /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων

GT GD C H L M O
programmed /ˈprəʊ.ɡræm/ = ADJECTIVE: προγραμματισμένος; USER: προγραμματισμένος, προγραμματισμένη, προγραμματισμένο, προγραμματισμένες, προγραμματισμένων

GT GD C H L M O
programming /ˈprōˌgram,-grəm/ = ADJECTIVE: προγραμματισμός; USER: προγραμματισμού, προγραμματισμός, προγραμματισμό, του προγραμματισμού, τον προγραμματισμό

GT GD C H L M O
progress /ˈprəʊ.ɡres/ = NOUN: πρόοδος, εξέλιξη, προκοπή; VERB: προχωρώ, προοδεύω; USER: πρόοδος, εξέλιξη, πρόοδο, προόδου, την πρόοδο, την πρόοδο

GT GD C H L M O
project /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου

GT GD C H L M O
projects /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων

GT GD C H L M O
promenade /ˌprɒm.əˈnɑːd/ = NOUN: περίπατος; VERB: περιπατώ; USER: περίπατος, περιπατώ, χώρο περιπάτου, περιπάτου, περίπατο

GT GD C H L M O
prominently /ˈprɒm.ɪ.nənt/ = USER: περίοπτη θέση, εμφανές, περίοπτη, εμφανώς, ευκρινώς

GT GD C H L M O
prophets /ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: προφήτης, μάντης; USER: προφήτες, προφητών, προφητας, προφητων

GT GD C H L M O
proposal /prəˈpəʊ.zəl/ = NOUN: πρόταση; USER: πρόταση, πρότασης, πρόταση της, την πρόταση, πρότασή

GT GD C H L M O
proposals /prəˈpəʊ.zəl/ = NOUN: πρόταση; USER: προτάσεις, προτάσεων, τις προτάσεις, προτάσεις που, προτάσεις για

GT GD C H L M O
proposed /prəˈpəʊz/ = VERB: προτείνω, προτίθεμαι, κάνω πρόταση γάμου, σχεδιάζω; USER: προτείνει, προτείνεται, πρότεινε, προταθεί, προτείνονται

GT GD C H L M O
props /prɒp/ = NOUN: στήριγμα, προπέλα, στυλοβάτης, αποκούμπι, έλιξ πλοίου, κινητήρας; USER: στηρίγματα, props, σκηνικά, σφήνες, στηρίγματα για

GT GD C H L M O
propulsion /prəˈpʌl.ʃən/ = NOUN: προώθηση, ώθηση; USER: προώθηση, ώθηση, πρόωσης, προώθησης, πρόωση

GT GD C H L M O
prostheses /ˈprɒs.θiː.sɪs/ = USER: πρόθεσης, πρόσθεση, πρόσθεσης, πρόθεση, προσθετική,

GT GD C H L M O
prosthetics = USER: Προσθετική, προσθετικής, προσθετικά, προθετικής, είδη προθετικής

GT GD C H L M O
protection /prəˈtek.ʃən/ = NOUN: προστασία, προάσπιση, περιφρούρηση; USER: προστασία, προστασίας, την προστασία, προστασία των, προστασία του

GT GD C H L M O
prototypes /ˈprəʊ.tə.taɪp/ = NOUN: πρωτότυπο; USER: πρωτότυπα, πρωτοτύπων, τα πρωτότυπα, πρότυπα, πρωτότυπων

GT GD C H L M O
prototyping /ˈprōtəˌtīp/ = USER: προτυποποίηση, πρωτοτύπων, prototyping, πρωτοτυποποίηση, κατασκευής πρωτοτύπων

GT GD C H L M O
protruded /prəˈtruːd/ = VERB: εξωθώ, εξέχω, προεξέχω; USER: προεξείχε, προεξείχαν, που προεξέχει, οποία προεξέχουν, προεκβάλλονταν,

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
provided /prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον

GT GD C H L M O
providence /ˈprɒv.ɪ.dəns/ = NOUN: πρόνοια, οικονομία; USER: πρόνοια, Providence, Πρόβιντενς, την πρόνοια, πρόνοια του

GT GD C H L M O
providing /prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει

GT GD C H L M O
psychoactive /sʌɪkəʊˈaktɪv/ = USER: ψυχοδραστικών, ψυχοδραστικές, ψυχοτρόπο, ψυχοτρόπους, ψυχοτρόπος,

GT GD C H L M O
psychological /ˌsaɪ.kəlˈɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ψυχολογικός, ψυχαναλυτικός; USER: ψυχολογικός, ψυχολογική, ψυχολογικές, ψυχολογικής, ψυχολογικά

GT GD C H L M O
public /ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο; ADJECTIVE: δημόσιος; USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας

GT GD C H L M O
publications /ˌpʌblɪˈkeɪʃən/ = NOUN: δημοσίευση, έκδοση, δημοσίευμα; USER: δημοσιεύσεις, Εκδόσεις, εκδόσεων, δημοσιεύσεων, δημοσιεύματα

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
pumpkin /ˈpʌmp.kɪn/ = NOUN: κολοκύθι, κολοκύνθη, νεροκολοκύθο; USER: κολοκύθι, νεροκολοκύθα, κολοκύθα, κολοκύθας, κολοκύθες

GT GD C H L M O
punk /pʌŋk/ = NOUN: ρεμάλι, σάπιο ξύλο, σαπόξυλο, δαδί, ίσκα, νεαρός αλήτης, κακής ποιότητας μάγκας; ADJECTIVE: σαχλός; USER: δαδί, punk, πανκ

GT GD C H L M O
pursuit /pəˈsjuːt/ = NOUN: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, ασχολία; USER: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, άσκηση, την άσκηση

GT GD C H L M O
push /pʊʃ/ = NOUN: ώθηση, επιμονή; VERB: σπρώχνω, ωθώ, ζορίζω; USER: ώθηση, ωθήσει, πιέστε, σπρώξτε, προωθήσει, προωθήσει

GT GD C H L M O
put /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί

GT GD C H L M O
quill /kwɪl/ = NOUN: πτερό, πέννα, γραφή; USER: πέννα, γραφή, πτερό, πένα, καλαμιών

GT GD C H L M O
r /ɑr/ = USER: r, Ε, Κ, ρ, ιη,

GT GD C H L M O
radio /ˈreɪ.di.əʊ/ = NOUN: ραδιόφωνο, ράδιο, ασύρματος, ασύρματος τηλεγράφος, ασύρματο τηλέφωνο, τηλεγράφος; USER: ραδιόφωνο, ράδιο, ραδιοφώνου, ραδιοφωνικών, ραδιοφωνικό

GT GD C H L M O
radioactive /ˌrādēōˈaktiv/ = ADJECTIVE: ραδιενεργός, ακτινενεργός; USER: ραδιενεργός, ραδιενεργών, ραδιενεργά, ραδιενεργό, ραδιενεργού

GT GD C H L M O
raising /rāz/ = VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω; USER: αύξηση, αυξάνοντας, ευαισθητοποίησης, την αύξηση, η αύξηση

GT GD C H L M O
ranked /ræŋk/ = VERB: κατατάσσω, κατατάσσομαι, βαθμοφορώ, προεξέχω; USER: κατατάσσονται, κατατάσσεται, κατετάγη, ανάλογα, κατέλαβε, κατέλαβε

GT GD C H L M O
rapid /ˈræp.ɪd/ = ADJECTIVE: ταχύς, γρήγορος; USER: ταχύς, ταχεία, ταχείας, γρήγορη, την ταχεία

GT GD C H L M O
realistic /ˌrɪəˈlɪs.tɪk/ = ADJECTIVE: ρεαλιστικός, πραγματικός; USER: ρεαλιστικός, ρεαλιστική, ρεαλιστικό, ρεαλιστικές, ρεαλιστικά

GT GD C H L M O
reality /riˈæl.ɪ.ti/ = NOUN: πραγματικότητα, αλήθεια, πραγματικότης; USER: πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα

GT GD C H L M O
realization /ˌrɪə.laɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: πραγματοποίηση, ρευστοποίηση, αντίληψη, συναίσθηση; USER: πραγματοποίηση, ρευστοποίηση, υλοποίηση, υλοποίησης, επίτευξη

GT GD C H L M O
realizing /ˈrɪə.laɪz/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, πραγματοποιώ, εννοώ; USER: συνειδητοποιούν, συνειδητοποιώντας, υλοποίηση, πραγματοποίηση, την υλοποίηση

GT GD C H L M O
reasoning /ˈriː.zən.ɪŋ/ = NOUN: αιτιολογία, λογική, συλλογισμός; USER: συλλογισμός, αιτιολογία, λογική, συλλογιστική, σκεπτικό

GT GD C H L M O
received /rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη

GT GD C H L M O
receiving /rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: παραλαβή, λήψη, λαμβάνουν, λαμβάνει, υποδοχής

GT GD C H L M O
recipient /rɪˈsɪp.i.ənt/ = NOUN: παραλήπτης, δέκτης; ADJECTIVE: δεκτικός; USER: παραλήπτης, δέκτης, παραλήπτη, αποδέκτη, δικαιούχος

GT GD C H L M O
recommended /ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω; USER: συνιστάται, συνιστώμενη, συνιστώνται, συνέστησε, Συνιστώμενες

GT GD C H L M O
reconsider /ˌrēkənˈsidər/ = VERB: αναθεωρώ, αναμετρώ; USER: επανεξετάσει, επανεξετάσουν, αναθεωρήσει, να επανεξετάσει, επανεξετάσει την

GT GD C H L M O
reconstructive /ˌriː.kənˈstrʌk.tɪv/ = ADJECTIVE: ανορθωτικός, ανασκευαστικός; USER: ανορθωτικός, ανασκευαστικός, επανορθωτική,

GT GD C H L M O
recruited /rɪˈkruːt/ = VERB: στρατολογώ; USER: προσλαμβάνονται, προσληφθεί, προσληφθούν, προσλήφθηκαν, προσελήφθη

GT GD C H L M O
reducing /rɪˈdjuːs/ = ADJECTIVE: αναγωγικός; USER: μείωση, μειώνοντας, μείωση των, τη μείωση, μείωση του

GT GD C H L M O
reflecting /rɪˈflekt/ = ADJECTIVE: αντανακλαστικός; USER: αντανακλώντας, αντικατοπτρίζοντας, αντανακλά, αντικατοπτρίζει, αντικατοπτρίζουν

GT GD C H L M O
regularly /ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADVERB: τακτικά, μόνιμα; USER: τακτικά, τακτική, συχνά, τακτά, κανονικά

GT GD C H L M O
relate /rɪˈleɪt/ = VERB: αναφέρω, σχετίζομαι, σχετίζω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ιστορώ, συγγενεύω, αντιστορώ; USER: αφορούν, σχετίζονται, αναφέρονται, σχετίζονται με, αφορά

GT GD C H L M O
related /rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων; USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται

GT GD C H L M O
relationships /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων

GT GD C H L M O
release /rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση; VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι; USER: απελευθέρωση, αφήστε, απελευθερώνουν, απελευθερώσουν, απελευθερώσει

GT GD C H L M O
released /rɪˈliːs/ = VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι; USER: κυκλοφόρησε, απελευθερώνεται, κυκλοφορήσει, κυκλοφόρησαν, απελευθερώνονται

GT GD C H L M O
releases /rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση; USER: κυκλοφορίες, δελτία, απελευθερώσεις, απελευθερώνει, Releases

GT GD C H L M O
releasing /rɪˈliːs/ = VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι; USER: απελευθερώνοντας, απελευθέρωση, την απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευση

GT GD C H L M O
remember /rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι; USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε

GT GD C H L M O
renaissance /rəˈneɪ.səns/ = NOUN: αναγέννηση; USER: αναγέννηση, αναγέννησης, αναγεννησιακό, αναγεννησιακά, αναγεννησιακή

GT GD C H L M O
renowned /rɪˈnaʊnd/ = ADJECTIVE: περίφημος, ξακουσμένος, ένδοξος; USER: φήμης, γνωστή, φημίζεται, φημισμένο, διάσημο

GT GD C H L M O
repeatedly /rɪˈpiː.tɪd.li/ = ADVERB: επανειλημμένα, επανειλημμένως; USER: επανειλημμένα, επανειλημμένως, επανάληψη

GT GD C H L M O
report /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά

GT GD C H L M O
represented /ˌrepriˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω; USER: εκπροσωπούνται, αντιπροσωπεύονται, εκπροσωπείται, εκπροσωπούμενη, αντιπροσώπευε

GT GD C H L M O
representing /ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω; USER: εκπροσωπούν, που αντιπροσωπεύουν, που εκπροσωπούν, αντιπροσωπεύουν, αντιπροσωπεύει

GT GD C H L M O
requirements /rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία; USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές

GT GD C H L M O
requires /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει

GT GD C H L M O
research /ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη; VERB: ερευνώ; USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών

GT GD C H L M O
researcher /rɪˈsɜːtʃ/ = NOUN: ερευνητής; USER: ερευνητής, ερευνητή, ερευνητών, ερευνήτρια, των ερευνητών

GT GD C H L M O
researching /rɪˈsɜːtʃ/ = VERB: ερευνώ; USER: έρευνα, την έρευνα, ερευνώντας, ερευνούν, ερευνά

GT GD C H L M O
resort /rɪˈzɔːt/ = NOUN: θέρετρο, προσφυγή, καταφύγιο, εντευκτήριο; VERB: καταφεύγω, προσφεύγω, συχνάζω; USER: καταφεύγουν, καταφύγουν, θέρετρο, προσφεύγουν, καταφύγει

GT GD C H L M O
resorts /rɪˈzɔːt/ = NOUN: θέρετρο, προσφυγή, καταφύγιο, εντευκτήριο; VERB: καταφεύγω, προσφεύγω, συχνάζω; USER: θέρετρα, χιονοδρομικά, θέρετρων, άρθρα, εσάς

GT GD C H L M O
resources /ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι; USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους

GT GD C H L M O
respirator /ˈrespəˌrātər/ = NOUN: αναπνευστήρας, αναπνευστήρ; USER: αναπνευστήρας, αναπνευστήρα, αναπνευστική συσκευή, αναπνευστική, αναπνευστικής συσκευής

GT GD C H L M O
respirators /ˈrespəˌrātər/ = NOUN: αναπνευστήρας, αναπνευστήρ; USER: αναπνευστήρες, αναπνευστήρων, αναπνευστικές συσκευές, αναγνωρισμένους αναπνευστήρες, οι αναπνευστήρες,

GT GD C H L M O
respiratory /ˈrespərəˌtôrē,riˈspīrə-/ = ADJECTIVE: αναπνευστικός; USER: αναπνευστικός, αναπνευστικού, αναπνευστική, αναπνευστικής, αναπνευστικό

GT GD C H L M O
response /rɪˈspɒns/ = NOUN: απάντηση, απόκριση, αντίλογος, αντίφωνο; USER: απάντηση, απόκριση, ανταπόκριση, απόκρισης, αντίδραση

GT GD C H L M O
resulting /rɪˈzʌl.tɪŋ/ = VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα, που προκύπτουν, προκύπτουν, προκύπτει

GT GD C H L M O
results /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που

GT GD C H L M O
resurrection /ˌrez.ərˈek.ʃən/ = NOUN: ανάσταση, νεκρανάσταση; USER: ανάσταση, ανάστασης, ανάστασή, αναστάσεως, την ανάσταση

GT GD C H L M O
retail /ˈriː.teɪl/ = NOUN: λιανική πώληση; ADJECTIVE: λιανικός; VERB: μεταπουλώ, πωλώ λιανικώς; USER: λιανική πώληση, λιανικής, λιανική, λιανικής πώλησης, λιανικών

GT GD C H L M O
retain /rɪˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, κρατώ, παρακρατώ, μισθώ; USER: διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρήσει, να διατηρήσει, διατηρεί

GT GD C H L M O
retractable /rɪˈtrækt/ = ADJECTIVE: αναιρέσιμος; USER: αναδιπλούμενη, ανασυρόμενη, με Σύστημα Περιέλιξης, συμπτυσσόμενου, ανασυρόμενο

GT GD C H L M O
revenues /ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος; USER: έσοδα, τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από

GT GD C H L M O
review /rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση; VERB: αναθεωρώ; USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, επανεξετάζει, επανεξετάσει, αναθεωρήσει

GT GD C H L M O
reviewed /ˌpɪə.rɪˈvjuː/ = VERB: αναθεωρώ; USER: αξιολόγηση, κριτικές

GT GD C H L M O
reviewing /rɪˈvjuː/ = VERB: αναθεωρώ; USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, την αναθεώρηση, την επανεξέταση, επανεξετάζει

GT GD C H L M O
reviews /rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση; VERB: αναθεωρώ; USER: σχόλια, κριτικές, αξιολογήσεις, κριτικών, Οι κριτικές

GT GD C H L M O
revolution /ˌrev.əˈluː.ʃən/ = NOUN: επανάσταση, περιστροφή; USER: επανάσταση, περιστροφή, επανάστασης, περιστροφής, επανάσταση του

GT GD C H L M O
reynolds = USER: Reynolds, Ρέινολντς, Ρέυνολντς, η Reynolds

GT GD C H L M O
rides /raɪd/ = NOUN: βόλτα, ιππασία, περίπατος επί αυτοκίνητου, περίπατος επί άμαξης; VERB: ιππεύω, οχούμαι, πηγαίνω επί αυτοκίνητου, άλογου κλπ.; USER: βόλτες, rides, βόλτες με, διαδρομές, γύρους

GT GD C H L M O
rise /raɪz/ = NOUN: αύξηση, πηγή, ανατολή, έγερση, ύψωμα, ύψωση; VERB: εγείρομαι, σηκώνομαι, ανατέλλω, υψούμαι; USER: αύξηση, αυξηθεί, αυξάνονται, αυξάνεται, αυξηθούν

GT GD C H L M O
rituals /ˈrɪt.ju.əl/ = NOUN: τελετουργία, ιεροτελεστία, τυπικό; USER: τελετουργίες, τελετουργικά, τελετές, τελετουργιών, ιεροτελεστίες

GT GD C H L M O
river /ˈrɪv.ər/ = NOUN: ποτάμι; USER: ποτάμι, ποταμού, River, ποταμό, του ποταμού

GT GD C H L M O
ro /ˌrəʊlˌɒn ˌrəʊlˈɒf/ = USER: ro, οχηματαγωγά, Ρουμανία, ΑΟ, οχηματαγωγά ro,

GT GD C H L M O
roadmap /ˈrōdmap/ = USER: οδικός χάρτης, οδικό χάρτη, χάρτη πορείας, χάρτης πορείας, οδικού χάρτη,

GT GD C H L M O
robot /ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος; VERB: ρομπώ; USER: ρομπότ, robot, ρομπότ που, το ρομπότ

GT GD C H L M O
robotic /rəʊˈbɒt.ɪk/ = USER: ρομποτικό, ρομποτική, ρομποτικά, ρομποτικών, ρομποτικές

GT GD C H L M O
robotics /rəʊˈbɒt.ɪks/ = NOUN: ρομποτική; USER: ρομποτική, ρομποτικής, Robotics, ρομποτικές, η ρομποτική

GT GD C H L M O
robots /ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος; USER: ρομπότ, τα ρομπότ, robots, ρομποτ, ρομπότ που

GT GD C H L M O
rock /rɒk/ = NOUN: βράχος, πέτρα, λίθος, λίκνισμα; VERB: λικνίζομαι, λικνίζω, κουνώ; USER: βράχος, πέτρα, βράχο, ροκ, βράχου

GT GD C H L M O
rode /rəʊd/ = VERB: ιππεύω, οχούμαι, πηγαίνω επί αυτοκίνητου, άλογου κλπ.; USER: οδήγησε, οδήγησα, rode

GT GD C H L M O
role /rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο; USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που

GT GD C H L M O
room /ruːm/ = NOUN: δωμάτιο, αίθουσα, χώρος, τόπος; VERB: κατοικώ; USER: δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, δωμάτια, δωματίων, δωματίων

GT GD C H L M O
ros = USER: ros, Ros ο

GT GD C H L M O
round /raʊnd/ = ADVERB: γύρω, πέριξ, ολόγυρα; NOUN: γύρος, κύκλος, βολή, κρέας από τον μηρόν; ADJECTIVE: στρογγυλός, κυκλικός; VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ; USER: γύρω, γύρω από, γύρο, στρογγυλοποιεί, στρογγυλοποιούν

GT GD C H L M O
roundup /ˈroundˌəp/ = NOUN: μάνδρισμα ζώων; USER: μάνδρισμα ζώων, Roundup, Ενημέρωση, σύνοψη

GT GD C H L M O
rover /ˈrōvər/ = NOUN: πλάνης, νομάς, πειρατής; USER: πλάνης, νομάς, Rover, ρόβερ, δέκτης rover

GT GD C H L M O
rpa

GT GD C H L M O
rules /ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση; VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω; USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που

GT GD C H L M O
run /rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος; VERB: τρέχω, ρέω; USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε

GT GD C H L M O
running /ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων; ADJECTIVE: τρεχάτος; USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safe /seɪf/ = ADJECTIVE: ασφαλής, ακίνδυνος, σωός; NOUN: χρηματοκιβώτιο, σιδερένιο κιβώτιο; USER: ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς

GT GD C H L M O
safety /ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά; ADJECTIVE: ασφαλής; USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας

GT GD C H L M O
sales /seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
san /sæn.ænˌdreɪ.əsˈfɒlt/ = USER: san, Σαν, Αγίου, προορισμό Σαν, τοποθεσία Σαν

GT GD C H L M O
sausage /ˈsɒs.ɪdʒ/ = NOUN: λουκάνικο; USER: λουκάνικο, λουκάνικα, λουκάνικου, αλλαντικά, λουκάνικων

GT GD C H L M O
scale /skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο; VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι; USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά

GT GD C H L M O
scenic /ˈsiː.nɪk/ = ADJECTIVE: θεαματικός, φυσικός, σκηνικός, θεατρικός; USER: θεαματικός, γραφική, γραφικό, γραφικά, γραφικές

GT GD C H L M O
scheduled /ˈʃed.juːl/ = ADJECTIVE: προγραμματισμένος, διατηρητέος, προδιαγραμμένος; USER: προγραμματιστεί, προγραμματισμένα, προγραμματισμένη, έχει προγραμματιστεί, προγραμματισμένες

GT GD C H L M O
scheming /skiːm/ = NOUN: μηχανορραφία; USER: μηχανορραφία, δολοπλοκίες, ραδιουργίες, ραδιούργος, μεθοδεύσεις

GT GD C H L M O
scholarship /ˈskɒl.ə.ʃɪp/ = NOUN: υποτροφία, ευρυμάθεια, λογιότητα, λογιότης; USER: υποτροφία, υποτροφιών, υποτροφίας, υποτροφίες, υποτροφία για

GT GD C H L M O
school /skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων; VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ; USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική

GT GD C H L M O
schools /skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων; VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ; USER: σχολεία, τα σχολεία, σχολείων, σχολές, σχολών, σχολών

GT GD C H L M O
sci /ˈsaɪ.faɪ/ = USER: sci, επιστημονικής, επιστημονικής φαντασίας, δοί

GT GD C H L M O
science /saɪəns/ = NOUN: επιστήμη; USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής

GT GD C H L M O
sciences /saɪəns/ = NOUN: επιστήμη; USER: επιστήμες, επιστημών, επιστήμες της, Sciences, των Επιστημών

GT GD C H L M O
scientific /ˌsīənˈtifik/ = ADJECTIVE: επιστημονικός; USER: επιστημονικός, επιστημονική, επιστημονικής, επιστημονικών, επιστημονικές

GT GD C H L M O
scientist /ˈsaɪən.tɪst/ = NOUN: επιστήμονας, επιστήμων; USER: επιστήμονας, επιστήμων, επιστήμονα, επιστήμονες, επιστημόνων

GT GD C H L M O
scientists /ˈsaɪən.tɪst/ = NOUN: επιστήμονας, επιστήμων; USER: επιστήμονες, οι επιστήμονες, επιστημόνων, τους επιστήμονες, των επιστημόνων

GT GD C H L M O
sculpted /skʌlpt/ = USER: iλυπτό, iλυπτά, ανάiλυφη, iλυπτική, ανάiλυφες,

GT GD C H L M O
sculpting /skʌlpt/ = USER: iλυπτική, sculpting, iλυπτική του, ανάiλυφα στοιχεία, iλυπτικής,

GT GD C H L M O
sculptor /ˈskʌlp.tər/ = NOUN: γλύπτης; USER: γλύπτης, γλύπτη, γλύπτρια

GT GD C H L M O
sculptural /ˈskʌlp.tʃər/ = ADJECTIVE: γλυπτικός, αγαλματένιος; USER: γλυπτικός, αγαλματένιος,

GT GD C H L M O
sculpture /ˈskʌlp.tʃər/ = NOUN: γλυπτική, γλυπτό; VERB: κάνω αγάλματα; USER: γλυπτική, γλυπτό, γλυπτικής, γλυπτά, γλυπτών

GT GD C H L M O
sculptures /ˈskʌlp.tʃər/ = NOUN: γλυπτική, γλυπτό; USER: γλυπτά, γλυπτών, γλυπτικής, τα γλυπτά, αγάλματα

GT GD C H L M O
scuttling /ˈskədl/ = USER: αυτοβυθίζοντας, scuttling, αυτοβυθίζουν, να κινηθούν πολύ γρήγορα, κινηθούν πολύ γρήγορα,

GT GD C H L M O
sea /siː/ = NOUN: θάλασσα; USER: θάλασσα, στη θάλασσα, θάλασσας, τη θάλασσα, θαλάσσια

GT GD C H L M O
seashells /ˈsiː.ʃel/ = USER: κοχύλια, τα θαλασσινά κοχύλια, θαλασσινά κοχύλια, seashells, κοχυλιών,

GT GD C H L M O
seaweed /ˈsiː.wiːd/ = NOUN: φύκι, βρύο, φύκος; USER: φύκι, φύκια, φυκιών, τα φύκια, φύκη

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
secretary /ˈsek.rə.tər.i/ = NOUN: γραμματέας, υπουργός, γραφείο, γραματεύς; USER: γραμματέας, Γραμματέα, γραμματέας του, Γενικό Γραμματέα, Γραμματέα των

GT GD C H L M O
section /ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή; VERB: χωρίζω εις τμήματα; USER: τμήμα, τομή, ενότητα, παράγραφο, τμήματος

GT GD C H L M O
secured /sɪˈkjʊər/ = VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω; USER: εξασφάλισε, εξασφαλίζονται, ασφαλίζονται, εγγύηση, ασφαλίζεται

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
seed /siːd/ = NOUN: σπόρος, σπέρμα, φύτρα; VERB: σπείρω, σποριάζω, σπέρνω; USER: σπόρος, σπέρμα, σπόρων, σπόρων προς σπορά, σπόρους, σπόρους

GT GD C H L M O
seeking /siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι; USER: αναζήτηση, αναζητούν, που αναζητούν, επιδιώκουν, επιδιώκει

GT GD C H L M O
seeks /siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι; USER: επιδιώκει, αποβλέπει, αποσκοπεί, ζητεί, προσπαθεί

GT GD C H L M O
seen /siːn/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; USER: δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρηθεί, παρατηρείται

GT GD C H L M O
select /sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε

GT GD C H L M O
self /self/ = PRONOUN: εαυτός; ADJECTIVE: ίδιος; USER: εαυτός, αυτο, εαυτό, αυτό, self

GT GD C H L M O
semantic /sɪˈmæn.tɪk/ = ADJECTIVE: σημασιολογικός, σημαντικός, σημασίας; USER: σημασιολογικός, σημασιολογική, σημασιολογικό, σημασιολογικές, σημασιολογικής

GT GD C H L M O
semblance /ˈsem.bləns/ = NOUN: ομοιότητα, όψη, εμφάνιση, ομοιότης; USER: ομοιότητα, όψη, επίφαση, ομοιότητα μεταξύ, φαινομενική

GT GD C H L M O
semester /sɪˈmes.tər/ = NOUN: ακαδημαϊκό εξάμηνο, σχολικό εξάμηνο; USER: εξάμηνο, εξαμήνου, εξάμηνο του, εξάμηνα

GT GD C H L M O
senior /ˈsiː.ni.ər/ = ADJECTIVE: αρχαιότερος, γηραιότερος, μεγαλύτερος; NOUN: πρεσβύτερος; USER: αρχαιότερος, ανώτερος, ανώτερων, ανώτερα, ανώτερο

GT GD C H L M O
sense /sens/ = NOUN: έννοια, αίσθηση, νόημα, λογικό, συναίσθημα, νους, γνώση; VERB: διαισθάνομαι; USER: αίσθηση, νόημα, έννοια, λογικό, αίσθημα

GT GD C H L M O
sensing /sens/ = NOUN: εξεύρεση της φόρας; USER: αίσθησης, ανίχνευσης, αισθητήρια, ανίχνευση, αισθητήριο

GT GD C H L M O
sensitive /ˈsen.sɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, εύθικτος, αισθητικός; USER: ευαίσθητος, ευαίσθητα, ευαίσθητο, ευαίσθητες, ευαίσθητων

GT GD C H L M O
sensual /ˈsen.sjʊəl/ = ADJECTIVE: αισθησιακός, σαρκικός, φιλήδονος; USER: αισθησιακός, αισθησιακό, αισθησιακή, αισθησιακές, αισθησιακά

GT GD C H L M O
sentient /ˈsen.tɪ.ənt/ = ADJECTIVE: αισθητικός, ευαίσθητος; USER: αισθανόμενα, τα αισθανόμενα, ευαίσθητα, αισθανόμενο, αισθητήρια

GT GD C H L M O
sept /sepˈtem.bər/ = USER: Σεπτέμβριος, Σεπτέμβριο, Σεπτέμβρης, Σεπ, Σεπτέμβρη

GT GD C H L M O
september /sepˈtem.bər/ = NOUN: Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης; USER: Σεπτέμβριος, Σεπ., Σεπτέμβρης, Σεπτέμβριο, Σεπ

GT GD C H L M O
series /ˈsɪə.riːz/ = NOUN: σειρά; USER: σειρά, σειράς, σειρές, series, σειρών

GT GD C H L M O
serve /sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα; VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω; USER: εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν, εξυπηρετεί

GT GD C H L M O
served /sɜːv/ = VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω; USER: εξυπηρετείται, σερβίρεται, εξυπηρετούνται, υπηρέτησε, σερβίρονται

GT GD C H L M O
serves /sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα; VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω; USER: εξυπηρετεί, χρησιμεύει, σερβίρει, υπηρετεί, χρησιμεύει για

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
serving /ˈsɜː.vɪŋ/ = NOUN: σερβίρισμα, έκτιση; USER: σερβίρισμα, εξυπηρετούν, σερβίρει, που εξυπηρετούν, που σερβίρει, που σερβίρει

GT GD C H L M O
session /ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος; USER: συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία

GT GD C H L M O
sessions /ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος; USER: συνεδρίες, συνεδριάσεις, συνεδριών, συνόδων, συνόδους

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
seth = USER: Seth, Ο Seth, Σεθ, Σηθ, τον Seth

GT GD C H L M O
several /ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι; PRONOUN: μερικοί; USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες

GT GD C H L M O
shared /ʃeəd/ = VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, κοινά, κοινή

GT GD C H L M O
shop /ʃɒp/ = NOUN: κατάστημα, μαγαζί, εργαστήριο; VERB: ψωνίζω; USER: κατάστημα, shop, ψωνίσετε, ψωνίζουν, ψωνίσει

GT GD C H L M O
shot /ʃɒt/ = NOUN: βολή, πυροβολισμός, φωτογραφία, σφαίρα, σφηνάκι, ένεση, σφαιρίδια, ποτό, σκοπευτής, τουφεκισμός; USER: βολή, πυροβολισμός, shot, πυροβολισμό, πυροβόλησε

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
showed /ʃəʊ/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: έδειξε, έδειξαν, κατέδειξε, παρουσίασε, παρουσίασαν

GT GD C H L M O
showing /ˈʃəʊ.ɪŋ/ = NOUN: επίδειξη, εκδήλωση; USER: επίδειξη, δείχνει, που δείχνει, δείχνουν, που δείχνουν

GT GD C H L M O
shown /ʃəʊn/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανίζεται, που εμφανίζονται, δείξει

GT GD C H L M O
shows /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
shuttle /ˈʃʌt.l̩/ = NOUN: σαΐτα, κερκίδα, κερκίς, σαΐτα αργαλείου; USER: σαΐτα, Μεταφορά από και προς, μεταφοράς με λεωφορείο, λεωφορείο, υπηρεσία μεταφοράς

GT GD C H L M O
sicily = NOUN: Σικελία; USER: Σικελία, sicily, Σικελίας, σικελιας, προορισμό Σικελία

GT GD C H L M O
side /saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά; ADJECTIVE: πλάγιος; USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά

GT GD C H L M O
sidewalk /ˈsaɪd.wɔːk/ = NOUN: πεζοδρόμιο; USER: πεζοδρόμιο, πεζοδρομίων, πεζοδρομίου, πεζοδρόμιο στο

GT GD C H L M O
signals /ˈsɪɡ.nəl/ = NOUN: σύνθημα, σινιάλο, σημείο; USER: σήματα, σημάτων, τα σήματα, σήματα που, μηνύματα

GT GD C H L M O
signature /ˈsɪɡ.nɪ.tʃər/ = NOUN: υπογραφή, τζίφρα; USER: υπογραφή, υπογραφής, την υπογραφή

GT GD C H L M O
significant /sigˈnifikənt/ = ADJECTIVE: σημαντικός, σπουδαίος, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά

GT GD C H L M O
silicone

GT GD C H L M O
simian

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
singularity /ˌsɪŋ.ɡjʊˈlær.ɪ.ti/ = NOUN: μοναδικότητα; USER: μοναδικότητα, ιδιομορφία, μοναδικότητας, ιδιαιτερότητα, ιδιομορφίας

GT GD C H L M O
sit /sɪt/ = VERB: καθίζω, κάθημαι, επικάθημαι, συνεδριάζω, ποζάρω; USER: κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσουν, καθίσουν

GT GD C H L M O
sixteenth /ˌsɪkˈstiːnθ/ = USER: sixteenth-, sixteenth; USER: δέκατος έκτος, δέκατο έκτο, δέκατη έκτη, δέκατου έκτου, δεκάτου έκτου

GT GD C H L M O
skilled /skɪld/ = ADJECTIVE: έμπειρος, επιδέξιος; USER: έμπειρος, εξειδικευμένο, ειδικευμένων, ειδικευμένους, ειδίκευσης

GT GD C H L M O
skills /skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης; USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων

GT GD C H L M O
skin /skɪn/ = NOUN: δέρμα, φλούδα, φλοιός, πετσί, τομάρι; VERB: γδέρνω, εκδέρω, ξεφλουδίζω; USER: δέρμα, δέρματος, του δέρματος, το δέρμα, επιδερμίδα

GT GD C H L M O
small /smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος; ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος; USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών

GT GD C H L M O
smaller /smɔːl/ = ADJECTIVE: μικρότερος; USER: μικρότερος, μικρότερο, μικρότερα, μικρότερες, μικρότερη

GT GD C H L M O
smart /smɑːt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, κομψός, ξύπνιος, οξύς, ζωηρός, δριμύς; NOUN: μάγκας, πόνος; VERB: πονώ, τσούζω; USER: έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνα

GT GD C H L M O
smit /smit/ = USER: Smit, η Smit, Σμιτ, ο Smit,

GT GD C H L M O
smithsonian = USER: Smithsonian, Σμιθσόνιαν, Σμιθσονιτικός, σμιθσονιτικό

GT GD C H L M O
social /ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός; USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές

GT GD C H L M O
society /səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία; USER: κοινωνία, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, πολιτών

GT GD C H L M O
sofia = NOUN: Σοφία; USER: Σοφία, ΣΟΦΙΑ, σόφια, sofia, Σοφίας,

GT GD C H L M O
software /ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό; USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού

GT GD C H L M O
souls /səʊl/ = NOUN: ψυχή; USER: ψυχές, ψυχών, οι ψυχές, τις ψυχές, ψυχή

GT GD C H L M O
source /sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση; USER: πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές

GT GD C H L M O
space /speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος; VERB: αραιώνω; USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε

GT GD C H L M O
speak /spiːk/ = VERB: μιλώ, ομιλώ, κουβεντιάζω; USER: μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν, μιλήσουν

GT GD C H L M O
speaker /ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής; USER: ομιλητής, μεγάφωνο, ηχείο, ηχείων, ομιλητή

GT GD C H L M O
special /ˈspeʃ.əl/ = ADJECTIVE: ειδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, έκτακτος, συγκεκριμένος, εξαιρετικός; USER: ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό, ειδικό

GT GD C H L M O
spectacles /ˈspek.tɪ.kl̩/ = NOUN: δίοπτρα, ματογυαλιά; USER: δίοπτρα, γυαλιά, θεάματα, γυαλιών, θεαμάτων

GT GD C H L M O
spectrum /ˈspek.trəm/ = NOUN: φάσμα, φωτόφασμα, πρισματικό φάσμα; USER: φάσμα, φάσματος, ραδιοφάσματος, του ραδιοφάσματος, του φάσματος

GT GD C H L M O
speech /spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά; USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο

GT GD C H L M O
spidery /ˈspaɪ.dər.i/ = ADJECTIVE: αραχνώδης; USER: αραχνώδης, αραχνοειδή, αραχνοειδείς, αραχνοειδές

GT GD C H L M O
spilling /spil/ = NOUN: χύσιμο; USER: χύσιμο, χυθεί, διαρροής, ανατρέπει, εκροή

GT GD C H L M O
spinoff

GT GD C H L M O
spontaneously /ˌspɒn.təˈneɪ.ɪ.ti/ = USER: αυθόρμητα, αυθορμήτως, αυτόματα, αυτομάτως, αυθόρμητη

GT GD C H L M O
sprayed /sprā/ = VERB: ψεκάζω, ραντίζω; USER: ψεκάζονται, ψεκάζεται, ψεκαστεί, ψεκασμό, εκτοξεύεται

GT GD C H L M O
spring /sprɪŋ/ = NOUN: άνοιξη, ελατήριο, πηγή, πήδημα; VERB: αναπηδώ, φύομαι, πηδώ, πηγάζω; USER: άνοιξη, ελατήριο, πηγή, άνοιξης, την άνοιξη

GT GD C H L M O
springer = NOUN: πηδών; USER: πηδών, Springer, πίσω έρχεται

GT GD C H L M O
square /skweər/ = NOUN: πλατεία, τετράγωνο, ορθωγωνιόμετρο; ADJECTIVE: τετράγωνος, τετραγωνικός, έντιμος, τίμιος; VERB: τετραγωνίζω, κανονίζω, εξισώνω; USER: πλατεία, τετράγωνο, τετραγωνικών, τετραγωνικά, δημόσιος

GT GD C H L M O
stable /ˈsteɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: σταθερός, ευσταθής, μόνιμος; NOUN: στάβλος; VERB: σταβλίζω, σταυλίζω; USER: σταθερός, στάβλος, σταθερή, σταθερό, σταθερές

GT GD C H L M O
stalk /stɔːk/ = NOUN: κοτσάνι, στέλεχος φυτού; ADJECTIVE: βλαστός; VERB: πλησιάζω προσεκτικώς, βαδίζω αγερωχώς; USER: κοτσάνι, βλαστός, στέλεχος, στελέχους, μίσχο

GT GD C H L M O
stand /stænd/ = NOUN: στάση, εξέδρα, βάθρο, σταμάτημα, παράπηγμα, στάντζα; VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι; USER: στάση, σταθεί, ξεχωρίζουν, ηρεμία, να σταθεί

GT GD C H L M O
stands /stænd/ = NOUN: στάση, εξέδρα, βάθρο, σταμάτημα, παράπηγμα, στάντζα; VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι; USER: στέκεται, περίπτερα, ξεχωρίζει, βρίσκεται, σημαίνει

GT GD C H L M O
startled /ˈstɑː.tl̩/ = VERB: τρομάζω, πτοώ, πτοούμαι, καταπλήσσω; USER: τρόμαξε, τρομαγμένη, ξάφνιασε, τρομάξει, ξαφνιάζεται

GT GD C H L M O
startup /dotcom/ = USER: εκκίνηση, εκκίνησης, την εκκίνηση, έναρξη, έναρξη λειτουργίας

GT GD C H L M O
startups /ˈstɑːt.ʌp/ = USER: ξεκινήματα, νεοσύστατες επιχειρήσεις, νεοσύστατες, startups, εκκινήσεις

GT GD C H L M O
state /steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή; ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός; VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω; USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών

GT GD C H L M O
states /steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή; VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω; USER: Τα κράτη, κράτη, αναφέρει, δηλώνει, Πολιτείες

GT GD C H L M O
statistical /stəˈtistikəl/ = ADJECTIVE: στατιστικός; USER: στατιστικός, στατιστικών, στατιστική, στατιστικές, στατιστικά

GT GD C H L M O
steering /ˈstɪə.rɪŋ ˌkɒl.əm/ = NOUN: πηδαλιούχηση; USER: πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, τιμόνι, υδραυλικό

GT GD C H L M O
stella = NOUN: Στέλλα; USER: Στέλλα, stella, χρήστη stella, Στέλλας

GT GD C H L M O
stem /stem/ = NOUN: στέλεχος, μίσχος, κορμός, κοτσάνι, πρώρα πλοίου; VERB: αναχαιτίζω, ανακόπτω, αντικρούω; USER: στέλεχος, απορρέουν, προέρχονται, προκύπτουν, πηγάζουν

GT GD C H L M O
stevenson = USER: Stevenson, Στίβενσον

GT GD C H L M O
stimuli /ˈstɪm.jʊ.ləs/ = NOUN: κίνητρο, διεγερτικό, παρακινητικό, ελατήριο; USER: ερεθίσματα, ερεθισμάτων, κίνητρα, ερέθισμα, ερεθισμών

GT GD C H L M O
stinky /ˈstɪŋ.kɪŋ/ = USER: stinky, τα stinky, βρωμερός,

GT GD C H L M O
stone /stəʊn/ = NOUN: πέτρα, λίθος, λιθάρι, πυρήν οπώρας; ADJECTIVE: πέτρινος; VERB: λιθοβολώ, ξεκουκιάζω; USER: πέτρα, πέτρινο, πέτρας, πέτρινα, πέτρινη

GT GD C H L M O
store /stɔːr/ = NOUN: κατάστημα, αποθήκη, μαγαζί, παρακαταθήκη, στοκ, μέγα ποσό; VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω; USER: αποθήκευση, αποθηκεύουν, αποθηκεύσετε, αποθηκεύσει, αποθηκεύει

GT GD C H L M O
strange /streɪndʒ/ = ADJECTIVE: παράξενος, ξένος, μυστήριος; USER: παράξενος, παράξενο, παράξενη, περίεργο, παράξενα

GT GD C H L M O
street /striːt/ = NOUN: δρόμος, οδός; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό, οδό

GT GD C H L M O
strives /straɪv/ = USER: προσπαθεί, αγωνίζεται, πασχίζει, επιδιώκει, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια

GT GD C H L M O
structured /ˈstrʌk.tʃəd/ = ADJECTIVE: δομημένος; USER: δομημένος, δομημένη, δομημένο, διαρθρωμένη, διαρθρωμένο

GT GD C H L M O
structures /ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή; USER: δομές, δομών, κατασκευές, των δομών, τις δομές, τις δομές

GT GD C H L M O
struggling /ˈstrʌɡ.lɪŋ/ = VERB: αγωνίζομαι, παλαίω; USER: αγωνίζονται, αγωνίζεται, που αγωνίζονται, παλεύουν, αγωνίζονται για

GT GD C H L M O
stu = USER: φοιτητές, stu, ΙΤΜ, φοιτη, χωριστή τεχνική μονάδα

GT GD C H L M O
student /ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητής, σπουδαστής; USER: φοιτητής, σπουδαστής, σπουδαστών, φοιτητή, μαθητή, μαθητή

GT GD C H L M O
students /ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητόκοσμος; USER: φοιτητές, μαθητές, οι μαθητές, σπουδαστές, μαθητών, μαθητών

GT GD C H L M O
studied /ˈstʌd.id/ = ADJECTIVE: μελετημένος, εσκεμμένος; USER: μελετηθεί, μελετήθηκαν, μελέτησε, μελετήθηκε, σπούδασε, σπούδασε

GT GD C H L M O
studies /ˈstədē/ = NOUN: σπουδές; USER: σπουδές, μελέτες, μελετών, σπουδών, μελέτες που, μελέτες που

GT GD C H L M O
studio /ˈstjuː.di.əʊ/ = NOUN: στούντιο, ατελιέ, εργαστήριο καλλιτέχνου; USER: στούντιο, Studio, γκαρσονιέρα, ατελιέ

GT GD C H L M O
studios /ˈstjuː.di.əʊ/ = NOUN: στούντιο, ατελιέ, εργαστήριο καλλιτέχνου; USER: studios, στούντιο, τα στούντιο, Εργαστήρια, Στούντιος

GT GD C H L M O
study /ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο; VERB: μελετώ, σπουδάζω; USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν

GT GD C H L M O
style /staɪl/ = NOUN: στυλ, ύφος, τρόπος, ρυθμός, γραφή, συρμός, λεκτικό; VERB: προσαγορεύω; USER: στυλ, ύφος, στιλ, το στυλ, το ύφος, το ύφος

GT GD C H L M O
sub /sʌb/ = PREFIX: υπο-; USER: sub, υπο, υποκατηγορίες, επιμέρους, υπό

GT GD C H L M O
subsequent /ˈsʌb.sɪ.kwənt/ = ADJECTIVE: μεταγενέστερος, ακόλουθος; USER: μεταγενέστερη, μεταγενέστερες, μετέπειτα, επακόλουθη, επόμενες, επόμενες

GT GD C H L M O
subsequently /ˈsʌb.sɪ.kwənt/ = ADVERB: ακολούθως, μεταγενέστερα; USER: μεταγενέστερα, ακολούθως, στη συνέχεια, συνέχεια, εν συνεχεία

GT GD C H L M O
successful /səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος; USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς

GT GD C H L M O
successfully /səkˈses.fəl/ = ADVERB: επιτυχώς; USER: επιτυχώς, επιτυχία, με επιτυχία, επιτυχή, την επιτυχή

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
summer /ˈsʌm.ər/ = NOUN: καλοκαίρι, θέρος; USER: καλοκαίρι, καλοκαιρινά, το καλοκαίρι, καλοκαιριού, ντεπόζιτο καλοκαιρινά, ντεπόζιτο καλοκαιρινά

GT GD C H L M O
summit /ˈsʌm.ɪt/ = NOUN: κορυφή; USER: κορυφή, σύνοδο κορυφής, διάσκεψη κορυφής, συνόδου κορυφής, κορυφής

GT GD C H L M O
sun /sʌn/ = NOUN: ήλιος; VERB: ηλιάζω; USER: ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, ηλιόλουστη

GT GD C H L M O
sung /sʌŋ/ = VERB: τραγουδώ, ψάλλω, άδω; USER: τραγουδιέται, sung, Σουνγκ, τραγούδησε, τραγουδήσει

GT GD C H L M O
superhuman /ˌso͞opərˈ(h)yo͞omən/ = NOUN: υπεράνθρωπος; ADJECTIVE: υπεράνθρωπος; USER: υπεράνθρωπος, υπεράνθρωπη, υπεράνθρωπες, υπεράνθρωπο, υπεράνθρωποι

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
supported /səˈpɔːt/ = VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστηρίζονται, υποστηρίζεται, υποστηριζόμενη, υποστήριξη, υποστήριξε

GT GD C H L M O
surgery /ˈsɜː.dʒər.i/ = NOUN: χειρουργική, χειρουργείο; USER: χειρουργική, χειρουργείο, χειρουργική επέμβαση, επέμβαση, εγχείρηση

GT GD C H L M O
surprising /səˈpraɪ.zɪŋ/ = ADJECTIVE: εκπληκτικός; USER: εκπληκτικός, έκπληξη, εκπληκτικό, έκπληξη το γεγονός, προκαλεί έκπληξη

GT GD C H L M O
surreal /səˈrɪəl/ = USER: σουρεαλιστικό, σουρεαλιστική, σουρεαλιστικές, surreal, σουρεαλιστικά

GT GD C H L M O
sways /sweɪ/ = NOUN: ταλάντευση, εξουσία, επιρροή, κουνώ, κράτος; VERB: κραδαίνω, ταλαντεύω, πάλλω, ταλαντεύομαι, κυβερνώ, επηρεάζω; USER: ταλαντεύεται, κλυδωνισμούς, ταλάντωσης, κλυδωνισμοί, παλινδρομήσεις,

GT GD C H L M O
swenson = USER: Swenson, τους Swenson, Σβένσον,

GT GD C H L M O
swim /swɪm/ = VERB: κολυμπώ, κολυμβώ; NOUN: ζάλη, κολύμβημα; USER: κολυμπώ, ζάλη, κολυμπήσετε, κολυμπήσουν, κολυμπούν

GT GD C H L M O
swimming /swɪm/ = NOUN: κολύμπι, μπάνιο, κολύμβημα; USER: κολύμπι, μπάνιο, κολύμβηση, πισίνα, κολύμβησης

GT GD C H L M O
symposium /sɪmˈpəʊ.zi.əm/ = NOUN: συμπόσιο, φιλολογική συγκέντρωση; USER: συμπόσιο, συμποσίου, Symposium, συμπόσιο που, Συμπόσιο για

GT GD C H L M O
synthesis /ˈsɪn.θə.sɪs/ = NOUN: σύνθεση; USER: σύνθεση, σύνθεσης, συνθέσεως, τη σύνθεση, synthesis

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
table /ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ; ADJECTIVE: επιτραπέζιος; VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση; USER: τραπέζι, πίνακα, πίνακας, πίνακα που, επιτραπέζια

GT GD C H L M O
tables /ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ; VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση; USER: πίνακες, τραπέζια, πινάκων, τους πίνακες, πίνακες που

GT GD C H L M O
taboos /təˈbo͞o,taˈbo͞o/ = USER: ταμπού, τα ταμπού, ταμπού που, προκαταλήψεις,

GT GD C H L M O
tac /ˌtɪk.tækˈtəʊ/ = USER: tac, TAC που, TAC Το, ίαο

GT GD C H L M O
talent /ˈtæl.ənt/ = NOUN: ταλέντο, ιδιοφυία, ταλάντο; USER: ταλέντο, ταλέντων, το ταλέντο, ταλέντου, ταλέντα

GT GD C H L M O
talents /ˈtæl.ənt/ = NOUN: ταλέντο, ιδιοφυία, ταλάντο; USER: ταλέντα, τα ταλέντα, ταλέντων, ταλέντο, τάλαντα

GT GD C H L M O
talk /tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη; VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε

GT GD C H L M O
tall /tɔːl/ = ADJECTIVE: ψηλός, υψηλός; USER: ψηλός, ψηλό, ψηλά, ύψος, ψηλή, ψηλή

GT GD C H L M O
taught /tɔːt/ = ADJECTIVE: διδακτός; USER: διδάσκεται, διδάσκονται, διδάξει, διδαχθεί, δίδαξε, δίδαξε

GT GD C H L M O
tea /tiː/ = NOUN: τσάι; USER: τσάι, τσαγιού, Παρασκευαστής καφέ, Tea, παροχές για τσάι, παροχές για τσάι

GT GD C H L M O
teacher /ˈtiː.tʃər/ = NOUN: δάσκαλος, διδάσκαλος, διδασκάλισσα; USER: δάσκαλος, εκπαιδευτικών, δάσκαλο, δασκάλου, των εκπαιδευτικών, των εκπαιδευτικών

GT GD C H L M O
teachers /ˈtiː.tʃər/ = NOUN: δάσκαλος, διδάσκαλος, διδασκάλισσα; USER: καθηγητές, εκπαιδευτικούς, εκπαιδευτικοί, δασκάλους, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικών

GT GD C H L M O
teaching /ˈtiː.tʃɪŋ/ = NOUN: διδασκαλία, διδαχή; USER: διδασκαλίας, διδασκαλία, διδακτικό, διδακτικού, τη διδασκαλία, τη διδασκαλία

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
tech /tek/ = USER: tech, τεχνολογίας, τεχνολογία

GT GD C H L M O
technical /ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός; USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
technician /tekˈnɪʃ.ən/ = ADJECTIVE: τεχνικός; NOUN: τεχνολόγος; USER: τεχνικός, τεχνικό, τεχνικού, τεχνικών, τεχνίτης

GT GD C H L M O
techniques /tekˈniːk/ = NOUN: τεχνική; USER: τεχνικές, τεχνικών, τις τεχνικές, των τεχνικών, τεχνικές που

GT GD C H L M O
technological /ˌtek.nəˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνολογικός; USER: τεχνολογικός, τεχνολογικής, τεχνολογική, τεχνολογικές, τεχνολογικών

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
ted /ted/ = VERB: απλώνω χόρτα, ξυραίνω χόρτα; USER: ted, το TED, με το TED, του TED, Τεντ

GT GD C H L M O
tedx

GT GD C H L M O
tends /tend/ = VERB: τείνω, φροντίζω, κλίνω, φυλάσσω, φυλάττω, περιποιούμαι, ρέπω, συντελώ; USER: τείνει, τάση, έχει την τάση, τείνουν, συνήθως

GT GD C H L M O
term /tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία; VERB: ονομάζω; USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας

GT GD C H L M O
test /test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής; VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμή, εξέταση, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, δοκιμασία

GT GD C H L M O
testing /ˈtes.tɪŋ/ = VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμές, δοκιμή, δοκιμών, δοκιμής, έλεγχο

GT GD C H L M O
th /ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
theater /ˈθɪə.tər/ = NOUN: θέατρο, θέατρο; USER: θέατρο, θεάτρου, το θέατρο, θεατρικές, theater

GT GD C H L M O
theatre /ˈθɪə.tər/ = USER: θέατρο, θεάτρου, το θέατρο, θεατρικές, theater

GT GD C H L M O
theatrical /θiˈæt.rɪ.kəl/ = ADJECTIVE: θεατρικός; USER: θεατρικός, θεατρικές, θεατρική, θεατρικό, θεατρικά

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
theme /θiːm/ = NOUN: θέμα; USER: θέμα, θέματος, το θέμα, θεματικό, θεματικά

GT GD C H L M O
themed /θiːm/ = USER: θέμα, με θέμα, θεματικές, θεματικά, themed

GT GD C H L M O
therapy /ˈθer.ə.pi/ = NOUN: θεραπεία; USER: θεραπεία, θεραπείας, θεραπεία με, θεραπείας με, η θεραπεία

GT GD C H L M O
thereby /ˌðeəˈbaɪ/ = ADVERB: εκ τούτου, από αυτό, διά τούτου; USER: εκ τούτου, έτσι, τρόπο αυτό, τον τρόπο αυτό, ως εκ τούτου

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
thesis /ˈθiː.sɪs/ = NOUN: διατριβή, θέση, θέμα, έκθεση; USER: διατριβή, διατριβής, εργασία, θέση, διπλωματική εργασία

GT GD C H L M O
third /θɜːd/ = USER: third-, third; USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων

GT GD C H L M O
thirty /ˈθɜː.ti/ = USER: thirty-, thirty, thirty; USER: τριάντα, από τριάντα, τριακοστή, τριάκοντα

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
threats /θret/ = NOUN: απειλή, φοβερά; USER: απειλές, απειλών, τις απειλές, απειλές για, απειλές κατά

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
throughout /θruːˈaʊt/ = ADVERB: παντού, καθ' ολοκληρίαν, καθ' όλην την διάρκεια, καθ' όλην την έκταση; USER: παντού, όλη, σε όλη, ολόκληρη, σε ολόκληρη, σε ολόκληρη

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
timeless /ˈtaɪm.ləs/ = ADJECTIVE: αιώνιος, μη αναφέρων την ώραν; USER: διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, διαχρονικά

GT GD C H L M O
times /taɪmz/ = NOUN: φορές; USER: φορές, χρόνους, χρόνοι, ώρες, φορές την, φορές την

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
together /təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα; USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό

GT GD C H L M O
too /tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ; USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα

GT GD C H L M O
took /tʊk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: πήρε, έλαβε, έλαβαν, πήραν, ανέλαβε, ανέλαβε

GT GD C H L M O
tool /tuːl/ = NOUN: εργαλείο, σύνεργο, ψωλή; VERB: κατεργάζομαι; USER: εργαλείο, εργαλείου, μέσο, εργαλείο για, το εργαλείο

GT GD C H L M O
toole = USER: Toole, ΤοοΙβ, ΤοοΙθ, Τοοίε

GT GD C H L M O
top /tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα; ADJECTIVE: ανώτατος; VERB: σκεπάζω, υπερβάλω; USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή

GT GD C H L M O
toward /təˈwɔːdz/ = PREPOSITION: προς, περί, πλησίον; ADJECTIVE: επικείμενος; USER: προς, προς την, προς το, απέναντι, προς την κατεύθυνση

GT GD C H L M O
towards /təˈwɔːdz/ = PREPOSITION: προς, περί, πλησίον; USER: προς, για, προς την, έναντι, μπαλιά

GT GD C H L M O
toy /tɔɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, παιχνιδάκι, παίγνιο, παιγνιδάκι, κλοτσοσκούφι, παίχνιο; ADJECTIVE: άθυρμα, παικτικός; VERB: παίζω; USER: παιχνίδι, παιχνιδιών, παιχνιδιού, παιχνίδια, παιγνίδι

GT GD C H L M O
track /træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος; VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
traditional /trəˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: παραδοσιακός, πατροπαράδοτος; USER: παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό, παραδοσιακά, παραδοσιακές

GT GD C H L M O
traditions /trəˈdɪʃ.ən/ = NOUN: παράδοση; USER: παραδόσεις, παραδόσεων, τις παραδόσεις, παράδοση, έθιμα

GT GD C H L M O
trailer /ˈtreɪ.lər/ = NOUN: τροχόσπιτο, νταλίκα, ρυμουλκούμενος, σύρων, συρομένος, άμαξα συρομένη από αυτοκίνητο; USER: τροχόσπιτο, ρυμουλκούμενο, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, τρέιλερ

GT GD C H L M O
training /ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση; USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
transfer /trænsˈfɜːr/ = NOUN: μεταβίβαση, μεταφορά, μετάθεση, έμβασμα, μετεπιβίβαση, ανταπόκριση, εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου; VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ; USER: μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφέρω, μεταφέρετε, μεταφέρει

GT GD C H L M O
transform /trænsˈfɔːm/ = VERB: μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταμορφώ, μεταμορφώνω; USER: μετασχηματισμό, μετατρέπουν, μετατρέψει, μετατροπή, μετατρέψουν

GT GD C H L M O
transformation /ˌtræns.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: μετασχηματισμός, μεταμόρφωση, μεταλλαγή; USER: μετασχηματισμός, μεταμόρφωση, μετατροπή, μετασχηματισμού, μετασχηματισμό

GT GD C H L M O
transformational /ˌtrænsfəˈmeɪʃənəl/ = USER: μετασχηματιστική, μετασχηματισμό, μετασχηματισμού, μεταμορφωτική, μετασχηματιστικές

GT GD C H L M O
transitioned = USER: μεταπηδά, μεταβεί, στράφηκαν, transitioned, μετάβασή

GT GD C H L M O
transitioning = USER: Τη μετάβαση

GT GD C H L M O
translation /trænsˈleɪ.ʃən/ = NOUN: μετάφραση; USER: μετάφραση, μετάφρασης, μεταφραστικές, μεταφραστικών, μεταφράσεως

GT GD C H L M O
transmitting /trænzˈmɪt/ = VERB: διαβιβάζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω; USER: μετάδοση, εκπέμπει, διαβίβαση, μετάδοσης, τη μετάδοση

GT GD C H L M O
transmute /trænzˈmjuːt/ = VERB: μεταλλάσσω, μετατρέπω; USER: μεταλλάξει, μετατρέψει, μετατρέπουμε, μετουσιώνουν, μετατρέψουμε

GT GD C H L M O
travel /ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδι, ταξίδιο; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύουν, ταξιδέψετε, ταξιδέψουν

GT GD C H L M O
treatment /ˈtriːt.mənt/ = NOUN: θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, κατεργασία; USER: θεραπεία, αγωγή, μεταχείριση, κατεργασία, θεραπείας

GT GD C H L M O
trees /triː/ = NOUN: δέντρο, δένδρο; USER: δέντρα, τα δέντρα, δένδρα, δέντρων, δένδρων, δένδρων

GT GD C H L M O
tribune /ˈtrɪb.juːn/ = NOUN: βήμα, υπερασπιστής των δικαιωμάτων του λαού της αρχαίας ρώμης; USER: βήμα, Tribune, εξέδρα, δημάρχου, βήμα του

GT GD C H L M O
triennial /trīˈenēəl/ = ADJECTIVE: τριετής, ανά τρία έτη; NOUN: τριετές συμβάν; USER: τριετής, τριετές, τριετούς, τριετή, ανά τριετία,

GT GD C H L M O
truly /ˈtruː.li/ = ADVERB: όντως, ειλικρινά, αληθώς, ειλικρινώς; USER: αληθώς, όντως, ειλικρινά, πραγματικά, αληθινά

GT GD C H L M O
trust /trʌst/ = NOUN: εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, πίστη, παρακαταθήκη, τράστ, πίστωση, εμπορικός συνδυασμός; VERB: εμπιστεύομαι, έχω πίστη, έχω πεποίθηση; USER: εμπιστοσύνη, εμπιστεύονται, εμπιστευθείτε, εμπιστεύεστε, Αξιόπιστες

GT GD C H L M O
tshirt /ˈtiː.ʃɜːt/ = USER: tshirt, μπλούζα, μπλουζών, μπλούζας, μπλουζάκι

GT GD C H L M O
tub /tʌb/ = NOUN: μπάνιο, κάδος, σαπιοκάραβο, σκάφη λούτρου, αργοκίνητο πλοίο; USER: μπάνιο, μπανιέρα, μπανιέρας, ντουζιέρα, tub

GT GD C H L M O
tubs /tʌb/ = NOUN: μπάνιο, κάδος, σαπιοκάραβο, σκάφη λούτρου, αργοκίνητο πλοίο; USER: σκάφες, μπανιέρες, Ταμπς, μαστέλα, δοχεία

GT GD C H L M O
turin = NOUN: Τουρίνο; USER: Τουρίνο, Τορίνο, turin, Τορίνου

GT GD C H L M O
turtles /ˈtɜː.tl̩/ = NOUN: χελώνα, χελώνη; USER: χελώνες, θαλάσσιες χελώνες, χελωνών, χελώνας, οι χελώνες

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
type /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο

GT GD C H L M O
typical /ˈtɪp.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τυπικός, χαρακτηριστικός; USER: τυπικός, χαρακτηριστικός, τυπικό, τυπική, τυπικά, τυπικά

GT GD C H L M O
u /ju/ = USER: u, u Κάντε, κα, το u, Κάντε u,

GT GD C H L M O
ucla = USER: UCLA, του UCLA, το UCLA, στο UCLA

GT GD C H L M O
ultimately /ˈʌl.tɪ.mət.li/ = ADVERB: τελικά; USER: τελικά, τέλει, τελική ανάλυση, τελικώς

GT GD C H L M O
uncanny /ʌnˈkæn.i/ = ADJECTIVE: μυστηριώδης, αφύσικος; USER: μυστηριώδης, παράξενη, μυστηριώδη, απόκοσμη, παράξενο

GT GD C H L M O
under /ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω; ADVERB: από κάτω; USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο

GT GD C H L M O
undergraduate /ˌəndərˈgrajəwit/ = NOUN: φοιτητής; ADJECTIVE: τελειόφοιτος, μη απολυθείς; USER: φοιτητής, προπτυχιακό, προπτυχιακών, προπτυχιακούς, προπτυχιακά

GT GD C H L M O
understanding /ˌəndərˈstand/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, συνεννόηση; USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, της κατανόησης

GT GD C H L M O
universal /ˌyo͞onəˈvərsəl/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος, γενικός; USER: καθολικής, καθολική, καθολικό, την καθολική, καθολικών

GT GD C H L M O
universities /ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο; USER: πανεπιστήμια, τα πανεπιστήμια, πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων

GT GD C H L M O
university /ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο; USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή

GT GD C H L M O
unlock /ʌnˈlɒk/ = VERB: ξεκλειδώνω; USER: ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το

GT GD C H L M O
unreal /ʌnˈrɪəl/ = ADJECTIVE: ανύπαρκτος, φανταστικός, μη πραγματικός; USER: φανταστικός, ανύπαρκτος, Unreal, εξωπραγματικό, εξωπραγματική

GT GD C H L M O
unsettling /ʌnˈset.əl.ɪŋ/ = VERB: κλονίζω, διαταράσσω; USER: συνταρακτικό, ανησυχητική, συνταρακτική, ανησυχητικό, ανησυχητικές

GT GD C H L M O
until /ənˈtɪl/ = PREPOSITION: μέχρι, έως, ίσαμε; CONJUNCTION: ώσπου, ότου; USER: μέχρι, έως, έως ότου, μέχρι τις, μέχρι να, μέχρι να

GT GD C H L M O
unveiling /ʌnˈveɪl/ = NOUN: αποκαλυπτήρια; USER: αποκαλυπτήρια, παρουσιάσει, αποκαλύπτοντας, αποκάλυψη, αποκαλυπτηρίων

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
upending /ʌpˈend/ = VERB: τοποθετώ όρθιο; USER: καταλύοντας την,

GT GD C H L M O
upon /əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις; USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
usa /ˌjuː.esˈeɪ/ = ABBREVIATION: ΗΠΑ, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής; USER: ΗΠΑ, usa, Η.Π.Α., Αμερική, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

GT GD C H L M O
usc

GT GD C H L M O
usd = USER: USD, δολάρια, Δολ ΗΠΑ, δολαρίου, Εύρος

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
useful /ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος; USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
v /viː/ = USER: v, κατά, ν

GT GD C H L M O
valley /ˈvæl.i/ = NOUN: κοιλάδα, κοιλάς; USER: κοιλάδα, Valley, κοιλάδας, κοιλάδα του, πεδιάδα

GT GD C H L M O
van /væn/ = NOUN: βαν, φορτηγό, βαγόνι αποσκευών, πρωτοπορεία, σκεπασμένο κάρο μετακομίσεως; USER: βαν, φορτηγό, Van

GT GD C H L M O
varied /ˈveə.rɪd/ = ADJECTIVE: ποικίλος, διάφορος; USER: κυμαινόταν, ποικίλει, ποικίλες, μεταβάλλεται, ποικίλλουν

GT GD C H L M O
various /ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους; USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους

GT GD C H L M O
vectors /ˈvek.tər/ = NOUN: διάνυσμα, άνυσμα; USER: φορείς, διανύσματα, φορέων, διανυσμάτων, φορείς που

GT GD C H L M O
vehicle /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων

GT GD C H L M O
venture /ˈven.tʃər/ = NOUN: τόλμημα, διακύβευση; VERB: τολμώ, αποτολμώ, ριψοκινδυνεύω; USER: επιχείρηση, επιχείρησης, επιχειρηματικών, εγχείρημα, επιχειρηματικά

GT GD C H L M O
verisimilitude /ˌver.ɪ.sɪˈmɪl.ɪ.tjuːd/ = NOUN: αληθοφάνεια, πιθανότης, ευλογοφάνεια, πιθανότητα; USER: αληθοφάνεια, επίρρωση, αληθοφάνειας, verisimilitude

GT GD C H L M O
version /ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση; USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή

GT GD C H L M O
versions /ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση; USER: εκδόσεις, εκδόσεων, εκδοχές, τις εκδόσεις, έκδοση

GT GD C H L M O
via /ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου; USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των

GT GD C H L M O
vice /vaɪs/ = NOUN: μέγγενη, κακία, ελάττωμα, φαυλότητα, βίτσιο, σφιγκτήρ, φαυλότης, αντικαταστάτης; USER: κακία, μέγγενη, αντιπρόεδρος, αντιπροέδρου, αντιπρόεδρο

GT GD C H L M O
victor /ˈvɪk.tər/ = NOUN: νικητής, βίκτορας; USER: νικητής, Victor, νικητή, Βίκτωρ, Βίκτορ

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
virtual /ˈvɜː.tju.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός, κατ' ουσίαν καίτοι όχι πραγματικός, κατ' αποτέλεσμα καίτοι όχι πραγματικός; USER: εικονικό, virtual, εικονική, εικονικής, εικονικές

GT GD C H L M O
visiting /ˈvizit/ = VERB: επισκέπτομαι; USER: επίσκεψη, επισκεφτείτε, επισκέπτονται, επισκεφθείτε, που επισκέπτονται

GT GD C H L M O
visitors /ˈvizitər/ = NOUN: επισκέπτης, μουσαφίρης; USER: επισκέπτες, οι επισκέπτες, επισκεπτών, τους επισκέπτες, στους επισκέπτες

GT GD C H L M O
visits /ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη; VERB: επισκέπτομαι; USER: επισκέψεις, επισκέψεων, τις επισκέψεις, επισκέψεις καθώς, επισκέπτες

GT GD C H L M O
visual /ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός; USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά

GT GD C H L M O
vitae /kəˌrɪk.jʊ.ləmˈviː.taɪ/ = USER: σημείωμα, vitae, Βιογραφικό, σημειώματος, σημειώματα

GT GD C H L M O
vol = USER: vol, τόμος, νοί

GT GD C H L M O
volume /ˈvɒl.juːm/ = NOUN: τόμος, όγκος; USER: όγκος, τόμος, όγκο, όγκου, ένταση

GT GD C H L M O
voted /vəʊt/ = VERB: ψηφίζω; USER: ως, ψήφισαν, ψήφισε, ψηφιστεί ως

GT GD C H L M O
vt = USER: vt, Βερμόντ

GT GD C H L M O
w /ˈdʌb·əl·ju/ = USER: w, β, Δ, ν, βάρος,

GT GD C H L M O
walk /wɔːk/ = VERB: περπατώ, βαδίζω, περιπατώ; NOUN: περίπατος, βόλτα, πεζοπορία, βάδισμα; USER: περπατώ, περίπατος, βόλτα, πόδια, τα πόδια, τα πόδια

GT GD C H L M O
walking /ˈwɔː.kɪŋ/ = NOUN: περίπατος; USER: περίπατος, πόδια, τα πόδια, περπάτημα, κοντινή

GT GD C H L M O
wall /wɔːl/ = NOUN: τείχος, τοίχος; VERB: περιτειχίζω; USER: τοίχος, τείχος, τοίχο, τοίχωμα, τοιχώματος

GT GD C H L M O
walt = USER: Walt, την Walt, του Walt, η Walt, ο Walt,

GT GD C H L M O
wander /ˈwɒn.dər/ = VERB: περιπλανιέμαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι; USER: περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιφέρονται

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
wash /wɒʃ/ = NOUN: πλύση, μπουγάδα; VERB: πλένω, πλύνω, να πλυθεί, πλύνομαι, νίπτω, νίπτομαι, λούω; USER: πλύση, πλύσιμο, πλένω, πλύνω, πλύνετε

GT GD C H L M O
water /ˈwɔː.tər/ = NOUN: νερό, ύδωρ; VERB: ποτίζω, νερώνω; USER: νερό, ύδωρ, νερού, ύδατος, υδάτων

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
week /wiːk/ = NOUN: εβδομάδα; USER: εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα

GT GD C H L M O
weeks /wiːk/ = USER: εβδομάδες, εβδομάδων, βδομάδες, εβδομάδα

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
west /west/ = NOUN: δύση; ADJECTIVE: δυτικός; USER: δύση, δυτικά, δυτική, δυτικά της

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
whining /waɪn/ = VERB: κλαθμυρίζω; USER: κλαψούρισμα, γκρίνια, κλαψουρίζοντας, γκρινιάζεις, κλαψουρίζει

GT GD C H L M O
white /waɪt/ = NOUN: λευκό; ADJECTIVE: λευκός, άσπρος; USER: λευκό, λευκός, άσπρο, λευκή, λευκά, λευκά

GT GD C H L M O
whitey /ˈ(h)wīdē/ = USER: Whitey, Ασπρούλη,

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
wide /waɪd/ = ADJECTIVE: ευρύς, φαρδύς, πλατύς; USER: ευρύς, ευρύ, μεγάλη, ευρεία, ευρείας, ευρείας

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
winner /ˈwɪn.ər/ = NOUN: νικητής, κερδίσας; USER: νικητής, νικητή, νίκη, νικήτρια, νικητής του

GT GD C H L M O
winning /ˈwɪn.ɪŋ/ = ADJECTIVE: επιτυχής, ελκυστικός; NOUN: κερδίζων; USER: νίκη, κερδίζοντας, νίκης, τη νίκη, κερδίζει

GT GD C H L M O
winter /ˈwɪn.tər/ = NOUN: χειμώνας, χειμών; VERB: παραχειμάζω, διαχειμάζω; USER: χειμώνας, χειμώνα, το χειμώνα, χειμερινή, χειμερινό

GT GD C H L M O
wired /waɪəd/ = VERB: εφοδιάζω με σύρματα, συνδέω με σύρματα, τηλεγραφώ; USER: ενσύρματο, ενσύρματη, ενσύρματα, ενσύρματες, ενσύρματη σύνδεση

GT GD C H L M O
wisdom /ˈwɪz.dəm/ = NOUN: σοφία, φρόνηση, σύνεση; USER: σοφία, φρόνηση, σοφίας, τη σοφία, η σοφία

GT GD C H L M O
wise /waɪz/ = ADJECTIVE: σοφός, συνετός, φρόνιμος; NOUN: τρόπος, σώφρονας; USER: σοφός, σοφό, σοφή, συνετό, φρόνιμο

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
won /wʌn/ = NOUN: γουόν; USER: γουόν, κέρδισε, κερδίσει, κέρδισαν, κέρδισε το, κέρδισε το

GT GD C H L M O
wonder /ˈwʌn.dər/ = VERB: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι, απορώ, θαυμάζω, εκπλήττομαι; NOUN: θαύμα, έκπληξη, θαυμασμός; USER: αναρωτιέμαι, απορώ, διερωτώμαι, θαύμα, αναρωτιούνται

GT GD C H L M O
wonderland /ˈwʌn.dəl.ænd/ = NOUN: χώρα θαυμάτων; USER: χώρα θαυμάτων, θαυμάτων, Wonderland, χώρα των θαυμάτων, των θαυμάτων

GT GD C H L M O
wonders /ˈwʌn.dər/ = NOUN: θαύμα, έκπληξη, θαυμασμός; VERB: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι, απορώ, θαυμάζω, εκπλήττομαι; USER: θαύματα, αναρωτιέται, διερωτάται, θαύματα της, κάνει θαύματα

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
worked /wərk/ = VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, λειτούργησε, δούλεψε

GT GD C H L M O
works /wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο; USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου

GT GD C H L M O
workshop /ˈwɜːk.ʃɒp/ = NOUN: συνεργείο; USER: συνεργείο, εργαστήριο, Workshop, εργαστηρίου, εργαστήρι

GT GD C H L M O
workshops /ˈwɜːk.ʃɒp/ = NOUN: συνεργείο; USER: εργαστήρια, εργαστηρίων, ημερίδες, workshops, συνεργεία

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
worlds /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμους, κόσμοι, κόσμων, worlds, κόσμο

GT GD C H L M O
worldwide /ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος; USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια

GT GD C H L M O
wormhole = USER: σκουληκότρυπα, σκουληκότρυπας, wormhole, σκουλικότρυπα, μαύρη τρύπα

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
writer /ˈraɪ.tər/ = NOUN: συγγραφέας, γράφων, γραψάς, συντάκτης κείμενου; USER: συγγραφέας, συγγραφέα, εγγραφής

GT GD C H L M O
writing /ˈraɪ.tɪŋ/ = NOUN: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, έγγραφο, αναγραφή, σύνθεση, σύγγραμμα; USER: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, γραπτώς, εγγράφως, εγγράφως

GT GD C H L M O
writings /ˈraɪ.tɪŋ/ = NOUN: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, έγγραφο, αναγραφή, σύνθεση, σύγγραμμα; USER: συγγράμματα, γραφές, γραπτά, τα γραπτά, κείμενα

GT GD C H L M O
wrote /rəʊt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω; USER: έγραψε, έγραψε τις, έγραψαν, έγραφε, έγραψα

GT GD C H L M O
xml /ˌeks.emˈel/ = USER: xml, Γιατροί, Γιατροί Χωρίς,

GT GD C H L M O
y /waɪ/ = USER: y, γ, ομάδα, στην ομάδα, και στην ομάδα,

GT GD C H L M O
year /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yield /jiːld/ = VERB: υποχωρώ, παράγω, ενδίδω, παραχωρώ, αποφέρω; NOUN: απόδοση παραγωγής, παραχώρηση προτεραιότητας, εσοδεία; USER: απόδοση, αποδώσει, αποφέρουν, δώσει, αποφέρει

GT GD C H L M O
yoni

GT GD C H L M O
yorker /ˌnjuːˈjɔː.kər/ = USER: Yorker, Γιόρκερ

GT GD C H L M O
youths /juːθ/ = NOUN: νεαροί; USER: νεαροί, νέους, νέοι, νέων, τους νέους

GT GD C H L M O
z /zi/ = USER: z, ζ, το Ω, φ, το Ζ,

GT GD C H L M O
zones /zəʊn/ = NOUN: ζώνη; USER: ζώνες, ζωνών, τις ζώνες, περιοχές, ζώνες που

1677 words